Ομιλία του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκου Μητσοτάκη σε εκδήλωση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος με θέμα: «1907-2019: Στο μέλλον με ασφάλεια»
Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Υπουργοί, κυρίες και κύριοι, καταρχάς επιτρέψτε μου να ξεκινήσω συγχαίροντας το καινούργιο Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης και τον Πρόεδρο, προσωπικά, για την επανεκλογή του. Σκεφτόμουν, καθώς έχω σχεδιασμένο και ένα ταξίδι στη Ρωσία αύριο, βλέπω κάποιες ομοιότητες μεταξύ των πρακτικών του κ. Σαρρηγεωργίου και του Προέδρου Πούτιν. Εκλέγεται μέχρι το απώτατο όριο της θητείας του, στη συνέχεια μετακινείται σε μια άλλη θέση για να επανέλθει και πάλι ενεργός στην προεδρία. Σας εύχομαι κ. Πρόεδρε να μακροημερεύσετε για το καλό της Ένωσης, καθώς όπως βλέπω απολαμβάνετε της εμπιστοσύνης των μελών σας.
Είμαι εδώ μαζί σας στην 112η Γενική Συνέλευση της Ένωσης, και ο αριθμός 112 είναι μια ιστορία από μόνος του. Δηλώνει την πολύχρονη παρουσία του κλάδου σας, ενός κλάδου που συνδέεται άμεσα με τη ζωή του πολίτη. Ό,τι, λοιπόν, συζητήσουμε σήμερα, ό,τι αποφασιστεί, εμπεριέχει την ιστορική βαρύτητα του παρελθόντος. Αλλά έχει και μεγάλη σημασία για το μέλλον. Ιδίως, τώρα, που οφείλουμε να περάσουμε από το παλιό στο νέο. Από το αδιέξοδο στην ελπίδα.
Κύριε Πρόεδρε, είχαμε εξαιρετικά καλή συνεργασία και στο παρελθόν είχα πολύ καλή συνεργασία και με τον προκάτοχό σας. Συνεργαστήκαμε επίσης με τους εκπροσώπους σας για όλα τα θέματα της εθνικής οικονομίας και ειδικότερα, βέβαια, στα θέματα της ασφαλιστικής αγοράς. Γνωρίζετε εξάλλου -το μνημονεύσατε και εσείς- ότι το έντονο ενδιαφέρον μου για την ιδιωτική ασφάλιση πιστοποιείται από το γεγονός ότι έχω έρθει πολλές φορές στις γενικές σας συνελεύσεις. Προσωπικά ήμουν και θα είμαι πάντα δίπλα σας. Ήμουν δίπλα σας στις δύσκολες μέρες που πέρασαν και θα είμαι δίπλα σας και στις καλύτερες μέρες που θα έρθουν.
Κυρίες και κύριοι, πιστεύω ότι σε λίγους μήνες, κλείνει ένας αρνητικός κύκλος για τη χώρα, ένας κύκλος κυβερνητικής αναξιοπιστίας και αναποτελεσματικότητας. Τελειώνει μια τετραετία ψεύδους και λιτότητας, κοινωνικής ανασφάλειας, αλλά και εθνικών υποχωρήσεων. Μια τετραετία που σημαδεύτηκε από ένα τρίτο Μνημόνιο που δεν χρειαζόταν κι ένα άτυπο τέταρτο Μνημόνιο που θα βαραίνει τη χώρα, δυστυχώς, για πολλά χρόνια ακόμα. Όλα αυτά με νέα δανεικά, νέα μέτρα λιτότητας που ξεπέρασαν τα 10 δις ευρώ. Με υπερφορολόγηση που τσακίζει τις παραγωγικές τάξεις. Με την κατάργηση σημαντικών κοινωνικών επιδομάτων, όπως το ΕΚΑΣ. Αλλά και με την αύξηση των έμμεσων φόρων -όπως στα καύσιμα- φόρων που πρωτίστως βαραίνουν τους πιο αδύναμους συμπολίτες μας. Και βέβαια -γιατί αυτό σχετίζεται και σε ένα βαθμό με την ασφαλιστική αγορά- και με ένα τραπεζικό σύστημα το οποίο έχασε το 98% της αξίας του. 40 δις καταθέσεις έχουν κάνει φτερά. Έτσι όμως οι τράπεζες είναι ευάλωτες και δυσκολεύονται να δώσουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία. Τι έχει να πει για όλα αυτά η κυβέρνηση; Ο αντιπρόεδρός της δήλωνε ότι ίσως χρειαστεί και νέα ανακεφαλαιοποίηση με τα λεφτά των φορολογουμένων.
