Του Νίκου Φυλάγγελου
Πριν πολλά, πολλά χρόνια, ο ανυπέρβλητος και εμβληματικός Μάνος Χατζηδάκις, το είχε πει όσο πιο ξεκάθαρα μπορούσε να ειπωθεί.
Το τέρας του λαϊκισμού, και το ελιτισμού. Που, αν δεν προσέξεις, θα αρχίσεις να του μοιάζεις, κάθε φορά που κοιτάζεις στον καθρέφτη.
Την εποχή του πραγματικά μεγάλου Έλληνα, δεν υπήρχε το βασικό σαράκι που τρώει σήμερα τις σάρκες του τόπου.
Γι’ αυτό και, δεν είχε πει τίποτα για τον εθνικό κίνδυνο του εθνικού διχασμού.
Δυστυχώς, τον ζούμε σήμερα.
Μια ματιά στα social media, τον δημόσιο βίο, αλλά και τη Βουλή, αρκεί για να μελαγχολήσει κανείς.
Αν όχι… να πακετάρει και να μετακομίσει στο εξωτερικό.
Η ρητορική του εθνικού διχασμού διατρέχει οριζόντια τα κόμματα, λειτουργώντας ως χρυσός χορηγός της Χρυσής Αυγής, και κάθε άλλου ακραίου και αποκρουστικού μορφώματος.
Φιγούρες τραγικές και ατελείς ως προς την ηθική ενηλικίωσή τους, παρασύρουν ολόκληρα κόμματα, και μαζί την κοινωνία, σε έναν διαρκή εμφύλιο. Να τρώμε τις σάρκες μας. Και φυσκά, να αδυνατούμε έτσι να σταθούμε στα πόδια μας.
Φυσικά, υπάρχουν και εξαιρέσεις.
Αν μάλιστα παρατηρήσει κανείς προσεκτικά την καμπάνια του Κώστα Μπακογιάννη για τον Δήμο Αθηναίων, θα βρει μια τέτοια εξαίρεση.
Εμβληματική, καθώς μιλάμε για τον γιο του μάρτυρα της Δημοκρατίας Παύλου Μπακογιάννη, και εμφανίζεται του φυσικού κληρονόμου της εθνικής συμφιλίωσης.
Εν πολλοίς, ως ο “γιατρός” που θα θεραπεύσει τη σημερινή Κεντροδεξιά, η οποία μετά το 2009 άφησε χώρο για τα άκρα και τις ακρότητες που τα συνοδεύουν, με αποτέλεσμα να γίνει μέρος του εθνικού προβλήματος. Και να τροφοφοδοτεί εξ αντανακλάσεως τα άκρα και την απαξίωση της πολιτικής. Δηλαδή, της ίδιας της Δημοκρατίας.
Ένα αντίβαρο στον εθνικό διχασμό. Τον λαϊκισμό. Και τον (ψευδο) ελιτισμό.
Κατεβαίνοντας στην κοινωνία, και επιχειρώντας να συνομιλήσει με όλους τους πολίτες.
Αντί να τους… κοιτάζει αφ’ υψηλού.
Ο Κώστας Μπακογιάννης, σαν έτοιμος από καιρό…