Η σαββατιάτικη συνέντευξη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στον Αλέξη Παπαχελά ήταν όντως «βαρυσήμαντη», για να χρησιμοποιήσω τα δημοσιογραφικά κλισέ μιας άλλης εποχής.
Όχι γιατί είπε όσα είπε για τις εκλογές. Είναι κανόνας οι πρωθυπουργοί να δοκιμάζουν τις αντιδράσεις για πράγματα που σχεδιάζουν, να μην επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες (διαφορετικό από το «διαψεύδουν») και, σε περίπτωση που τους το επιτρέπουν οι συνθήκες, να αιφνιδιάζουν.
Η συνέντευξη Μητσοτάκη είναι όντως βαρυσήμαντη γιατί ο πρωθυπουργός, του κορωνοϊού πιέζοντος, δείχνει να ολοκληρώνει την ιδεολογική στροφή του προς το κράτος κατά τη διακυβέρνηση. Τη στροφή του προς ένα σχήμα πολιτικής που προβλέπει προτεραιότητα για τους αδύναμους, φροντίδα για τις υγιείς δυνάμεις της οικονομίας που πληρώνουν τους φόρους και δεν απολύουν, αλλά και αυστηρότητα προς το αναιδές κεφάλαιο. Το οποίο βάζει το χέρι στην τσέπη μόνον όταν κάνει… κρύο.
Η συνέντευξή του είναι επίσης βαρυσήμαντη γιατί ο πρωθυπουργός κατάλαβε μέσα στην κρίση ότι η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους βοηθά τις επενδύσεις και την οικονομία γενικότερα. Σε αντίθεση με την κρατούσα δυτική λογική που απέφευγε να ενισχύει τις πολιτικές δημόσιας υγείας επειδή δεν εξήγαγε κέρδος από αυτές. Έως έναν βαθμό παραβιάζω ανοικτές θύρες, βεβαίως, όσον αφορά τη μεταβολή Μητσοτάκη, καθώς και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ομολόγησε στον Παπαχελά ότι στο ζήτημα της ενίσχυσης του εισοδήματος των εργαζομένων λειτούργησε κατά τρόπο «σχεδόν σοσιαλιστικό», το επίδομα δόθηκε σε όλους, ανεξαρτήτως εισοδηματικών κριτηρίων.
Ωστόσο θεωρώ ότι αυτή είναι μόνον μία πτυχή της μεταστροφής Μητσοτάκη κατά τη διακυβέρνηση. Η πρώτη και βασική είναι η τοποθέτησή του απέναντι στην αγορά και στο κεφάλαιο. Στον αντίποδα του Τσίπρα, ο οποίος ζήτησε «εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων», ο πρωθυπουργός απευθύνθηκε κατά τρόπο αυστηρό στους επιχειρηματίες και, αφού εξήρε όλους όσοι είναι εντάξει προς τις φορολογικές-ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους προς το κράτος, τόνισε: «Για να γιατρέψουμε τις πληγές που προκάλεσε η πανδημία το όποιο βάρος πρέπει να επιμεριστεί δίκαια.Για την επιχείρηση αυτό σημαίνει ο επιχειρηματίας να βάλει περισσότερο το χέρι στην τσέπη για να στηρίξει την επιχείρησή του. Πρέπει να κάνει αυξήσεις κεφαλαίου, να φάει κάποια από τα έτοιμα που έχει στην άκρη. Δεν μπορεί το κράτος να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη».
Τι σημαίνει αυτό; Ο Κυριάκος μελετά την πιθανότητα να αφήσει επιχειρήσεις να «πεθάνουν» χωρίς τη στήριξη από χρήματα φορολογουμένων σε περίπτωση που οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες τους αδιαφορήσουν να τις σώσουν. Εάν πράγματι αυτό συμβεί και το πάει μέχρι τέλους, εκτός από την έννοια της εμπιστοσύνης, που θεωρεί ως κεκτημένο της διακυβέρνησής του, θα προσθέσει και την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης. Έννοια σοσιαλιστική αλλά και έννοια της λαϊκής Δεξιάς, καραμανλική. Ίσως αυτό του κοστίσει αντιπάθειες στην upper class που είναι και ένθερμος υποστηρικτής-χρηματοδότης της Ν.Δ., ωστόσο θα του ανοίξει λεωφόρους σε ακόμη μεγαλύτερες λαϊκές πλειοψηφίες. Επαναλαμβάνω όμως, αυτό που λέει πρέπει και να το εννοεί. Εύχομαι στην υποχρέωση αύξησης μετοχικού κεφαλαίου να ενταχθούν και όσοι, ενώ παριστάνουν τους παντοδύναμους και τους οικονομικώς εύρωστους, θέτουν το προσωπικό τους σε αναστολή συμβάσεως εργασίας. Να ενταχθούν επίσης, αν χρειαστεί, και αυτοί που έλαβαν αναστολή πληρωμής των ύψους 23.000.0000 τελών τους για τις τηλεοπτικές συχνότητες.