Τα στοιχεία, δυστυχώς, είναι συντριπτικά σε όλους τους τομείς. Αναφέρω ενδεικτικά κάποια τα οποία σχετίζονται και με την ασφαλιστική αγορά: Σύμφωνα με το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, οι πραγματικοί μισθοί παρουσίασαν στην Ελλάδα τη μεγαλύτερη μείωση στην Ευρώπη. Ενώ έχει υπάρξει έκρηξη στη μερική και την περιστασιακή απασχόληση. Με τους σημερινούς ρυθμούς ανάπτυξης, η ανεργία θα επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα μόλις το 2030. Μοιραία, λοιπόν, η ιδιωτική κατανάλωση δεν μπορεί να στηρίξει την πραγματική οικονομία. Οι εκθέσεις των διεθνών οργανισμών φανερώνουν την υστέρηση της ελληνικής οικονομίας σχεδόν σε όλους τους δείκτες ανταγωνιστικότητας. Η βαθμολογία του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, υποβίβασε την Ελλάδα κατά 4 επίπεδα. Και στον κατάλογο Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας, η χώρα μας, δυστυχώς, υποχώρησε κατά έξι ακόμη θέσεις. Για αυτό το λόγο οι επενδύσεις δεν ανακάμπτουν. Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, το τρίτο τρίμηνο του 2018 οι πάγιες κεφαλαιακές επενδύσεις παρουσίασαν ανησυχητική μείωση. Και το Δ.Ν.Τ. προβλέπει ότι σε ορίζοντα 5ετίας, θα φτάσουν μόλις στο 15%, από το 12,6% που είναι σήμερα. Ακόμα χειρότερες είναι οι μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας, που, δυστυχώς, αναθεωρούνται προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω.
Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βλέπει σταθερή ανάπτυξη μόνο μετά το 2023, με αρκετές αυξομειώσεις μέχρι τότε. Και αυτή όμως, με ασθενικούς ρυθμούς, της τάξης του 1,2%. Αυτή είναι μια αρνητική εξέλιξη, ιδίως σε μια χώρα που ψάχνει να βρει τρόπο να βγει από μια μακροχρόνια περίοδο ύφεσης. Σε αυτές τις συνθήκες δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί σημαντικοί διεθνείς επενδυτές τηρούν στάση αναμονής. Όπως επισημαίνει κι η τελευταία έκθεση της Citigroup, περιμένουν και αυτοί, μαζί πιστεύω και με πολλούς Έλληνες, μία μεγάλη πολιτική αλλαγή. Και αν υπάρχουν σήμερα κάποιες μικρές αχτίδες αισιοδοξίας στην πραγματική οικονομία, αυτές οφείλονται και στο γεγονός -όχι μόνο σε αυτό προφανώς- ότι το 2019 θα είναι έτος πολιτικών εξελίξεων. Με άλλα λόγια, όπως συχνά συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, η αγορά προεξοφλεί την πολιτική αλλαγή και προσβλέπει στο σχέδιο της επόμενης κυβέρνησης.
Κυρίες και κύριοι, αυτή την τετραετία είδατε και εσείς τις δουλειές σας να συρρικνώνονται, πολλοί είδατε τα εισοδήματά σας να μικραίνουν. Είδατε συναδέλφους σας να χάνουν τη δουλειά τους. Είδατε δυστυχώς τον κλάδο σας να μην μπορεί να ανακάμψει συνολικά. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι τα στατιστικά στοιχεία τα οποία αναφέρατε κ. Πρόεδρε ήταν τα ίδια και πριν από τρία, τέσσερα χρόνια. Με άλλα λόγια, είναι γεγονός ότι η ασφάλιση στην Ελλάδα ως ποσοστό της οικονομίας είναι πολύ μικρή σε σχέση με το μέσο όρο των αναπτυγμένων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον ΟΟΣΑ. Δεν έχει αλλάξει αυτό ουσιαστικά τα τελευταία χρόνια.
Το ερώτημα που έχετε στο μυαλό σας όλοι σας είναι εύλογο, θα έλεγα πως είναι και αυτονόητο: Και τώρα τι; Τι μας επιφυλάσσει η επόμενη μέρα; Ξέρω, κυρίες και κύριοι, πως μέσα στο σκοτάδι της παρακμής είναι δύσκολο να ονειρευτείς ένα φωτεινό μέλλον. Επιτρέψτε μου, όμως, να επιμείνω να μιλάω με αισιοδοξία. Γιατί έχουμε σχέδιο – ξέρουμε πού πάμε, πού μπορούμε να φτάσουμε, πού μπορεί να φτάσει η ίδια η χώρα. Και γιατί είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε αυτό που πρέπει. Γιατί, με μια απλή λέξη: μπορούμε.
Μιλώ σε ανθρώπους που ξέρουν καλά πώς λειτουργεί η αγορά και είναι εξοικειωμένοι με το βασικό πλαίσιο του σχεδίου μας. Δυστυχώς, η οικονομία την περίοδο 2015-2018 έχασε μια μοναδική ευκαιρία. Το διεθνές περιβάλλον ήταν εξαιρετικά ευνοϊκό, με πολύ χαμηλά επιτόκια, χαμηλές τιμές πετρελαίου, υψηλές τουριστικές αφίξεις. Δεν είναι βέβαιο ότι το μακροοικονομικό περιβάλλον θα είναι τόσο ευνοϊκό στα χρόνια που έρχονται. Η Ελλάδα, ωστόσο, αποτέλεσε τη μοναδική αρνητική αναπτυξιακή έκπληξη μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών σύμφωνα με το Δ.Ν.Τ: Αυτή την τετραετία αναπτύχθηκε με κάτι παραπάνω από 2%, όταν η Κύπρος, για παράδειγμα, αναπτύχθηκε σχεδόν με 13%! Για να μην αναφερθώ στα συγκριτικά στοιχεία της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, χώρες που βγήκαν και αυτές από Μνημόνια, οι οποίες ενώ είχαν γνωρίσει βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή, κατάφεραν και αναπτύχθηκαν με πολύ γρηγορότερους ρυθμούς απ’ ότι η Ελλάδα. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Και έστω με καθυστέρηση μιας τετραετίας, από αυτήν την πορεία πρέπει να ξεφύγουμε. Διότι είναι εθνική κατάθλιψη να συζητάμε για μία ανάπτυξη της τάξης του 1,2%. Αυτό προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην τελευταία της έκθεση για τη βιωσιμότητα του χρέους. Θα το ξαναπώ, λοιπόν, με απλά λόγια: με αυτούς τους ρυθμούς ανάπτυξης δεν πάμε πουθενά ως χώρα. Πρέπει να ξεφύγουμε από αυτήν την παγίδα χαμηλής ανάπτυξης, την οποία φαίνεται να έχουν προδιαγράψει για εμάς Ευρωπαϊκή Ένωση και Διεθνείς Οργανισμοί.
