Η ομιλία στη Βουλή του προέδρου της ΔΗΜΑΡ, Θανάση Θεοχαρόπουλου, στη συζήτηση για την κύρωση της «Συμφωνίας των Πρεσπών».
“Tα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει, ή μάλλον θα έπρεπε, να αντιμετωπίζονται απ’ όλα τα κόμματα με υπευθυνότητα και μετριοπάθεια. Με γνώμονα τα εθνικά συμφέροντα και όχι το πολιτικό κόστος. Στη σημερινή συνεδρίαση της Ολομέλειας, μια ιστορική συνεδρίαση, για την κύρωση της «Συμφωνίας των Πρεσπών», οφείλουμε να το αποδείξουμε.
Πάγια δική μου θέση και της ΔΗΜΑΡ είναι ότι η Ελλάδα -και λόγω της γεωγραφικής της θέσης- πρέπει, με βάση και αφετηρία την Ευρώπη, να ασκεί εξωτερική πολιτική με στόχο την ειρηνική επίλυση των διαφορών με τις γειτονικές χώρες και την ευρωπαϊκή προοπτική των κρατών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Από την πρώτη στιγμή υποστήριξα ότι η Συμφωνία μεταξύ της χώρας μας και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας είναι σε θετική κατεύθυνση. Η σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, έναντι όλων, erga omnes, με διεθνή συμφωνία και αναθεώρηση του Συντάγματος, αποτελούν αδιαμφισβήτητα θετικά στοιχεία της Συμφωνίας. Αυτή άλλωστε είναι η επί χρόνια διαμορφωμένη εθνική γραμμή.
Είναι γεγονός βέβαια ότι η «Συμφωνία των Πρεσπών» αποτελεί έναν συμβιβασμό –δεν έρχεται μετά από πόλεμο, είμαστε σε περίοδο ειρήνης- και ως τέτοιος δεν μπορεί να ικανοποιεί απόλυτα καμία πλευρά. Αναφέρομαι στα ζητήματα της ιθαγένειας και της γλώσσας, για τα οποία έχει γίνει πολλή συζήτηση. Υπάρχουν προβλήματα και θα έπρεπε με μεγαλύτερη γενναιότητα ο ΣΥΡΙΖΑ να μιλήσει για τα προβλήματα αυτά. Όπως και για τα θετικά στοιχεία της Συμφωνίας, που είναι πάρα πολλά, θα έπρεπε με πολύ μεγαλύτερη γενναιότητα να μιλήσει η ΝΔ. Σε κάθε περίπτωση, η ρηματική διακοίνωση διευκρινίζει ορισμένα εκκρεμή ζητήματα: η ιθαγένεια, πράγματι, δεν προκαθορίζει το θέμα της εθνότητας και η γλώσσα της γειτονικής χώρας ανήκει στη νοτιοσλαβική οικογένεια γλωσσών.
Δυστυχώς, όμως, η συζήτηση στη χώρα μας και σε αυτό το κρίσιμο εθνικό θέμα διεξάγεται σε ένα ζοφερό κλίμα. Τεχνητή πόλωση, διχασμός, άγονες συγκρούσεις υπονομεύουν τη συζήτηση, ενώ η εργαλειακή αξιοποίηση της Συμφωνίας για μικροκομματικές στοχεύσεις σπέρνουν το φανατισμό, το μίσος, το διχασμό και καταλύουν κάθε συναινετικά διαμορφωμένη εθνική γραμμή.
Τα πράγματα θα ήταν πράγματι διαφορετικά, αν η κυβέρνηση είχε επιδιώξει από την αρχή τη συναίνεση όλων των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου. Βέβαια είχε το πρόβλημα του Καμμένου, ο οποίος τορπίλιζε σε κάθε ευκαιρία τη δυνατότητα επίλυσης αυτού του εθνικού θέματος. Αλλά αυτή την ευθύνη την έχει και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, την επιλογή του Καμμένου σε αυτά τα κρίσιμα εθνικά θέματα. Επέλεξε η κυβέρνηση σε ορισμένα σημεία να ενεργήσει μονομερώς, με ελάχιστη πληροφόρηση αρχικά προς τα κόμματα και τους πολίτες, χωρίς την απαραίτητη εθνική συνεννόηση. Έφτασε σε μια κρίσιμη καμπή στο σημείο να ενημερώσει πρώτα τον Αρχιεπίσκοπο και μετά τα πολιτικά κόμματα. Από την άλλη, η ΝΔ διολίσθησε σε μια αδικαιολόγητη ρητορική, μακριά από την εθνική θέση. Υποχωρεί απέναντι στον εθνικολαϊκισμό, επιχειρεί να κερδοσκοπήσει εκλογικά. Υποστηρίζω ότι θα το βρει μπροστά της. Όπως ο ΣΥΡΙΖΑ το βρήκε μπροστά του τον αντιμνημονιακό λαϊκισμό τον οποίο και αγκάλιασε εκείνη την περίοδο. Έτσι θα βρει μπροστά της και η ΝΔ αυτόν τον νέο εθνικολαϊκισμό που αγκαλιάζει σήμερα.
