Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Πηγή: εφημερίδα “Δημοκρατία”
Αντί άρθρου σήμερα προτιμώ να παραχωρήσω τη θέση μου στον μεγάλο μας εθνικό ποιητή Κωστή Παλαμά. Το καλοκαίρι που μας πέρασε βρήκα καιρό και διάβασα ένα έξοχο βιβλίο με σκέψεις του Παλαμά. Τιτλοφορείται «Σημειώματα στο περιθώριο. Ο ποιητής μιλά για τη ζωή και την τέχνη» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε πρόλογο της Μάρας Ψάλτη.
Ο τίτλος κυριολεκτεί. Στο περιθώριο ποιημάτων του έγραφε ιδιοχείρως σκέψεις του για θέματα του δημόσιου βίου. Ανάμεσά τους και ένα αιρετικό κείμενό του για την Εκκλησία μας. Οταν άρχισα να το διαβάζω, ένιωσα δυσφορία. Διαφωνούσα. Μα η συνέχεια αυτού του κειμένου μού κέντρισε το ενδιαφέρον. Ακόμη και ο Παλαμάς, που δείχνει να αντιπαθεί την Εκκλησία, θεωρεί πως χωρίς αυτήν καμία θρησκεία δεν θα είχε τύχη. Γι’ αυτό, αν και διαφωνώ με τον πυρήνα της σκέψης του, ως κλασικός φιλελεύθερος αποφάσισα να το δημοσιεύσω.
Γράφει, λοιπόν: «Μην ανακατώνεις Εκκλησία και θρησκεία. Η πρώτη, κοινωνική, πολιτική δύναμη. Η δεύτερη, ορμή ψυχοφυσιολογική. Η πρώτη κρατιέται από το δόγμα, με την παράδοση, με θεσμούς και με τύπους που κάποτε, αργά ή γλήγορα, θα περάσουν. Η δεύτερη κρέμεται από κάποια ψυχόρμητα, που είτε από μιας αρχής ήτανε στο φυσικό του ανθρώπου είτε από πανάρχαιο καιρό κατάβαθα σα φυσικά του ξετυλίχτηκαν – το ίδιο κάνει. Η πρώτη κυβερνά και τυραννά. Η δεύτερη συνταράζει και συγκινεί.
Η Εκκλησία, εξουσία. Η θρησκεία, ποίηση. Μα μην ξεχνάς πως χωρίς τη βοήθεια και τον αγώνα της Εκκλησίας καμιά θρησκεία δε θα είχε ιστορική πραγματικότητα. Θυμούμαι το ποίημα του Λεκόντ Ντελίλ στα Τελευταία τραγούδια του. Το φάντασμα του Χριστού παρουσιάζεται σ’ έναν ξακουστό Πάπα, που με το σπαθί και με τη φωτιά γύρευε να σώσει τις ψυχές από το Σατανά και να στερεώσει τη βασιλεία του Θεού. Ο γλυκύτατος Ιησούς καρφώνει τα μάτια του στα μάτια του τουρκοεμάδικου Ποντίφηκα με παράπονο και με συντριβή· ματιά που σφάζει, σα να ήθελε να του πει: “Μα τι μου κάνεις;”. Μα ο Πάπας δεν τα χάνει· εύγλωττα του δίνει να καταλάβει· του έψαλε τον αναβαλλόμενο. “Τι γυρεύεις πάλι εδώ κάτω; Δεν είναι πια δική σου δουλειά. Ξέρουμ’ εμείς τι κάνουμε. Αν είσαι Κύριος ο Θεός, το χρεωστάς σ’ εμάς.
Ετσι στερεώνεται ο θρόνος σου. Αλλιώτικα, δε θα υπάρχεις. Τράβα”. Κι ο Χριστός δεν έχει τι ν’ αποκριθεί! Αφαντος από ’κεί που ήρθε. Το ίδιο το θέμα ξετυλίγεται πλατύτερα, νευρικότερα, υποβλητικότερα, σε πέντε-δέκα σελίδες του Δοστογέφσκη στο αριστούργημά του Τ’ αδέρφια Καραμαζώφ. Ο Χριστός κι ο Μέγας Ιεροξεταστής. Μέσα στην Ισπανία. Ο πρώτος ξανάρχεται στη γη, θαυματουργεί, το είδωλο γίνεται του πλήθους. Ο δεύτερος παρουσιάζεται και φυλακώνει τον πρώτο. Μέσα στη φυλακή του μιλεί με λόγια στρογγυλά, σκληρά, τελειωτικά. Δεν έπρεπε να ξαναγυρίσει στον κόσμο. Μήτε που έχει μήτε που του δίνεται τέτοιο δικαίωμα.
Η ρητορική του ιεροξεταστή ακατάβλητη. Θα μπορούσε να τον ξαναθανατώσει το Σωτήρα, κανείς δε θα τολμούσε να μιλήσει. Περιορίζεται, συγκαταβατικά, να τον εξορίσει. “Τράβα δρόμο”. Το επεισόδιο ξετυλίγεται μ’ επική μεγαλοπρέπεια στο έργο του Δοστογέφσκη. Βεβαιότατα. Ο κοσμάκης συνηθίζει να λέει στοχαστικά: “Αν ο Χριστός ξαναρχότανε, θα τον ξανασταύρωναν…”. Θα μπορούσε κανείς να συμπληρώσει: ο Πάπας και ο παπάς. Και ειλικρινέστατα και με βαθειά τη συνείδηση πως δουλεύουν για την πίστη και για τη θρησκεία. Ετσι τράβηξε μπροστά ο Καθολικισμός. Μα σ’ εμάς εδώ; Αλλάζουν κάπως τ’ αντικείμενα. Μα ο ιστορικός νόμος δείχνεται σε πολλά ο ίδιος. Η συμπάθεια και ο σεβασμός κρύβουν μέσα τους κριτικότερο νου και βλέπουνε κι αυτές τις αδυναμίες του κρινόμενου καθαρότερ’ από την αντιπάθεια κι από την άρνηση».