Του Μάνου Οικονομίδη
Twitter@EmOikonomidis
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αξία”, τη Μεγάλη Παρασκευή 26 Απριλίου 2019
Σε αντίθεση με τη συλλογική… υποψία περί χαλαρής σχέσης του λαού μας με τη θρησκεία, οι Έλληνες παραμένουμε από τις περισσότερο θρησκευόμενες κοινωνίες στην αναγεννησιακή Ευρώπη.
Όχι τυχαία, όχι απρόσμενα, όχι ανεξήγητα. Ακόμη κι αν κάποιος «ανακαλύπτει» την πίστη μετά από μια δύσκολη συγκυρία της ζωής του, ή στα γεράματα, το σημαντικό είναι ότι… την ανακαλύπτει.
Παραμένουμε άλλωστε βαθιά συναισθηματικός λαός, που αναζητούμε διαρκώς απαντήσεις σε μεγάλα και θεμελιώδη ερωτήματα, για να ανακουφίσουμε την καρδιά μας. Να στεγνώσουμε τα δάκρυα της ψυχής, αυτά που δεν φαίνονται με μια πρώτη, βιαστική και επιφανειακή ματιά, αλλά αφήνουν ανεξίτηλο το σημάδι τους στον ψυχισμό μας.
Με αφορμή την κορύφωση του Θείου Δράματος, την Εβδομάδα των Παθών, που καταλήγει στη λυτρωτική στιγμή της Ανάστασης, και την ανακουφιστική υπόσχεση της παρουσίας του Κυρίου στη ζωή μας μέχρι τον επίλογό της, δύσκολα δεν θα διαπιστώναμε ότι σήμερα, μετά από μια δεκαετία βαθιάς, σύνθετης και πολυεπίπεδης κρίσης, η Ελλάδα θυμίζει… Μεγάλη Παρασκευή.
Λες και για την κοινωνία μας ο χρόνος σταμάτησε στον σιωπηλό θρήνο, εκείνον που δεν αφήνει τα δάκρυα να κατρακυλήσουν στο πρόσωπο, αλλά τα κατευθύνει στην καρδιά. Γεμίζοντάς τη ρυτίδες και συναισθηματική κόπωση.
Είναι αλήθεια ότι, όλοι χάσαμε πολλά αυτά τα χρόνια. Πολλά και πολλούς. Η ζωή μας μετακινήθηκε από τη συνήθεια του αυτονόητου στο λαχάνιασμα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της αβεβαιότητας. Στη διαχείριση της απώλειας. Στο «μετά», που δεν τολμά να εικονοποιήσει η καρδιά.
Ίσως αυτή να είναι η πιο βαθιά και με μη αναστρέψιμες συνέπειες επίπτωση της μεγάλης κρίσης. Η αποστροφή της ματιάς από τον ορίζοντα στα χαμηλά. Μαζί με ένα σύννεφο που δείχνει να καλύπτει πλέον τη σκέψη και να ακυρώνει τις αγωνιώδεις προσπάθειες του μυαλού να ζωγραφίσει ξανά τη ζωή. Με χρώματα φωτεινά και αισιόδοξα.
Η σημερινή Ελλάδα θυμίζει ασθενή με βαριά συμπτώματα κατάθλιψης. Και μάλιστα, με όρους κλινικής ψυχολογίας. Αδυνατούμε να πείσουμε και να παρακινήσουμε τον εαυτό μας να ονειρευτεί ξανά. Και να αποδεχθεί στη ζωή του την ελπίδα.
Το σημείο ανάμεσα στην οργή και τη γαλήνη. Αυτό δυσκολευόμαστε να ξαναβρούμε. Μέχρι να τα καταφέρουμε, τα δάκρυα δεν θα βρίσκουν τη φυσική εκτόνωσή τους ξεκινώντας από τα μάτια. Θα πνίγουν την καρδιά.