Γράφει ο Μπάμπης Παπαδημητρίου
Πηγή: kathimerini.gr
«Πονάει δόντι, κόβει κεφάλι», λέει η παροιμία για να μας θυμίσει πως οι ριζικές λύσεις δεν προσφέρονται, κατά κανόνα, χωρίς πόνο αλλά και ότι συχνά αποτελούν τη χειρότερη επιλογή. Στην περίπτωση των ελληνικών συστημικών τραπεζών, η χρηματιστηριακή περιπέτεια της «μαύρης» Τετάρτης (λες και οι άλλες μέρες προσφέρουν κάποια «χαρά» στους τραπεζοϋπαλλήλους) επιβεβαίωσε, στο μυαλό των προσεκτικών και υπεύθυνων αναλυτών, ότι χωρίς μια νέα παρέμβαση του κράτους, οι τράπεζες δεν θα καταφέρουν να κάνουν το επόμενο βήμα της εξυγίανσής τους.
Επιβεβαίωσε, για παράδειγμα, την πεποίθηση που διαμορφώνεται στην αγορά ότι η μόνη σίγουρη λύση για την προστασία της μεγαλύτερης ελληνικής τράπεζας, της Πειραιώς είναι η ανακρατικοποίησή της. Θυμίζω ότι ήταν η πρώτη τράπεζα που πέρασε από το απέραντο κράτος, που δημιούργησε η «παπανδρεϊκή Ελλάδα» της δεκαετίας του ’80 (μια κατάσταση που επιθυμεί να αναβιώσει ο κ. Τσίπρας), στην πλευρά του ιδιωτικού τομέα. Η πώληση της ασήμαντης, το 1991, Πειραιώς από τον Σήφη Γλυνιαδάκη στον Μιχάλη Σάλλα, στο πλαίσιο των τολμηρών μεταρρυθμίσεων που δεν φοβήθηκε να κάνει η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αποτέλεσε το λάκτισμα για τον συνταρακτικό επιχειρηματικό εκσυγχρονισμό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, το οποίο καθοδήγησε την ογκώδη υπερδεκαετή μεταπολεμική ανάπτυξη.
Σήμερα, οι αγωνιώδεις προσπάθειες της ομάδας νέων στελεχών, που συνέπηξε ο Χρήστος Μεγάλου, επικεφαλής της Πειραιώς, πέφτουν στο κενό όταν άτομα σαν τον κ. Πολάκη μπορούν να ζητούν από τον πρωθυπουργό της χώρας να τους φέρει το Νοσοκομείο «Ντυνάν» επί πίνακι!
Οσοι έχουν συζητήσει το πρότζεκτ προσθέτουν ότι η κρατικοποίηση της μεγαλύτερης ελληνικής τράπεζας θα αποκτήσει νόημα αν συμπεριληφθεί και η συγχώνευση με την Εθνική Τράπεζα, στην οποία επίσης το Δημόσιο διακρατεί σημαντικό μερίδιο μετοχών. Πρέπει να δημιουργηθεί, εξηγούν, ένας ισχυρός πόλος, ικανός να απορροφήσει τις τεράστιες ζημίες από τα κακά δάνεια, που είναι απίθανο να μειωθούν όπως το επιθυμεί η εποπτική αρχή (αν είναι δυνατόν από 87 δισ. σήμερα να πέσουν σε 30 δισ. το 2021!), το τεράστιο κόστος μισθοδοσίας, για μια σύγχρονη τράπεζα και το βάρος μιας πολυέξοδης δομής, που, όλα μαζί, ψαλιδίζουν την κερδοφορία. Η σημερινή πολιτική πλειοψηφία έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για την κατάσταση των τραπεζών, θυμίζουν οι ίδιες πηγές και γι’ αυτό, σήμερα, χωρίς το μνημόνιο, εκδηλώνεται τόσο έντονη ανησυχία.
Ως κυβέρνηση συνέχισαν αυτό που έκαναν στην αντιπολίτευση, έσπρωξαν και συντήρησαν το «δεν πληρώνω» το δάνειο, μέχρι του σημείου να δίνεται προτεραιότητα σε χρεωστούμενους φόρους, ώστε να διασφαλίζεται η πολιτική του «υπερπλεονάσματος». Η κυβέρνηση αρνήθηκε να δανειστεί τα πρόσθετα κεφάλαια που απαιτούσε μια γερή ανακεφαλαιοποίηση, ακόμη και όταν περίσσευσε το ποσό του τρίτου μνημονίου που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία ενός τραπεζικού οχήματος διάσωσης των τραπεζών. Επεδίωξε, αρχικώς, τον πολιτικό έλεγχο των τραπεζών και μέχρι προχθές ο επόπτης κ. Δραγασάκης υποστήριζε τη δημιουργία παράλληλου τραπεζικού κυκλώματος. Ενορχήστρωσε για μικροπολιτικούς λόγους αδιέξοδη και μυθόπνευστη παρέμβαση του κ. εισαγγελέα εναντίον έμπειρων στελεχών για την τρομοκράτηση του τραπεζικού κόσμου. Οχι μόνον δεν εμπόδισε αλλά χρησιμοποίησε τις αψυχολόγητες, «ιμπεριαλιστικές» παρεμβάσεις του ξένου παράγοντα, στην καθημερινότητα των τραπεζών, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αφόρητη ηθική πίεση σε φιλότιμους τραπεζικούς υπαλλήλους, που κατηγορήθηκαν για όλα τα δεινά της οικονομίας.
Η ιδέα να ξεφορτωθούν οι τράπεζες μέρος των δανείων τους μέσω ενός ειδικού οργανισμού είναι παλαιά. Εφτασε και πάλι, πρόσφατα, μέχρι τον πρωθυπουργό, ο οποίος την είδε θετικά. Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που επίσης εδώ και πολλούς μήνες είχε προτείνει κάτι παρόμοιο, πήρε τελικά, στην Αθήνα, πράσινο φως να επεξεργαστεί περαιτέρω την ιδέα ενός Asset Protection Scheme (Σχέδιο Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων) όμοιου με τα ιταλικά GACS (Garanzia sulla Cartolarizzazione delle Sofferenze). Θα χρειαστεί, όμως, τουλάχιστον εννέα μήνες για να προχωρήσει.
Εξάλλου, κανείς δεν είναι σίγουρος ότι η Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής θα δεχθεί πως τα 5-6 δισ. που πρέπει να βάλει το κράτος (πώς θα τα βρει;) για να προστατεύσει πολλαπλάσια κεφάλαια, δεν θα θεωρηθούν «κρατική ενίσχυση». Υπάρχει και η κυπριακή εμπειρία, που το κράτος πληρώνει για τη σωτηρία δανείων, κυρίως στεγαστικών, ως κοινωνικό επίδομα στέγης. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη μεγάλη κρίση στην ανοικτή αγορά απέδειξε ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει ούτε σχέδιο, ούτε μακρόπνοη πολιτική διακυβέρνησης και το μόνο που την απασχολεί είναι να μοιράσει χρήματα από το κρατικό ταμείο. Στο μεταξύ, τα λεφτά που έβαλαν οι φορολογούμενοι για να σώσουν τις τράπεζες έγιναν καπνός. Γι αυτό, κ. Εισαγγελεύ, σίγουρα δεν φταίνε οι… κερδοσκόποι!