Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Ο λίγα ερωτήματα μόνον για το ταξίδι του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ:
• Γιατί ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποστήριξε στη δημόσια τηλεόραση ότι τα θέματα του Αιγαίου και κατ’ επέκτασιν των παραβιάσεων του εναέριου χώρου δεν ετέθησαν στον πρόεδρο Ερντογάν κατά τη διάρκεια της διμερούς συνάντησής τους; («Δεν μπήκαμε σε θέματα που αφορούν το Αιγαίο. Δεν συζητήσαμε θέματα Αιγαίου».
• Γιατί ο πρωθυπουργός, όταν ερωτήθηκε για τις παραβιάσεις στο Αιγαίο από τη «Washington Post», τις χαρακτήρισε απλώς «ένα ζήτημα»;
• Γιατί η Ελλάς δέχθηκε να μπει σε συζήτηση με την Τουρκία για την επαναλειτουργία των τζαμιών στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ αυτό δεν είναι διμερές θέμα και έως χθες δεν το έθεταν καν οι Τούρκοι; (Μιλούσαν μόνο για αποκατάσταση τζαμιών.)
• Γιατί η Ελλάς στις επίσημες ανακοινώσεις δεν κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα των κυρώσεων της Ε.Ε. κατά της Τουρκίας για τις παραβιάσεις στην κυπριακή ΑΟΖ και περιορίζεται σε επιμέρους σχόλια για το θέμα σε συνεντεύξεις;
• Γιατί επιδιώχθηκε πάση θυσία η ανεπίσημη συνάντηση των 15 λεπτών του πρωθυπουργού με τον πρόεδρο Τραμπ (ασχέτως αν δεν έγινε), ενώ ο μείζων στόχος θα έπρεπε να είναι μια οργανωμένη επίσκεψη στην Ουάσινγκτον, όπως έπραξαν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τον Αύγουστο του 1990, ο Ανδρέας Παπανδρέου τον Οκτώβριο του 1994, ο Κώστας Σημίτης τον Απρίλιο του 1996, ο Κώστας Καραμανλής τον Μάιο του 2004 και του 2005, ο Αντώνης Σαμαράς τον Αύγουστο του 2013, ο Αλέξης Τσίπρας τον Ιανουάριο του 2016, σχεδόν όλοι λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων τους;
• Γιατί ο πρωθυπουργός αποκάλεσε τον πρόεδρο Τραμπ με τη λέξη «οποιοσδήποτε» στη συνέντευξή του στη «Washington Post» στις 23/9 («θα μπορούσα να συνεργαστώ με οποιονδήποτε στον Λευκό Οίκο»), ενώ επιθυμούσε τόσο να τον συναντήσει στις 25/9;
• Γιατί ο πρωθυπουργός συναντήθηκε επισήμως με τον ηγέτη του Κοσόβου Θάτσι, τον οποίο είχαν αρνηθεί να δουν, πλην Παπανδρέου (κι αυτός ανεπισήμως), οι προκάτοχοί του Καραμανλής, Σαμαράς και Τσίπρας; Αναγνωρίζουμε το Κόσοβο με ανοιχτό το Κυπριακό, τον «Αττίλα» παρόντα στην Κύπρο και τις διεκδικήσεις των Τούρκων στη Θράκη ενεργές;
• Γιατί η Ελλάς φαίνεται ότι παίρνει αποστάσεις από τη Σερβία και προσανατολίζεται να δώσει υπό προϋποθέσεις πράσινο φως στην ενταξιακή πορεία της Αλβανίας; (Στη Νέα Υόρκη το ΥΠΕΞ διοργάνωσε τετραμερή με την Κροατία, αλλά όχι με τη Σερβία, όπου έχουν διεισδύσει οικονομικά οι Τούρκοι.) Μάλιστα, επίκειται και διήμερη επίσκεψη Ερντογάν στο Βελιγράδι.
• Γιατί δίνουμε την εντύπωση ότι εγκαταλείπουμε τη Σερβία, υιοθετώντας την παλαιά διπλωματική λογική ότι «δεν κερδίσαμε τίποτε από αυτούς» και «πρέπει να συστρατευθούμε με τους Αλβανούς»;
Δεν αποκλείεται, βεβαίως, ο κ. Μητσοτάκης να ακολουθεί μια νέα πολιτική στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο, γιατί θέλει να εμφανιστεί στους συμμάχους Γερμανούς και Αμερικανούς ως αντι-Σαμαράς. (Η Μέρκελ έχει εμμονή να σχολιάζει την πολιτική των «όχι» του Σαμαρά στα Βαλκάνια.) Δεν αποκλείεται η νέα προσέγγιση Μητσοτάκη σε θέματα περιφερειακής πολιτικής να συνδέεται με την επιθυμία του να αμβλύνει τις αρνητικές διεθνείς εντυπώσεις από την (ορθότατη) καταψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη Νέα Δημοκρατία.
Δεν αποκλείεται, επίσης, ο κ. πρωθυπουργός να επιδιώκει μια ανταλλαγή τύπου Τσίπρα! Όπως ο πρώην πρωθυπουργός «έταξε» στη Μέρκελ και στον Γιούνκερ ότι θα λύσει το Σκοπιανό υπό την αίρεση πως δεν θα μειωθούν οι συντάξεις, έτσι και ο νυν βασίμως μπορεί να πιστεύει ότι η σύγκλιση των ελληνικών και των γερμανικών θέσεων στα Βαλκάνια και η σύγκλιση των ελληνικών και των αμερικανικών θέσεων στο Κυπριακό είναι λίαν πιθανόν να του αποφέρουν μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα και μεγάλες ξένες επενδύσεις, που είναι το μείζον. Γι’ αυτό ίσως η ενταξιακή πορεία Αλβανών και Σκοπιανών να αποτελέσει τμήμα ενός πακέτου διαπραγμάτευσης με το Βερολίνο και ανταλλαγής υπέρ του ελληνικού λαού. Το ίδιο και ο διάλογος που θα αρχίσει με τους Τούρκους εφ’ όλης της ύλης.
Δεν αποκλείεται εν τέλει η οικονομία να προηγείται της εξωτερικής πολιτικής και αυτό να είναι το νέο δόγμα Μητσοτάκη. Αλλά αυτά πρέπει να τα εξηγήσει αναλυτικά ο κ. πρωθυπουργός. Θα τον ακούσουμε με προσοχή. Για την ώρα, απλώς θέτουμε ερωτήματα και «γιατί» για αυτά που μοιάζουν (αλλά μπορεί να μην είναι) ανεξήγητα.