Η δεύτερη σημαντική μεταβολή θέσης του Κυριάκου είναι απέναντι στο ΕΣΥ. Όχι μόνο γιατί το σύστημα και το λοιδορηθέν προσωπικό του ξεπέρασε τις προσδοκίες του. (Ακόμη και το μικρό Νοσοκομείο «Παμμακάριστος» -που η τρόικα ήθελε να κλείσει- αντιμετώπισε επιτυχώς σχεδόν και τα 50 κρούσματα που νοσηλεύτηκαν εκεί. Το προσωπικό του, όπως μου έλεγε ο διοικητής του Βάκης Λαδόπουλος, είναι υψηλοτάτου επιπέδου.) Ο Μητσοτάκης άλλαξε τη στάση του επειδή αντελήφθη ότι ένα ισχυρό και αποτελεσματικό δημόσιο σύστημα υγείας είναι επιταχυντής για την οικονομία. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι η Ελλάς με καλό ΕΣΥ μπορεί να γίνει πόλος έλξης για τα προγράμματα δεύτερης κατοικίας Ευρωπαίων συνταξιούχων.
Άλλαξε τη στάση του όμως επειδή αντελήφθη και κάτι ακόμη: Ισχυρό ΕΣΥ με τους ιατρούς και τους νοσηλευτές απέναντι, χωρίς τη συμμαχία τους, αδύνατον να υπάρξει. Θα αναμένω να δω τι θα απογίνουν τα σχέδια για τις συμπράξεις δημοσίου – ιδιωτικού τομέα στον τομέα της παροχής των υπηρεσιών υγείας που επεξεργαζόταν σε συναντήσεις με κορυφαίους της ιδιωτικής υγείας -ένας πλέον δεν ζει- ο υφυπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης.
Η τρίτη μεταβολή Μητσοτάκη αφορά τα όρια ισχύος του κράτους. «Επιστρέφουμε στη γενεσιουργό λογική της δημιουργίας ισχυρών κρατικών οντοτήτων» παρατήρησε ο πρωθυπουργός, στο μυαλό του οποίου το κράτος έπρεπε να είναι ισχυρό μόνο για να εγγυάται τη δημόσια ασφάλεια. Ενα κλικ απείχε να μιλήσει για το έθνος-κράτος σε συνθήκες παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Με τις αλλαγές στην προσέγγιση του Μεταναστευτικού, του ΕΣΥ, της λειτουργίας της αγοράς, ο κύριος Μητσοτάκης -αν το αποδείξει και στην πράξη βεβαίως- στην πραγματικότητα κομίζει μια νέα πολιτική πρόταση. Υπόσχεται πως μεταμορφώνεται σε άλλον. Βεβαίως θα φανεί. Αλλά για όση αξία έχει η γνώμη μου, είναι λάθος κατά συρροήν για τον ΣΥΡΙΖΑ να τον αντιμετωπίζει ως κάτι που μοιάζει να μην είναι πλέον: άκριτα νεοφιλελεύθερος. Το αυτό ισχύει και για κάποιες σκληρές συνιστώσες της παράταξης που τον απειλούν αν κάνει το ένα ή αν κάνει το άλλο πως θα τον… ρίξουν και προεξοφλούν βέβαιη αποτυχία της οικονομικής του πολιτικής λόγω της βαθιάς ύφεσης.
Διότι ακόμη και αν ισχύει αυτό και ο Κυριάκος γκρεμιστεί εξαιτίας της ύφεσης, για την οποία δεν ευθύνεται, θα έχει πέσει στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και σε μια χώρα σαν την Ελλάδα αυτό συνιστά προστιθέμενη αξία…
ΥΓ.: Επειδή ξέρω καλά τι παρασκηνιακό πόλεμο έχει δεχθεί ο υπουργός Υγείας από ποικίλα συστήματα, είναι προς τιμήν του κ. Μητσοτάκη που αποκάλυψε στην «Καθημερινή» ότι την ιδέα να τεθεί ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας επικεφαλής της μάχης κατά του κορονοϊού τού την έβαλε ο Βασίλης Κικίλιας.