Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Γιατί «σαρώνει» σε τηλεθέαση -το βλέπουν 4 στους 10 τηλεθεατές- και «κατανικά» τα αμερικανόφερτα talent shows του ανταγωνισμού, κάθε Κυριακή βράδυ, το ιστορικό σίριαλ «Κόκκινο Ποτάμι» του Μανούσου Μανουσάκη στο Open Beyond – το σίριαλ που πραγματεύεται τη Γενοκτονία των Ποντίων και την προσφυγιά;
Γιατί κλέβει τις καρδιές των Ελλήνων από τη Δευτέρα έως την Τετάρτη το σίριαλ «Άγριες Μέλισσες» του ΑΝΤ1, με τη Μαρία Κίτσου, τον Λεωνίδα Κακούρη, τον Γιάννη Στάνκογλου.
Υπάρχει κάτι που οι δαιμόνιοι «σκάουτερ» του πολιτικού μας συστήματος και οι ιχνηλάτες της κοινής μας γνώμης χάνουν από την ανάλυσή τους; Κάτι που υποτιμούν; Κάτι που, λόγω της αμιγώς αριστοκρατικής τους παιδείας, δεν καταλαβαίνουν; Θεωρώ πως ναι. Κοινή γνώμη δεν είναι μόνο τα trends (τάσεις) στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, των οποίων δούλος έχει γίνει το πολιτικό μας σύστημα. Κοινή γνώμη είναι και οι αριθμοί τηλεθέασης της AGB Nielsen. ‘Εχουν να πουν πολλά σε όσους επιμένουν να υποτιμούν τη «λαϊκή ψυχή» – όρος που απαντάται το πρώτον σε βενιζελική εφημερίδα στη δεκαετία του 1920.
Η εύκολη ανάγνωση είναι πως ο κόσμος, έπειτα από μια δεκαετία τηλεοπτικής φτήνιας, αγκαλιάζει αυτά τα σίριαλ, γιατί είναι ακριβές ελληνικές παραγωγές και έχουν καλούς ηθοποιούς. Πράγματι. Ισχύει. Ωστόσο, τα σίριαλ αυτά διακρίνονται για τρία ακόμη ποιοτικά χαρακτηριστικά: την ηθογραφία τους, την ιστορία τους και την επαναφορά του κλασικού ελληνικού προτύπου ιεραρχίας, το οποίο είναι βαθιά ριζωμένο στις ψυχές μας, όσο κι αν το χλευάζει η καθεστηκυία αριστερή -κοσμοπολίτικη- φιλελεύθερη διανόηση.
Στις «Άγριες Μέλισσες» επιστρέφουμε σε μια κοινότητα της Θεσσαλίας με συγκεκριμένη δομή και ιεραρχία: ο παπάς, ο δάσκαλος, ο χωροφύλακας. Το αγώι έχει αγωγιάτη. Οι κοινωνίες, αρχηγούς. Γύρω από αυτούς και τις κυρίαρχες οικογένειες γίνονται όλα. Τι κι αν διέλυσαν αυτή τη δομή και αυτή την ιεραρχία ο «Καποδίστριας» και ο «Καλλικράτης» για να έχουμε λιγότερο κράτος; Τα πρότυπα αυτά επιστρέφουν συνεχώς από την πίσω πόρτα.
Στο «Κόκκινο Ποτάμι» έχουμε και ηθογραφία και ιστορία. Διψά ο Έλλην και για τα δύο. Ηθογραφία, διότι προβάλλονται οι αξίες του νέου Έλληνα-Ποντίου σε δύσκολες εθνικές καμπές, σε αντίξοες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες – η έννοια του να ριζώσει σε τόπο, να κάνει οικογένεια, να κάνει δώρο σταυρό στην αρραβωνιαστικιά, να τιμήσει την ορθόδοξη θρησκεία του τον ορίζει. Ιστορία, επίσης, διότι ο Μανουσάκης «ζωγραφίζει» εξαιρετικά το εθνικό ένστικτο απέναντι στους ανερχόμενους Νεότουρκους, τον ανθελληνικό τρόπο σκέψης των οποίων δεν συνελάμβαναν αρχικώς οι Έλληνες ιερείς. Ιστορία, γιατί δείχνει πως ο Ελληνισμός προετοιμάστηκε για τα δύσκολα συνάπτοντας παρασκηνιακές συμμαχίες με εμπόρους όπλων, όπως ο περίφημος Ζαχάρωφ, κάτω από τη μύτη του σουλτάνου. Ιστορία, γιατί επαναφέρει στη μνήμη μας, τέλος, ότι η αύρα του Ελληνισμού ξεπερνούσε τα φυσικά μας σύνορα.
Η Μεγάλη Ελλάδα δεν ήταν μέγεθος εδαφικό, αλλά πνευματικό. Κατέκλυζε περιοχές από τον Εύξεινο Πόντο, την Οδησσό και την Τραπεζούντα έως τη Σμύρνη, την Περσέπολη και την Αλεξάνδρεια. Έως εκεί έφθανε η σκέψη μας. Και το νοσταλγούμε. Αυτό το βουνό των συναισθημάτων που μας γεννούν οι σειρές είμαι σχεδόν βέβαιος ότι τα αγνοεί η κυβέρνηση. Όπως αγνοεί ότι ο Χρήστος Λούλης ανεβάζει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς έργο για τη Γενοκτονία των Ποντίων ή ότι η αγαπημένη της Μαρίκας Μητσοτάκη, Μιμή Ντενίση, συνεχίζει για πέμπτη συνεχή χρονιά το έργο της για τη Σμύρνη την αγαπημένη. Η εξήγηση είναι ότι η κυβέρνηση δεν καταλαβαίνει γιατί δεν είναι στο DNA των περισσότερων μελών της -όχι όλων- αυτές οι προσλαμβάνουσες.
Το Κέντρο είναι «αντιεθνικιστικό», μακριά από τις εθνικές μνήμες, τις γενοκτονίες και τους συνωστισμούς. Μακριά από τα έθιμα και τις μουσικές της. Το Κέντρο τα θεωρεί όλα αυτά τρε μπανάλ, κιτς, εξτρεμισμό, Ακροδεξιά, σοβινισμό. Παρέλκει να επισημάνω γιατί αυτή είναι μια λάθος προσέγγιση, ελιτίστικη. Η Ιστορία, η ηθογραφία, η κλασική κοινωνική ιεραρχία ορίζουν τον λαό.
Δύσκολο να σχεδιάσεις και να επιβάλεις πολιτική σε έναν λαό που έχει απόψεις διαφορετικές από τις δικές σου. Εκατό φορές προσπάθησαν να τον αλλάξουν στο παρελθόν, εκατό φορές απέτυχαν. Όποιος δεν το καταλαβαίνει και δεν εναρμονίζει τις πολιτικές του, αλλά και τα πρόσωπα που τις υλοποιούν με αυτόν τον λαό, τότε καμία αμφιβολία δεν μας καταλείπεται: η συνάντηση με τα βράχια είναι βέβαιη. Είτε στο βουνό είτε στη θάλασσα.