Και πώς θα το πετύχουμε αυτό; Με ένα άλλο μείγμα πολιτικής. Με μεγάλες αλλαγές, με αποκρατικοποιήσεις, με συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα -θα επανέλθω σε αυτό το ζήτημα γιατί αφορά πρωτίστως την ασφαλιστική αγορά- και βέβαια με ένα αποτελεσματικό Κράτος το οποίο λειτουργεί στρατηγικά και τελικά δεν παρεμποδίζει, αλλά διευκολύνει την επιχειρηματική πραγματικότητα. Και με ένα άλλο μείγμα πολιτικής που σημαίνει μείωση των φόρων στα νοικοκυριά, στις επιχειρήσεις, στην ακίνητη περιουσία, στην εργασία. Έχω δεσμευθεί προσωπικά για αυτά.
Έχω πει ότι οι πρώτες εμπροσθοβαρείς μειώσεις φόρων θα χρηματοδοτηθούν από στοχευμένες μειώσεις δαπανών μέσα στην πρώτη διετία. Αλλά και μέσα από την επαναξιολόγηση πολιτικών που έχουν αμφίβολο αναπτυξιακό πρόσημο. Μειώσεις φόρων, λοιπόν, θα έχουμε από τον πρώτο μήνα της επόμενης κυβερνητικής περιόδου. Οι επόμενες μειώσεις, όπως στις ασφαλιστικές εισφορές, θα «απλωθούν» μέσα στην επόμενη τετραετία. Θα χρηματοδοτηθούν από την υψηλότερη ανάπτυξη, αλλά και από το δημοσιονομικό χώρο τον οποίο θα μπορούμε να δημιουργήσουμε μέσα από τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Διότι αυτό θα το επιδιώξουμε. Αποτελεί κεντρικό στρατηγικό στόχο της επόμενης κυβέρνησης και θα έπρεπε επίσης να αποτελεί εθνική προτεραιότητα στην οποία να ενώνονται όλα τα πολιτικά Κόμματα.
Επιτρέψτε μου εδώ μια ιδιαίτερη αναφορά. Η κυβέρνηση Τσίπρα αντάλλαξε την παραμονή της στην εξουσία με λιτότητα για δεκαετίες. Εμείς διαφωνήσαμε από την πρώτη στιγμή με τα εξοντωτικά πλεονάσματα ύψους 3,5% του Α.Ε.Π. μέχρι το 2022 και 2,2% μέχρι το 2060. Και είναι κάτι το οποίο το τονίσαμε από την πρώτη στιγμή σε όλους τους εταίρους μας. Δεν άφησα καμία ευκαιρία τα τελευταία τρία χρόνια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό που να μην έθιξα την ανάγκη μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων μέχρι το 2022 στο 2%. Το είπα για πρώτη φορά στη Δ.Ε.Θ. του 2016. Το επαναλαμβάνω σε κάθε ευκαιρία -από τις Συνόδους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος μέχρι τις διμερείς μου επαφές με τους κορυφαίους ηγέτες της Ευρώπης- γιατί πρέπει να πείσουμε την Ευρώπη ότι αυτό δεν είναι μόνο προς όφελος της Ελλάδος, αλλά είναι προς όφελος της ίδιας της Ευρώπης. Και δεν φοβήθηκα να είμαι δυσάρεστος στους ξένους. Γιατί καθήκον μου απέναντι στους Έλληνες είναι να λέω την αλήθεια για την οικονομία. Μονίμως, μέχρι πολύ πρόσφατα τουλάχιστον, η κυβέρνηση θεωρούσε αυτήν την πρόταση ανέφικτη, ουτοπική. Πώς μας το είχε πει ο κ. Τσακαλώτος; Σαν «να βγει ραντεβού με την Σκάρλετ Γιόχανσον» -διότι το είχαμε ακούσαμε κι αυτό. Όλοι ξέρουμε όμως ό,τι μια κυβέρνηση που ενέδωσε με μεγάλη ευκολία σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μόνο και μόνο για να κρατήσει την καρέκλα, δεν μπορεί εύκολα να τα αλλάξει. Όμως, η μείωση του δημοσιονομικού στόχου που έχουμε προτείνει στο 2% του Α.Ε.Π., είναι εφικτή. Αρκεί -και θα το τονίσω αυτό- να συνοδεύεται από ένα σοβαρό μεταρρυθμιστικό σχέδιο.
