Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Σύμφωνα τον γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ Πάνο Σκουρλέτη στην Κουμουνδούρου όλοι καταλαβαίνουν ότι «δεν είναι ελκτική η προοπτική της σοσιαλδημοκρατικοποίησής» (sic) του κόμματος. Και βεβαίως ο ίδιος δεν εγκρίνει αλλαγές στη μαρκίζα.
Παραμένει έτσι βασικός εκφραστής της ανιστόρητης θεωρίας: «Εμείς είμαστε Αριστερά και δεν θέλουμε να γίνουμε Κεντροαριστερά».
Να είναι ό,τι θέλουν. Το θέμα είναι ότι ένα κόμμα εξουσίας, εκτός από αυτό που θέλει να βλέπει στον καθρέφτη του, πρέπει να παίρνει και ψήφους για να κυβερνάει.
Όσοι νομίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε 36% όταν κέρδιζε και 32% όταν έχασε επειδή «είναι Αριστερά» κοροϊδεύουν εαυτούς και αλλήλους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε και διατήρησε υψηλά ποσοστά επειδή τον ψήφισαν οι δημοκρατικοί ψηφοφόροι που κινούνται στο χώρο που τέμνεται η ελληνική Κεντροαριστερά με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Τον Τσίπρα δηλαδή ψήφισαν και σ’ αυτόν προσβλέπουν. Τι λέει ο Σκουρλέτης τους είναι αδιάφορο.
Δεδομένου ότι ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ έριξε ήδη τις πρώτες τροχιοδεικτικές βολές μετά τις εκλογές και όλοι διακρίνουν τον προσανατολισμό του, η παρέμβαση Σκουρλέτη στην αντίθετη κατεύθυνση, υποδηλώνει την σύγκρουση που κορυφώνεται στον κομματικό ΣΥΡΙΖΑ.
Κάποιοι συνεχίζουν να κυκλοφορούν ντυμένοι «Αριστερά», όχι μόνο από αδυναμία να διαβάσουν σωστά την εντολή που έδωσε στον πρώην Πρωθυπουργό το εκλογικό σώμα, αλλά και από ιδιοτέλεια: θέλουν να διατηρούν το ρόλο τους σε ένα κλειστό γραφειοκρατικό σύστημα που δεν έχει επαφή με την κοινωνία.
Έτσι όμως ο Τσίπρας δεν πάει πουθενά. Αν δεν κινηθεί στο δρόμο που όρισαν οι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι, στις επόμενες εκλογές θα τον εγκαταλείψουν. Θα ακολουθήσουν κάποιον άλλον ο οποίος δεν θα έχει πρόβλημα να δηλώσει ότι είναι κεντροαριστερός. Όπως εγκατέλειψαν και το ΠΑΣΟΚ όταν έπαψε να τους εκφράζει.
Ο ίδιος το καταλαβαίνει. Ορισμένοι στο κόμμα του όμως όχι. Και αυτό έβλαψε ήδη εκλογικά. Θα βλάψει περισσότερο αν επικρατήσουν όσοι νομίζουν ότι θα ξαναέλθει η σειρά τους επειδή θα φθαρεί ο Μητσοτάκης.’Η ότι η πολιτική αντιπαράθεση εφεξής θα είναι του τύπου «Καρέζη- Βουγιουκλάκη» -κατά την παλιά διατύπωση του Στ. Τζουμάκα-και τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία.
Στην προηγουμένη περίοδο ο Τσίπρας είχε τρεις στόχους, αδιάσπαστους μεταξύ τους -χωρίς τον έναν αποδυναμώνονταν και οι άλλοι: να βγάλει τη χώρα από το Μνημόνιο, να λύσει το Μακεδονικό και να αναλάβει την ηγεσία της Κεντροαριστεράς.
Πέτυχε τα δύο πρώτα, αλλά άργησε να κινηθεί προς το τρίτο και έχασε. Σήμερα θα ήταν λάθος του προέδρου του να αναλωθεί σε ενδοκομματικές βυζαντινολογίες περί « Αριστεράς»- με ένα Μνημόνιο πίσω του.
Ως φυσικός επικεφαλής του κεντροαριστερού χώρου είναι και παραγωγός της ιδεολογίας του. Και πρέπει να την αναδείξει με πολιτική αρχών και με απλές κινήσεις που δεν θα αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών για την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ανασύνταξη της νέας ριζοσπαστικής Κεντροαριστεράς.
Πρώτο, να εκκινήσει ανοικτές διαδικασίες στη βάση της κοινωνίας για να συγκροτηθεί ένα συνέδριο επανίδρυσης στην προετοιμασία του οποίου θα μπορούν να μετέχουν όλοι οι δημοκρατικοί πολίτες.
Δεύτερο, να αναδείξει μια νέα ηγετική ομάδα που θα βλέπει το μέλλον και θα υπηρετεί το συμφέρον της Δημοκρατικής Παράταξης, της χώρας και της κοινοτικής Ευρώπης χωρίς ιδεοληψίες και αναχρονισμούς.
Η λογική που ορίζει τον, κατά τα λοιπά συμπαθή, Φλαμπουράρη συντονιστή και τον Ραγκούση τομεάρχη, βούτυρο στο ψωμί του Χρυσοχοΐδη -για να μην μιλήσουμε για όσους κρίθηκαν αποτυχημένοι ως κανονικοί υπουργοί και επέστρεψαν ως σκιώδεις- θα συνεχίσει την πρακτική του στρειδιού και πάντως δεν διαμορφώνει πλειοψηφική στρατηγική.
Τριτο, μετά από αυτά να προσχωρήσει στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα και την Σοσιαλιστική Ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου και να πάρει ο ίδιος μέρος στις συναφείς πανευρωπαϊκές διεργασίες ως επικεφαλής μεγάλου κόμματος.
Με απλά λόγια ο Τσίπρας χρειάζεται νέο κόμμα -με ή χωρίς νέα σύμβολα.
Πρωτίστως χωρίς τις παρωπίδες που οδηγούσαν τον Σκουρλέτη, ως γραμματέα να χρίζει στους ΟΤΑ υποψηφίους που πήραν το… 10% της τοπικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και χωρίς προγενέστερες ιδιοτροπίες.
Κάποιοι προσπαθούν να μεταφέρουν και στις νέες συνθήκες τις επιβαρύνσεις που οι ίδιοι προκαλούσαν τις παλιές. Π.χ. σαν αυτή που σιγοντάρει ο Τζανακόπουλος και αναδεικνύει ο ακέραιος, αλλά επιζήμιος, Παύλος Πολάκης.
Ανεξάρτητα από τις νομικές πλευρές στην υπόθεση της ασυλίας του -ακόμη και αν συνταγματικά έχει δίκιο- είναι παράδοξο να προτιμάει να δικαστεί στη Βουλή από τους πολιτικούς αντίπαλους του και όχι από τον φυσικό δικαστή του.