Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Oι εταιρίες δημοσκοπήσεων έχουν πράγματι δύσκολο έργο στην πορεία προς τις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου. Αυτή τη φορά, όμως, δεν θα κριθούν από την πρόβλεψή τους για το πρώτο κόμμα. Δεν θα αξιολογηθούν από την εκτίμησή τους για το εύρος της διαφοράς μεταξύ πρώτου και δευτέρου. Ούτε από την αναγωγή των αποτελεσμάτων τους για τη συμπεριφορά των αναποφασίστων. Ο εκλογικός νόμος Παυλόπουλου, ο οποίος ψηφίστηκε αμέσως μετά τις εκλογές του 2007 και αντέχει έως σήμερα, τους ζητεί τρεις αριθμούς: το ακριβές ποσοστό της Ν.Δ., το ακριβές ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων, τις τελικές έδρες του πρώτου κόμματος. Αυτή θα είναι η εξίσωση της σταθερότητας.
Και μολονότι το τοπίο είναι σχετικώς ξεκάθαρο ως προς τις βασικές τάσεις, είναι ραγδαίως μεταβαλλόμενο ως προς τις μεταβλητές που τις αυξομειώνουν. Δύο επισημάνσεις: Το ντιμπέιτ θα διεξαχθεί για πρώτη φορά πέντε ημέρες πριν από τις εκλογές, τη Δευτέρα 1 Ιουλίου. Οι εντυπώσεις του θα φθάσουν έως την κάλπη. Ανάλογες αναμετρήσεις στο παρελθόν διεξάγονταν κατόπιν συμφωνίας 10 ημέρες πριν από τις εκλογές, προκειμένου να λησμονούνται τυχόν λάθη των πρωταγωνιστών. Αυτή τη φορά ο Κυριάκος Μητσοτάκης με αυτοπεποίθηση αναλαμβάνει το ρίσκο. Στην πραγματικότητα άλλωστε, δεδομένης της ουδετερότητας του Δημήτρη Κουτσούμπα και της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει από πλευράς ποσοστών το κόμμα του Βασίλη Λεβέντη, η αναμέτρηση αυτή, αν και για τρεις (Κυριάκος, Αλέξης, Φώφη), ευνοεί κατ’ ουσίαν τον διπολισμό.
Ιδού, λοιπόν, η πρώτη μεταβλητή που μπορεί να «κουνήσει» τα νούμερα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Αύξηση της συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αφήσει ένα μικρό κόμμα εκτός Βουλής. Τυχόν λάθος μπορεί να βάλει ένα ακροδεξιό κόμμα εντός Βουλής. Περιμένουν και οι απόντες «μικροί» εισπράξεις από το ντιμπέιτ. Η 1η Ιουλίου, επίσης, είναι η επομένη του πιθανού δεύτερου γύρου στις δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης, εκτός αν το «ματς» έχει ολοκληρωθεί στον πρώτο γύρο. Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα τίθεται: Πώς θα συμπεριφερθεί ο Ερντογάν στο Αιγαίο έπειτα από μια ήττα στη γενέτειρά του; Τα εθνικά θέματα είναι στο φόντο των εθνικών εκλογών του 2019, σε αντίθεση με των ευρωεκλογών, που δεν ήταν. Ιδού μια δεύτερη μεταβλητή που θα επηρεάσει και το ποσοστό του πρώτου κόμματος αλλά και το ποσοστό των κομμάτων της Ακροδεξιάς, που δίνουν μάχη για την είσοδό τους στη Βουλή.
Πιθανόν, επίσης, να υπάρχουν και άλλες μεταβλητές, τις οποίες αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να διακρίνουμε μεν, αλλά να παίξουν καταλυτικό ρόλο στο «151», στο «152», στο «155», στο «160» της αυτοδυναμίας. Oι οιωνοί, άριστοι για τον κ. Μητσοτάκη μεν, αλλά όλα θα κριθούν στις λεπτομέρειες δε. Εδώ όπου φθάσαμε δύσκολα μπορεί να στραβώσει κάτι. Αλλά επειδή ο τόπος πρέπει να κυβερνηθεί με σιδηρά πυγμή την επομένη των εκλογών -ο νέος πρωθυπουργός θα βρεθεί προ κρίσιμων αποφάσεων-, το ζητούμενο πια δεν είναι μια απλή αυτοδυναμία και μια μονοκομματική κυβέρνηση, αν και αυτό θα συμβεί πρώτη φορά μετά το 2009. Το ζητούμενο είναι η ισχυρή εντολή. Χωρίς αυτήν και με τον ΣΥΡΙΖΑ να κινείται σε ποσοστά της τάξεως του 27%-30% δύσκολα θα γλιτώσουμε την περιδίνηση στο μέλλον.
Αν είναι ώρα για στρατηγική ήττα της Αριστεράς που θα οδηγήσει με τη σύμπραξη της Γεννηματά στην άμεση κατάργηση της απλής αναλογικής με 200 ψήφους, αυτή η ώρα είναι τώρα. Να είμαστε εκεί!