Εμείς προτείνουμε μια καλύτερη συμφωνία με τους εταίρους μας. Μια συμφωνία που θα βασίζεται ουσιαστικά σε μια νέα «ρήτρα ανάπτυξης και μεταρρυθμίσεων». Η λογική είναι απλή. Η Ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται σε συγκεκριμένες μεγάλες αλλαγές τις οποίες η ίδια προτείνει και εφαρμόζει με απόλυτη προσήλωση. Και όσο αυτές υλοποιούνται, τόσο μειώνονται οι στόχοι του πρωτογενούς πλεονάσματος ώστε να φτάσουμε στο 2% του Α.Ε.Π.. Αυτή η συμφωνία μπορεί να απογειώσει την ελληνική οικονομία. Συνδυάζει οικονομική αποτελεσματικότητα, δημοσιονομική συμμόρφωση με κοινωνική δικαιοσύνη για να μην μείνει κανένας πίσω. Είναι επίσης μια συμφωνία που θα μας επιτρέψει να πάρουμε οριστικά πίσω τον έλεγχο της οικονομικής πολιτικής. Αλλάζουμε το μείγμα πολιτικής σημαίνει μειώνουμε φόρους και περιορίζουμε και δαπάνες. Αλλά σημαίνει πρωτίστως εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων που φέρνει επενδύσεις, ανάπτυξη και απασχόληση. Γιατί, μην έχουμε αυταπάτες: μόνο η ανάπτυξη μπορεί να χρηματοδοτήσει ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα που αυτή τη στιγμή, δυστυχώς, βασίζονται σε αλλεπάλληλα μέτρα λιτότητας. Και αυτό είναι ένα σχέδιο το οποίο η Ευρώπη αρχίζει και το ακούει. Και πιστεύω ότι περιμένει τον ερχομό μιας υπεύθυνης μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης για να το κάνει πράξη. Γιατί ο Προϋπολογισμός του 2019, είναι ο τελευταίος αυτής της κυβέρνησης. Και με τον επόμενο προϋπολογισμό του 2020, αλλάζουμε σελίδα.
Κυρίες και κύριοι, η φορολογική ανακούφιση θα πλαισιωθεί από μεταρρυθμίσεις, αποκρατικοποιήσεις και γενναία κίνητρα για επενδύσεις. Γνωρίζετε, φαντάζομαι, τα μέτρα που έχουμε ανακοινώσει για την Οικονομία, για το Κράτος, για την Υγεία, αλλά και για την Παιδεία. Όπως και τις προτάσεις μας για γρήγορες ιδιωτικοποιήσεις και εμβληματικές επενδύσεις, όπως στο «Ελληνικό». Το τρίπτυχό μας, λοιπόν, είναι σαφές: Λιγότεροι φόροι και εισφορές, περισσότερες επενδύσεις για νέες δουλειές. Και το Κράτος στην υπηρεσία του πολίτη και όχι στην υπηρεσία του Κόμματος.
Σε ό,τι αφορά ειδικά τον κλάδο σας, τα προβλήματα μοιάζουν πραγματικά πολύ μεγάλα. Διότι εσείς οι ιδιωτικοί ασφαλιστές απευθύνεστε σε μία κοινωνία όπου η μεσαία τάξη ουσιαστικά έχει διαλυθεί και το 1/3 των πολιτών ζει ουσιαστικά κάτω από τα όρια της φτώχειας. Σήμερα, οι μισοί Έλληνες έχουν χρέη που αδυνατούν να τα ρυθμίσουν. Πολλές φορές πολύ μικρά χρέη, μέχρι 500 ευρώ. Δύο στους 10 δεν μπορούν να πληρώσουν το ρεύμα στο σπίτι. 4 στους 10 δεν είναι σε θέση να καλύψουν την δαπάνη των φαρμάκων τους. Σε αυτό το περιβάλλον είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για ιδιωτική συμπληρωματική ασφάλιση, αλλά αυτή είναι μία κατάσταση η οποία δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Αυτό όμως μπορεί να αλλάξει αν μπορέσουμε συλλογικά ως οικονομία να ενισχύσουμε και τον θεσμό της αποταμίευσης. Μία έννοια η οποία είναι ξεχασμένη πια στην ελληνική κοινωνία. Όλοι θυμάστε, εγώ το θυμάμαι τουλάχιστον, στο σχολείο γράφαμε εκθέσεις για την αποταμίευση. Για τη σημασία της στην οικονομία, για το πόσο σημαντικό είναι να έχουμε έναν κουμπαρά ασφαλείας, αν κάτι πάει στραβά στη ζωή μας. Το έπαθλο μάλιστα για όποιον έγραφε την