Γράφει ο Μπάμπης Παπαδημητρίου
Πηγή: kathimerini.gr
«Βρε, πώς αλλάζουν οι καιροί!» λέει το όμορφο τραγούδι και είναι αλήθεια ότι κανείς δεν θα περίμενε να υπερασπίζονται οι υπουργοί Οικονομικών του κ. Τσίπρα τη γερμανόπνευστη δημοσιονομική ορθοδοξία, κόντρα στην πολιτική μείωσης των φόρων. «Επιθετική μείωση της φορολογίας με μεσοπρόθεσμο βαρύ τίμημα για τη χώρα» ήταν η κυβερνητική κριτική στο πακέτο «λιγότεροι φόροι παντού» της αξιωματικής αντιπολίτευσης. «Κανένα κεντροδεξιό ευρωπαϊκό κόμμα δεν διακρίνεται από αυτού του είδους τον δημοσιονομικό καιροσκοπισμό, ερείπια (και) νέο πρόγραμμα», έφθασε να προβλέψει ο αναπληρωτής Οικονομικών.
Η ανατροπή είναι εντυπωσιακή. Οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζουν ότι οι φόροι είναι απαραίτητο στοιχείο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ οι άνθρωποι της Νέας Δημοκρατίας, αντιθέτως, λένε ότι η δημοσιονομική ισορροπία πρέπει να διασφαλίζεται αλλά σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο φόρων. Υπάρχει εξήγηση. Οι κυβερνητικοί έχουν ενστερνιστεί την πιο συντηρητική αντίληψη για τα δημόσια οικονομικά, επειδή θέλουν κράτος με μεγάλο πορτοφόλι, το οποίο θα χειρίζονται οι ίδιοι με πολιτικά και εκλογικά κριτήρια. Το «συμφέρον» τους συμπίπτει με αυτό των πιστωτών που θέλουν να πληρώνονται τους τόκους, στους οποίους ισοδυναμεί το πρωτογενές πλεόνασμα. Η αντιπολίτευση έχει την πεποίθηση ότι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για να φύγει μπροστά η οικονομία είναι να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα ατόμων, νοικοκυριών και επιχειρήσεων αμέσως, όπως το πετυχαίνει η μείωση του φόρου, ώστε να επιτευχθούν ριζική αλλαγή του οικονομικού κλίματος και εμπέδωση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της οικονομίας.
Το παράδοξο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται να φέρει τη συνταγματική ρύθμιση, την οποία προτείνει η Ν.Δ., που θα υποχρεώνει τις κυβερνήσεις να σέβονται τη δημοσιονομική ουδετερότητα. Εξίσου παράδοξο είναι ότι οι κυβερνητικοί παράγοντες αλλά και υποστηρικτές τους, κυρίως στις τάξεις του κρατικο-ολιγοπωλιακού κατεστημένου, υποστηρίζουν, σε ιδιωτικές συζητήσεις, ότι οι Ευρωπαίοι «δεν θα αφήσουν τον Μητσοτάκη να μειώσει τους φόρους». Κάποιοι φθάνουν στο σημείο να προβλέπουν ότι, αν ο κ. Μητσοτάκης προχωρήσει αμέσως στις μειώσεις φόρων, όπως έχει τονίσει ότι προτίθεται να πράξει, η νέα κυβέρνηση θα δημιουργηθεί «δημοσιονομικό κενό», δηλαδή άνοιγμα στον προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα να δεχθεί τις πιέσεις της Επιτροπής, όπως, για παράδειγμα, συνέβη στην περίπτωση της Ιταλίας.
Αυτή η ξαφνική ανησυχία κυβερνητικών και συνοδοιπόρων τους δεν ευσταθεί. Η νέα πολιτική Μητσοτάκη δεν θα κριθεί από τους τεχνοκράτες των Βρυξελλών αλλά από τις αγορές. Σχεδόν από τις αρχές του έτους και σίγουρα στο δεύτερο εξάμηνο του 2019 η διάθεση για σκληρή και άτεγκτη εποπτεία των κρατών-μελών της Ενωσης θα είναι περιορισμένη. Η Επιτροπή των Γιούνκερ – Μοσκοβισί θα κοιτά την έξοδο. Από την άλλη, η ανησυχία που ήδη προκαλεί ο πολύχρωμος αντιευρωπαϊκός λαϊκισμός, όταν μάλιστα ορισμένοι φοβούνται πως ίσως να διαθέτει τους περισσότερους ευρωβουλευτές στις εκλογές του Μαΐου, θα γιγαντωθεί. Η Ενωμένη Ευρώπη προετοιμάζεται για βαθύτατη κρίση ταυτότητας. Κανείς δεν θα έχει διάθεση να δημιουργήσει πρόβλημα στη νέα ελληνική κυβέρνηση, επειδή εισάγει φιλολαϊκά, φιλοαναπτυξιακά και φιλοεπιχειρηματικά μέτρα. Εξάλλου, η πραγματική ήττα του κρατισμού, που στήριξε τις καλές σχέσεις του τριγώνου «Τσίπρα – Μέρκελ – Μοσκοβισί» θα δώσει ρόλο στις αγορές.
Σε αυτές απευθύνεται ο Μητσοτάκης. Οι αγορές έδειξαν ότι δεν εμπιστεύονται τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, μετά το τρίτο μνημόνιο. Τα δημοσιονομικά υπερπλεονάσματα δεν εντυπωσίασαν. Η παράταση της προεκλογικής αστάθειας τις καθιστά επιφυλακτικές. Τα «τύμπανα πολέμου» τις κρατούν μακριά. Αντιθέτως, μια επιθετική φιλοεπενδυτική πολιτική, εφόσον μάλιστα διαπιστώσουν ότι υπάρχει επαρκής χρονικός ορίζοντας και καλές προοπτικές κερδών, θα τις ενθαρρύνει να υποστηρίξουν εμπράκτως τα σχέδια της νέας οικονομικής πολιτικής. Η εμπιστοσύνη κερδίζεται μόνον όταν υπάρχουν προοπτικές ταχείας ανάπτυξης.