Γράφει ο Νίκος Ελευθερόγλου
Το «Π» κάνει ακόμη μία αποκάλυψη που αφορά τα εθνικά μας θέματα, με την ελπίδα να ξυπνήσουμε και να μην κάνουμε την επιθυμία μας πραγματικότητα στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής.
Αλήθεια είναι ότι ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, με τις δημόσιες δηλώσεις του έβαζε συνεχώς «πλάτη» στον Ταγίπ Ερντογάν. Θες γιατί είχε προσωπικά συμφέροντα, θες γιατί η αμερικανική πολιτική διαχρονικά στήριζε την Τουρκία, για να μην πέσει στα χέρια της ΕΣΣΔ (στο παρελθόν), της Ρωσίας σήμερα, η Άγκυρα αποτελούσε το χαϊδεμένο νατοϊκό παιδί.
Η εκλογή Μπάιντεν, λοιπόν, καλλιέργησε στην Αθήνα την ελπίδα, ότι κάτι μπορεί να αλλάξει στην αμερικανική-νατοϊκή πολιτική, ώστε η Τουρκία να σταματήσει τις προκλήσεις δίχως τέλος, που πραγματοποιεί τόσο στη νοτιανατολική Μεσόγειο όσο και στην Κύπρο.
Πριν κάνει-καλά στεγνώσει το μελάνι της εκλογής του νέου Αμερικανού προέδρου (ορκίζεται στις αρχές Ιανουαρίου), διαπιστώνουμε ότι η Άγκυρα ήδη έχει φροντίσει να πιάσει… πόρτα στον νέο Λευκό Οίκο, με στόχο να μην υποστεί τις κυρώσεις.
Μόνο τυχαίο πρόσωπο δεν είναι ο τ. διπλωμάτης που «επιστράτευσε» η Άγκυρα, καθώς αποτελεί στενό φίλο και συνεργάτη του νέου ΥΠΕΞ των ΗΠΑ. Αν αυτό το συνδυάσουμε με τις αποφάσεις για κυρώσεις στην Τουρκία, που για άλλη μια φορά δεν πήρε η Ευρωπαϊκή Ένωση, μόνο αισιόδοξοι δεν μπορούμε να είμαστε για τα όσα έρχονται.
Οι κ.κ. Μητσοτάκης και Δένδιας είχαν και έχουν ποντάρει τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ, για να συνετίσουν τον Ταγίπ Ερντογάν.
Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Εκείνο που φαίνεται είναι μόνο ένας «υποχρεωτικός» διάλογος, στον οποίο θα μας σύρουν, με την ατζέντα ανοικτή. Και αν κρίνουμε από τη μέχρι τώρα συμπεριφορά των εταίρων μας, μόνο ευοίωνα δεν είναι τα πράγματα για τα εθνικά μας θέματα.
Μακάρι να πέσουμε έξω και να διαψευστούμε. Αλλά την ώρα που εμείς πανηγυρίζουμε για την τοποθέτηση κάποιων Ελληνοαμερικανών σε θέσεις, το τουρκικό λόμπι «αλωνίζει», καθώς διαθέτει πολύ χρήμα. Και αυτό, όταν η ελληνική αποστολή στην Ουάσινγκτον έχει λίγα ψίχουλα «επιδότηση». Αν αυτό δεν αλλάξει και πιστεύοντας ότι το δίκαιο υπερτερεί στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, τόσο θα μετράμε ήττες και απώλειες.