καλύτερη έκθεση ήταν ένας κουμπαράς. Αυτή η έννοια της αποταμίευσης είναι σήμερα πολυτέλεια για τους πολλούς, που αγωνίζονται να τα φέρουν βόλτα. Για να αποκτήσει ξανά η αποταμίευση τη σημασία της απαιτούνται δύο πράγματα: Το πρώτο είναι το προφανές, να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα μέσα από την ανάπτυξη. Το δεύτερο, όμως, είναι λιγότερο προφανές, και αυτό είναι να σχεδιάσουμε μαζί δημόσιες πολιτικές που θα στηρίζουν και θα ενθαρρύνουν την αποταμίευση. Ειδικά στο δεύτερο σκέλος, ξέρουμε ότι η ασφαλιστική αγορά, προτείνει σύγχρονες μορφές, σύγχρονα προϊόντα αποταμίευσης. Η ανάπτυξη αυτής της αγοράς μας αφορά όλους. Όπως διαπιστώναμε και πέρσι, τέτοιες μέρες, στη Συνέλευσή σας, το υπάρχον ασφαλιστικό σύστημα εξαντλεί πια τα όριά του. Εξακολουθούμε να έχουμε ένα συνταξιοδοτικό σύστημα, το οποίο παραμένει άδικο, πριμοδοτώντας συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες, ενώ αφήνει εκτεθειμένες άλλες με τρόπο απαράδεκτο. Και βέβαια, είναι και ένα σύστημα που είναι αμφίβολο αν είναι βιώσιμο, καθώς δεν παρακολουθεί τις δυσμενείς, τραγικές θα έλεγα, δημογραφικές τάσεις. Δεν επιτρέπει στους πολίτες να διαμορφώσουν οι ίδιοι τον ασφαλιστικό τους ορίζοντα. Δεσμεύει πόρους από την ανάπτυξη. Και, δυστυχώς, δεν εξασφαλίζει και ικανοποιητικά ποσοστά αναπλήρωσης-παρά την πολύ υψηλή συνταξιοδοτική δαπάνη. Σε ένα ήδη προβληματικό σύστημα, ο «νόμος Κατρούγκαλου» ήρθε να διευρύνει τις ανισότητες, τις δυσλειτουργίες και τα αδιέξοδά τους. Γι’ αυτό και ο νόμος αυτός: Ο N.4387 θα καταργηθεί ως νόμος Κατρούγκαλου, θα αντικατασταθεί από ένα νέο βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα.
Η πρότασή μας την οποία είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω και επαναλαμβάνω τους βασικούς της άξονες και σήμερα εδώ σε εσάς, ακολουθεί την αρχή της καθολικότητας: ως δημόσιο αγαθό, η ασφάλιση παρέχεται σε όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες. Υπηρετεί, όμως, και την αρχή της ανταποδοτικότητας: ο καθένας πρέπει ν’ απολαμβάνει τους καρπούς των προσπαθειών του στη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Αλλά στοχεύει και στη διαγενεακή αλληλεγγύη: σε κάθε χρονική περίοδο, είναι απαραίτητη αυτή η λειτουργική ισορροπία ανάμεσα στις εισφορές των εργαζομένων και τις παροχές των συνταξιούχων.
Στα πρότυπα όλων, να το τονίσω αυτό, όλων των προηγμένων χωρών, το σύστημα το οποίο εισηγούμαστε, είναι ένα σύστημα μικτό. Ένα σύστημα, όπως το περιέγραψε ο κ. Πρόεδρος, τριών πυλώνων. Ο πρώτος του πυλώνας είναι υποχρεωτικός και δημόσιος. Και θα συγκροτείται από την εθνική σύνταξη -που θα καθορίζεται με βάση τις αντοχές της οικονομίας- και την ανταποδοτική σύνταξη -το ύψος της οποίας πρέπει να συνδέεται με πιο αναλογικό τρόπο απ’ ό,τι σήμερα- με τις καταβληθείσες εισφορές. Δεν μπορεί να αισθάνεται σήμερα κάποιος άνθρωπος ο οποίος εργάζεται σκληρά, εργάζεται 30 και 40 χρόνια, ότι ο πρόσθετος εργασιακός του βίος, αυτά τα πρόσθετα 10 χρόνια, τα οποία θα δουλέψει, ουσιαστικά δεν έχουν κανέναν αντίκτυπο στη σύνταξη την οποία θα πάρει. Είναι άδικο αυτό. Είναι άδικο και στρεβλώνει τα κίνητρα εργασίας σε μια ελεύθερη οικονομία. Με άλλα λόγια, πρέπει να έχουμε ασφάλεια για όλους, αλλά με δικαιοσύνη για όλους.