Παράταση όμως του σημερινού τέλματος θα εξυπηρετούσε μόνο τα Σκόπια, την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, μέσα από τη de facto μονοπώληση του ονόματος «Μακεδονία». 140 χώρες την έχουν αναγνωρίσει με το προηγούμενο συνταγματικό της όνομα, «Μακεδονία». Κι αυτό θέλουμε να αποφευχθεί, να μην ονομάζεται πλέον «Μακεδονία» και να υπάρχει μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, όπως είναι το «Βόρεια Μακεδονία», το οποίο ήταν για αυτόν τον λόγο η πάγια εθνική θέση.
Γι’ αυτό υποστηρίζω σταθερά μια κοινά αποδεκτή λύση που μπορεί να μετατρέψει την Ελλάδα σε παράγοντα ειρήνης στα Βαλκάνια, να δημιουργήσει μια ισχυρή ασπίδα κατά των εντάσεων της χώρας με την Τουρκία. Είναι καιρός να λυθεί ένα πρόβλημα που λιμνάζει εδώ και 26 χρόνια, δηλητηριάζει τις σχέσεις των δυο χωρών, πρόβλημα που δίνει τη δυνατότητα στην Τουρκία να παίζει «παιχνίδια προστασίας» των βαλκανικών λαών που δήθεν απειλούνται από την Ελλάδα, αλλά και ένα πρόβλημα που τροφοδοτεί ακόμα και σήμερα το μίσος και το φανατισμό.
Αυτή είναι πατριωτική στάση προς όφελος των εθνικών συμφερόντων σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο. Αυτός είναι ο πατριωτισμός με όρους ρεαλισμού και προοδευτισμού, όχι η υιοθέτηση μιας ρητορικής που χαϊδεύει αυτιά και φλερτάρει με νεοσυντηρητικές και εσωστρεφείς αντιλήψεις που φέρνουν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Όπως έχει δείξει και η πρόσφατη ευρωπαϊκή εμπειρία, οι υποχωρήσεις απέναντι στον εθνικισμό και τον λαϊκισμό τροφοδοτούν την άνοδο των εθνικολαϊκιστικών δυνάμεων. Ας μην το ξεχνούν αυτό, ιδίως οι προοδευτικές δυνάμεις.
Η ιστορία καταγράφει και αξιολογεί όσους παίρνουν καθαρή θέση με αίσθημα ιστορικής ευθύνης στην υπηρεσία του δημόσιου συμφέροντος. Και η ΔΗΜΑΡ παίρνει καθαρή θέση. Όπως κάνουν εξάλλου η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, ο χώρος της Ανανεωτικής Αριστεράς, η Σοσιαλιστική Διεθνής. Είναι θετικό γεγονός ότι υπάρχουν δυνάμεις και στελέχη του προοδευτικού χώρου, εκτός του ΣΥΡΙΖΑ εννοώ, που παίρνουν καθαρή θέση και τοποθετούνται υπέρ της Συμφωνίας. Και είναι σαφές ότι όλοι εμείς δεν στηρίζουμε την κυβέρνηση, στηρίζουμε την επίλυση του Μακεδονικού. Είμαστε σταθερά απέναντι στην κυβέρνηση και υπέρ της επίλυσης του Μακεδονικού.
Δεν είναι δυνατόν τα μείζονα εθνικά θέματα να αντιμετωπίζονται υπό το πρίσμα ενός στείρου δικομματισμού. Όποιος δεν ψηφίσει τη Συμφωνία να θεωρείται ότι είναι με τη ΝΔ και όποιος τη ψηφίσει να θεωρείται ότι είναι με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Επιτέλους να επιστρέψει η κοινή λογική σε αυτό τον τόπο. Κοινή λογική που την χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ σήμερα.
Να αντιμετωπίσουμε την «Συμφωνία των Πρεσπών» με τη μέγιστη συβαρότητα και υπευθυνότητα. Να μην εμποδίσει η χώρα μας την επίλυση του Μακεδονικού και παγιώσει αδιέξοδα. Να κρατήσουμε μια πραγματικά πατριωτική στάση. Να αντιταχθούμε στον εθνικισμό, σε μια περίοδο που βρίσκεται σε έξαρση. Να συμβάλλουμε εμπράκτως στην οικοδόμηση μιας ειρηνικής βαλκανικής γειτονιάς.
Είναι μια ιστορική στιγμή, να πούμε ΟΧΙ σε έναν νέο εθνικό διχασμό, να πάρουμε αποφάσεις αψηφώντας το κομματικό κόστος.
Ας σταθούμε λοιπόν σήμερα με ισχυρό αίσθημα ευθύνης.
Η ΔΗΜΑΡ ψηφίζει ΝΑΙ, ψηφίζω την κύρωση της «Συμφωνίας των Πρεσπών».”