Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Πηγή: anoixtoparathyro.gr
Οι ιστορικοί του μέλλοντος, που θα ενσκήψουν την ελληνική πολιτική ιστορία στις αρχές του 21ου αιώνα, θα μείνουν άναυδοι με την πορεία του νεαρού με το μαλλί καρφάκι που εμφανίσθηκε ξαφνικά το 2006 -με την υποστήριξη ενός κόμματος που έμπαινε δεν έμπαινε στη Βουλή -και είπε: «Θέλω να γίνω δήμαρχος Αθηναίων».
Δήμαρχος δεν έγινε. Αλλά έγινε κάτι άλλο. Μια χιονόμπαλα που άρχισε να κυλάει και να μεγαλώνει διαρκώς. Πήρε 70% στις αρχαιρεσίες του κόμματός του για την ηγεσία και στη συνέχεια άρχισε να τα παίρνει όλα.
Τον Μάιο του 2012 τίναξε την μπάνκα στον αέρα αφήνοντας πίσω το κραταιό ΠΑΣΟΚ. Τον Ιούνιο του ιδίου χρόνου πετάχτηκε στο 27%. Έκτοτε σταθεροποιήθηκε στο 35% σε δύο εκλογές και υποστήριξε σε ένα δημοψήφισμα μια επιλογή που έφτασε στο ιλιγγιώδες 63%. Αυτό έφερε πρωτίστως ίλιγγο στον ίδιο, αλλά δεν δυσκολεύθηκε να το μαζέψει και να μην οδηγήσει τη χώρα εκτός ευρώ, όπως υποδείκνυαν οι πολίτες.
Όντας υποχρεωμένος να υλοποιήσει το σκληρό μνημονιακό πρόγραμμα- και το το οποίο επιβάρυνε η πρώην κυβέρνησή του -από την οποία απαλλάχθηκε σε έξι μήνες και πήρε νέα εντολή- κατάφερε να κλείσει τον Μνημονιακό Κύκλο με το μικρότερο δυνατό κοινωνικό κόστος. Έλυσε μια διακρατική διαφορά με τρόπο που τον καθιστά αξιοθαύμαστο στο διεθνή χώρο και ίσως του δώσει ένα Νόμπελ.
Κύλισε μπροστά τον τροχό σε πολλά μέτωπα και του βγήκε το χαρτί της Οικονομίας. Επιπλέον διατήρησε αυτά που χρειάζεται ένας πολιτικός : την πρωτοβουλία των κινήσεων και το ηθικό πλεονέκτημα. Οι Συριζαίοι είναι συχνά άχρηστοι, αλλά δεν κάνουν πολιτική για να πλουτίσουν και αν υπάρχουν εξαιρέσεις, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Οι δημοσκόποι έδειχναν ότι δεν θα αποφύγει το πολιτικό κόστος. Αλλά τις τελευταίες εβδομάδα η πολιτική παρουσία του Αλέξη Τσίπρα παραπέμπει σε ένα στίχο από τη «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου: «Νάτη πετιέται από εξαρχής, κι αντρειεύει και θεριεύει και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου».
Μερικοί λένε ότι πρόκειται για τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ και το θεριό που καμακώνει δεν είναι και τόσο θεριό όσο ο… πατέρας του. Άλλοι θεωρούν ότι η πολιτική εκτίναξη του Αλέξη Τσίπρα οφείλεται στο εκπληκτικό πολιτικό ταμπεραμέντο του, την ακτινοβολία της σκηνικής παρουσίας του, την οξυδέρκειά και την ικανότητα να διορθώνει τα λάθη με τρόπο που κρύβει τις αδυναμίες του.
Από μια άλλη άποψη οφείλει τα πάντα στους πολιτικούς αντιπάλους του που λειτούργησαν ως γενναιόδωροι χορηγοί του. Τι θα έκανε χωρίς τον Αντώνη Σαμαρά, που έφτιαξε το αντιμνημονιακό πλαίσιο και, όταν έγινε ο ίδιος μνημονιακός και Πρωθυπουργός, δεν δέχθηκε καν να τον συναντήσει; Ακόμη και στην απρέπεια να μην του παραδώσει, όταν πήρε τη θέση του, έφτασε.
Τι θα ήταν χωρίς τον Θόδωρο Πάγκαλο, που τον έβριζε χυδαία την πρώτη περίοδο της ανόδου του για να δώσει τη σκυτάλη σε εξίσου αποτελεσματικούς υβριστές, σαν τον Γεωργιάδη, τον Λοβέρδο και ορισμένα ταλέντα από το Συγκρότημα Μαρινάκη;
Σήμερα ποιο μέλλον θα είχε χωρίς αντίπαλο τον Κυριάκο Μητσοτάκη που ήταν «σκληρός και αμείλικτος» -και ανερμάτιστος- μαζί του από την ώρα που έγινε αρχηγός της ΝΔ, εν ονόματι της διαπλοκής, αλλά τώρα που πλησιάζουν οι κάλπες «κλάταρε» και δείχνει σαν τη «στρίγγλα που έγινε αρνάκι»;
Όπως και να δει κανείς ο Αλέξης Τσίπρας έχει αστέρι. Η ιστορική μοίρα του φέρθηκε καλά και ο Θεός της Πολιτικής τον προίκισε με ό,τι χρειάζεται ένα πολιτικός και ο ίδιος με τους κατάλληλους αντιπάλους.
Ο ίδιος απλώς έβαλε τα υπόλοιπα. Δεν υπήρχε δρόμος. Τον άνοιξε ο ίδιος. Δεν εκμεταλλεύθηκε τις ευκαιρίες. Τις δημιούργησε. Δεν τον ευνόησε η τύχη, ήταν εκεί όταν περνούνε. Όπως έλεγε ο Μοχάμεντ: «Οι πρωταθλητές δεν φτιάχνονται από τα γυμναστήρια, αλλά από κάτι που έχουν μέσα τους».
Τι έχει να φοβηθεί ο σημερινός Πρωθυπουργός από εκείνους που σακάτεψαν τη χώρα και την κοινωνία, αλλά τον κατηγορούν ότι οι γάζες που έβαλε στις πληγές δεν είναι αρκετές για να τις κλείσουν άμεσα;
Η κυβερνητική θητεία του Τσίπρα, μετά το ατυχές πρώτο εξάμηνο, άρχισε ουσιαστικά με τη δεύτερη εκλογική νίκη του και χαρακτηρίζεται ως περιπετειώδης, αλλά επιτυχημένη. Απολύτως και από όλους. Από όλους όμως. Πλην Λακεδαιμονίων. Αλλά για να προσφύγουμε στον Καβάφη:
«Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!»