Ο δεύτερος πυλώνας, τώρα, και εκεί είναι που έχουμε τις μεγάλες μας διαφορές με τη σημερινή κυβέρνηση, προφανώς πρέπει να είναι υποχρεωτικός, αλλά ξεκινώντας με τους νέους ασφαλισμένους, πρέπει να είναι κεφαλαιοποιητικός. Είτε αυτός έχει δημόσιο, είτε έχει ιδιωτικό χαρακτήρα. Θα παρέχεται από δημόσιο φορέα, από κάποιο Επαγγελματικό Ταμείο, αλλά και από πιστοποιημένους ιδιωτικούς παρόχους. Πάντοτε με το ίδιο ύψος εισφορών για όλους και πάντοτε υπό την αυστηρή εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία μπορεί μερικές φορές -το ξέρω- να αισθάνεστε ότι σας ταλαιπωρεί, αλλά είναι η εγγύηση ότι η ασφαλιστική αγορά δουλεύει εποπτευόμενη από μία αρχή υπεράνω υποψίας και μεγάλης φερεγγυότητας. Με άλλα λόγια, το σύστημα το οποίο περιγράφουμε σχετικά με τον δεύτερο πυλώνα δίνει ευελιξία προς όλους με εγγυήσεις προς όλους. Ανοίγω εδώ μια παρένθεση: Μην κοροϊδευόμαστε, αν πάτε να μιλήσετε σήμερα με νέα παιδιά τα οποία μπαίνουν στην αγορά εργασίας, θα σας πουν ότι δεν πιστεύουμε ποτέ ότι θα πάρουμε σύνταξη μετά από 50 χρόνια. Άρα το κίνητρο, δυστυχώς, και σε αυτούς να ενδώσουν στον «πειρασμό» της ανασφάλιστης εργασίας είναι μεγαλύτερο, διότι δεν πιστεύουν πολύ απλά ότι οι εισφορές τους θα πιάσουν οποιοδήποτε τόπο. Πιστεύουν ότι πέφτουν σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο και θα χρηματοδοτήσουν τις συντάξεις κάποιων άλλων. Με άλλα λόγια, δεν αισθάνονται ότι οι εισφορές που καταβάλλουν αφορούν τους ίδιους και αυτό πρέπει να αλλάξει. Και ο τρόπος που θα αλλάξει είναι μέσα από ένα δεύτερο κεφαλαιοποιητικό πυλώνα, μέσα από αυτήν την έννοια του ατομικού κουμπαρά, που ο κάθε νέος ασφαλισμένος θα έχει την αίσθηση της ιδιοκτησίας των εισφορών που καταβάλλει.
Τέλος, ο τρίτος πυλώνας είναι προαιρετικός, είναι προφανώς κεφαλαιοποιητικός και είναι βέβαια ιδιωτικός. Στόχος του, είναι να εξασφαλίσει πρόσθετα εισοδήματα μετά το τέλος του εργασιακού βίου του πολίτη. Οι εισφορές σε αυτόν θα πρέπει να είναι αφορολόγητες και το ύψος τους να καθορίζεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο. Με άλλα λόγια, το σύστημα το οποίο περιγράφουμε, δίνει πρωτοβουλία για όλους, με ευκαιρίες για όλους. Ειδικά στον δεύτερο και τον τρίτο πυλώνα, αντιλαμβάνεστε ότι η ελληνική ασφαλιστική αγορά, ο κλάδος, καλείται να διαδραματίσει έναν καθοριστικό ρόλο. Διότι οι ιδιωτικοί ασφαλιστικοί οργανισμοί θα δώσουν τη δυνατότητα στους ασφαλισμένους να ρυθμίσουν καλύτερα τη ζωή τους, αλλά θα ενισχύσουν και ένα δυναμικό επενδυτικό πεδίο. Αναφερθήκατε στα απολύτως απογοητευτικά στοιχεία σχετικά με τα κεφάλαια τα οποία έχετε προς διάθεση για επενδύσεις.
Σήμερα, σχεδόν όλοι συμφωνούν σε αυτόν τον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα. Το σύστημα αυτό ισχύει ουσιαστικά παντού στην Ευρώπη, από την Ολλανδία μέχρι την Ελβετία, από την Ιταλία μέχρι τη Σουηδία, μέχρι τη Μεγάλη Βρετανία. Και βέβαια θα μου πείτε: πολλοί αναγνωρίζουν, και είναι δικαιολογημένο αυτό, ότι, ναι, θα υπάρχει ένα «κόστος μετάβασης» από το ένα σύστημα στο άλλο. Μπορούμε να καθίσουμε να το συζητήσουμε, να δούμε πως αυτό το κόστος θα επιμεριστεί. Το κράτος θα αναλάβει πρωταρχικά την υποχρέωση να το καλύψει. Αυτό το κόστος στην αρχή θα είναι μικρό. Αλλά, ωστόσο, σταδιακά το σύστημα αυτό θα δημιουργεί πολύ σημαντικά εθνικά αποθεματικά, έναν μεγάλο εθνικό «κουμπαρά», ο οποίος θα επενδυθεί τελικά στην ίδια την οικονομία μας. Όπως, συμβαίνει σ’ όλο τον κόσμο όπου τα μεγάλα συνταξιοδοτικά ταμεία είναι οι μεγαλύτεροι, αλλά θα έλεγα και οι πιο επιστημονικά καταρτισμένοι θεσμικοί επενδυτές.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι συντάξεις, κυρίες και κύριοι, το αντικείμενο της σημερινής μας συζήτησης. Υπάρχουν και άλλοι τομείς που η ασφάλιση τονώνει τη διαρκή αποταμίευση ώστε, τελικά, να μειώνεται το κόστος που, κάποια στιγμή, θα πληρώσει ο πολίτης. Ας πάρουμε π.