Του Μανώλη Κομνηνού
Για να πούμε μερικές περισσότερο σκληρές κουβέντες.
Στα χρόνια της κρίσης, η δημοσιογραφία υποτιμήθηκε περαιτέρω ως λειτούργημα.
Τα χρόνια που, κάποιος έπρεπε να περάσει στο μισθολόγιο εφημερίδας, για να κριθεί η συνέπεια και η αξιοπιστία του σε καθημερινό επίπεδο, εκεί όπου… τα γραπτά έμεναν, και ταξίδευαν στα σπίτια των αναγνωστών, χωρίς τη δυνατότητα διόρθωσης κάποιου λάθους, πέρασαν ανεπιστεπτί.
Στα χρόνια της εθνικής τραγωδίας, η δημοσιογραφία βιώνει τη δική της τραγωδία.
“Δημοσιογράφος”… βαφτίζεται ο οποιοσδήποτε δει φως και μπει σε ένα ΜΜΕ, κατά προτίμηση στο διαδίκτυο.
Εκεί όπου, περισσεύει η αντιγραφή (χωρίς αναφορά πηγή), η άκριτη υιοθέτηση “πληροφοριών”, η απουσία παντελούς διασταύρωσης μιας είδησης, η επιφανειακή προσέγγιση ενός θέματος.
Καμία συνέπεια για τους… περαστικούς και… φερόμενους ως δημοσιογράφους, που λόγω και του ανίκητου πειρασμού των social media, αυτοπαρουσιάζονται ως “αρθρογράφοι”, και περιφέρουν με συγκλονιστική αυτοπεποίθηση την αμάθεια και την ανεπάρκειά τους.
Επειδή ωστόσο, ο χώρος των ΜΜΕ έχει συρρικνωθεί κατά πλειοψηφία στο διαδίκτυο, η ΕΣΗΕΑ έκανε προ μικρού διαστήματος μια γενναία υπέρβαση ρεαλισμού. Και ενέταξε τους “δημοσιογράφους” των sites στο Μητρώο τους, ώστε να τους δώσει τη δυνατότητα να έχουν μια αντικειμενική κατοχύρωση του τίτλου δημοσιογράφος. Εκτός εισαγωγικών. Και αναγνωρισμένοι από την επίσημη Ένωση των ΜΜΕ. Όχι… από τον εαυτό τους και μόνο.
Η… ανταπόδωση από την πλευρά της μεγάλης, δυστυχώς, πλειοψηφίας των sites, ήταν να γίνουν απεργοσπάστες. Κάτι φυσικά που δεν έκαναν οι εφημερίδες. Ούτε τα κανάλια και τα ραδιόφωνα. Μόνο τα sites.
Και αυτό από μόνο του, λέει πολλά.