χ. το παράδειγμα της προστασίας απέναντι στις φυσικές καταστροφές. Μαζί μας σήμερα είναι και η δήμαρχος Μάνδρας, η πόλη της οποίας βίωσε μια πρωτοφανή φυσική καταστροφή πριν από 15 μήνες, με αχρείαστες απώλειες ανθρώπινης ζωής. Εσείς ξέρετε την έκταση των αποζημιώσεων σε καταστροφές όπως έγιναν στην Μάνδρα, αλλά και το Μάτι. Ξέρετε, όμως, επίσης, ότι σήμερα που μιλάμε μόλις το 16% των σπιτιών είναι ασφαλισμένα έναντι φυσικών καταστροφών. Σεισμών, πλημμυρών, πυρκαγιών. Αυτό συμβαίνει σε μια σεισμογενή χώρα. Πρέπει, κ. Πρόεδρε, κ. Διοικητά, να εξετάσουμε έναν τρόπο όπου κράτος και ιδιωτικός τομέας από κοινού θα μπορούν να παρέχουν φθηνή ασφάλιση για τα ελληνικά νοικοκυριά για την περίπτωση σεισμού. Είναι αδιανόητο σε μια σεισμογενή χώρα όπως η Ελλάδα, να μην έχουμε στη διάθεσή μας ένα τέτοιο εργαλείο. Η Τουρκία το έκανε. Η Τουρκία το έκανε μετά τους μεγάλους σεισμούς του 1999. Και έχει αυξήσει σημαντικότατα τη διείσδυση της ασφάλειας κατοικίας έναντι σεισμών και φυσικών καταστροφών στην τούρκικη αγορά. Και βέβαια, αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας και το κόστος αντασφάλισης για τέτοιες φυσικές καταστροφές θα είναι σημαντικά μειωμένο. Είναι, λοιπόν, μια πρόκληση αυτή κ. Πρόεδρε. Να ανοίξουμε αυτήν την συζήτηση και να καταλήξουμε σε μια λύση η οποία θα είναι ωφέλιμη για όλους. Θα είναι πρωτίστως ωφέλιμη -σωστά το είπατε- για τους πιο αδύναμους συμπολίτες μας. Οι πιο αδύναμοι είναι αυτοί που χρειάζονται την προστασία της ασφάλειας όταν θα τους τύχει μια μεγάλη καταστροφή.
Και αυτό βέβαια ισχύει όχι μόνο για ένα σεισμό ή μια πλημμύρα, ισχύει και στον τομέα της υγείας. Διότι και η κάλυψη υγείας, αποτελεί, έναν κρίσιμο τομέα όπου δυστυχώς ξέρουμε ότι το κόστος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αυξάνεται διαρκώς και παντού τα τελευταία χρόνια.
Είχαμε την ευκαιρία το προηγούμενο Σάββατο να παρουσιάσουμε αρκετά αναλυτικά το σχέδιό μας για την Υγεία που θέλουμε. Με στόχους απλούς, ξεκάθαρους, επιδιώκουμε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες για όλους τους πολίτες. Και βέβαια με το μικρότερο δυνατό κόστος για τους φορολογουμένους που σήμερα -μην το ξεχνάμε- πληρώνουν πολλές εισφορές υγείας και πολλούς φόρους, αλλά δεν απολαμβάνουν αντίστοιχες υπηρεσίες. Δεν χρειάζεται να σας περιγράψω την κατάσταση στα δημόσια νοσοκομεία. Το χειρότερο, όμως, απ’ όλα, είναι ότι οι δαπάνες που καταβάλλουν οι Έλληνες πολίτες «από την τσέπη τους», το λεγόμενο “out of pocket expenses” είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Είτε μιλάμε για την υγεία είτε μιλάμε για το φάρμακο. Ταυτόχρονα, πληρώνουμε πολλά λεφτά σε εισφορές, πληρώνουμε πολλά λεφτά από την τσέπη μας και η δυσαρέσκεια με το σύστημα είναι μεγάλη. Επομένως, θα το πω ξεκάθαρα και εδώ, χρειάζεται και στον τομέα της Υγείας περισσότερη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα.
Ο τομέας της ιδιωτικής ασφάλισης έχει τεχνογνωσία προκειμένου να συνεργαστεί με το Εθνικό Σύστημα Υγείας και, ναι, να αγοράζει υπηρεσίες από τα δημόσια νοσοκομεία. Επίσης, αναφορικά με την πρόληψη και την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν εξαιρετικά καινοτόμες υπηρεσίες και να διαχειριστούν καλύτερα και χρόνια νοσήματα, όπως οι ασθένειες και ο καρκίνος. Π.χ. είναι πολύ πιο εύκολο για μια ασφαλιστική εταιρεία να βρεθεί στην πρώτη γραμμή της τεχνολογίας και να χρησιμοποιήσει έξυπνα συστήματα πάντα με σεβασμό στα προσωπικά δεδομένα τα οποία θα μπορούν να επιβραβεύουν συμπολίτες μας, ανάλογα με το πόσο υγιεινή ζωή κάνουν. Είναι κάτι το οποίο μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα καθώς επενδύουμε στη σημασία της πρόληψης για μια πιο υγιή κοινωνία.
Οι συμπράξεις, λοιπόν, μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα στην υγεία θα συνεισφέρουν όχι μόνο στον έλεγχο του κόστους, αλλά και στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Και, όπως τόνισα και πέρυσι, επαναλαμβάνω και φέτος, εμείς θα δώσουμε ισχυρά φορολογικά κίνητρα. Έτσι ώστε ένα μέρος τουλάχιστον αυτής της παντελώς ανοργάνωτης και αποσπασματικής ιδιωτικής δαπάνης να μεταφερθεί οργανωμένα και συστηματικά προς την ιδιωτική ασφάλιση υγείας. Έτσι θα μειωθεί το τελικό κόστος για τους ασθενείς, θα νιώσει ανακούφιση ο πολίτης. Θα γνωρίζει ότι κάποιος επαγγελματίας θα τον συνδράμει σε κάποια δυσκολία. Και, δεύτερον, και σημαντικότερον, εάν πάθει κάτι σοβαρό δεν θα καταστραφεί οικονομικά αυτός και η οικογένειά του. Πιστεύω ότι όλα αυτά είναι αυτονόητα πια πράγματα και η ελληνική κοινωνία έχει ωριμάσει για να μπορούμε, όχι απλά να τα συζητήσουμε αλλά και να τα υλοποιήσουμε.
Πέρυσι, είχα σημειώσει ότι περίμενα τις δικές σας συγκεκριμένες προτάσεις πάνω στα θέματα αυτά. Φέτος μπορώ να σας πω με χαρά ότι πολλές από αυτές έχουν συμπεριληφθεί και στις προτάσεις μας για το ασφαλιστικό σύστημα αλλά και στις προτάσεις μας για την υγεία όπως π.χ. και κάποιες καινοτομίες που έχουν εισάγει ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες όπως η τηλεφωνική εξυπηρέτηση, η «πλοήγηση» των ασθενών μέσα από έξυπνα συστήματα επικοινωνίας του ασθενή με την ασφαλιστική εταιρεία. Είναι συστήματα τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν και στο επίπεδο του εθνικού συστήματος υγείας.
Κλείνω κυρίες και κύριοι, λέγοντάς σας τα εξής: Καμία μεταρρύθμιση, όσο καλοσχεδιασμένη κι αν είναι, δεν μπορεί να γίνει πράξη χωρίς να την υπηρετήσουν οι επαγγελματίες του κλάδου. Και στην αναβάθμιση της Ασφάλισης στη χώρα, ο δικός σας ρόλος, ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης, είναι πρωταγωνιστικός. Η δουλειά σας, άλλωστε, αποτελεί από τη φύση της πεδίο που μετράει η προσωπικότητα και τα ανθρώπινα χαρίσματα, όλες αυτές οι δεξιότητες για τις οποίες μιλάμε σε μια αγορά εργασίας, η οποία αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς. Είναι όμως και ο κλάδος σας ένας χώρος όπου επιβραβεύεται η σκληρή δουλειά και οι επιδόσεις των πιο άξιων. Αισθάνομαι, λοιπόν, ότι εσείς είστε κατεξοχήν σύμμαχοι σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια που ξεκινάμε. Όπως είπαμε, σήμερα, το μερίδιο των ασφαλιστικών επενδύσεων αντιστοιχούν περίπου στο 7% του ΑΕΠ. Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι πάνω από το 60%. Αυτή η χαώδης διαφορά αποτυπώνει και το μέτρο των δυνατοτήτων μας. Αλλά και την τεράστια πρόκληση που έχουμε μπροστά μας. Σας βεβαιώνω, για άλλη μια φορά, ότι η Ν.Δ. θα διαμορφώσει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση που χρειάζεται ο τόπος. Αλλά κι εσείς, ο ασφαλιστικός κλάδος των 55 εταιρειών, των 25.000 και, εργαζομένων, σας ζητώ να συμπορευτείτε σε αυτήν μας την προσπάθεια. Να μετατρέψετε τις ευκαιρίες που θα έλθουν σε ποιοτικά και φθηνά ασφαλιστικά προϊόντα και υπηρεσίες. Να αγωνιστείτε μαζί μας να σπάσουμε προκαταλήψεις του παρελθόντος. Και να επουλώσουμε πληγές που επέτρεψαν, δυστυχώς κ. Πρόεδρε, σε λίγους να στιγματίσουν έναν ολόκληρο κλάδο.
Εξάλλου, η αυστηρή και ποιοτική εποπτεία από την Τράπεζα της Ελλάδας εγγυάται ότι τέτοια φαινόμενα δεν θα επαναληφθούν. Προφανώς, η σημερινή συζήτηση δεν πραγματοποιείται σε έναν «ουδέτερο» πολιτικό χρόνο. Ούτε και το Ασφαλιστικό μπορεί ν’ αποτελέσει μία μεταρρυθμιστική «νησίδα» μέσα στο πέλαγος των παθογενειών μιας χώρας. Όλα οδηγούν, λοιπόν, στην ανάγκη μιας μεγάλης πολιτικής αλλαγής. Σε λιγότερες από ενενήντα μέρες θα έχουμε εκλογές. Θα είναι η πρώτη ευκαιρία να κρίνουν οι Έλληνες μία ολέθρια τετραετία. Να απαντήσουν σε αυτή την κυβέρνηση. Και είμαι σίγουρος πως στις 26 Μαΐου, στις Ευρωεκλογές οι πολίτες θα στείλουν ισχυρά μηνύματα αποδοκιμασίας σε μία κυβέρνηση που καθήλωσε τη χώρα. Αλλά, ταυτόχρονα, θα εκφράσουν και την προσδοκία τους για μια νέα αισιόδοξη Ελλάδα. Μια Ελλάδα που μας αξίζει, μια Ελλάδα που πρέπει, επιτέλους, να πάει μπροστά. Το μπορούμε και είμαι σίγουρος ότι θα το κάνουμε μαζί! Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.