Της Ελένης Κωστοπούλου
Συζητήσεις επί συζητήσεων έχουν λάβει χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, για τον τρόπο εισαγωγής των μαθητών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση με τη βάση του δέκα και γενικά, εάν το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι δίκαιο ως προς την επιλογή των μελλοντικών επιστημόνων.
Από τις δέσμες των τεσσάρων εξεταζόμενων μαθημάτων, πήγαμε στα Ενιαία Λύκεια των κατευθύνσεων, όπου οι μαθητες εξετάζονταν πανελλαδικά σε έξι μαθήματα, μετά επιστρέψαμε στις κατευθύνσεις με εξέταση τεσσάρων μαθημάτων, και ποιος ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον.
Ένα εκπαιδευτικό σύστημα με πολλούς πειραματισμούς το οποίο, ενδεχομένως, να έχει αδικήσει ορισμένες φουρνιές μαθητών.
Από την άλλη, σε σχέση με τα βιβλία που πρέπει να διαβάσουν οι 18άρηδες για να μπουν στο πανεπιστήμιο θα λέγαμε, ότι έχουν βελτιωθεί χωρίς όμως, η ύλη τους να έχει επικαιροποιηθεί σε μεγάλο βαθμό σε σχέση με τις δεκαετίες του 1980-90.
Το εξεταστικό σύστημα παρέμεινε το ίδιο με σημαντικές και καίριες αδυναμίες.
Η πρώτη αδυναμία είναι το γεγονός της ασυμφωνίας ανάμεσα στο τι διδάσκεται και στο τι περιέχει το διδακτικό εγχειρίδιο με αυτό που μπαίνει ως θέμα στις πανελλαδικές εξετάσεις.
Τα παιδιά άμεσα και οι γονείς έμμεσα εισέρχονται στον κυκλώνα της παραπαιδείας, με σκοπό “πιάσουν” τα θέματα των εξετάσεων τα οποια, ίσως, να απέχουν αρκετά από την ύλη που προβλέπεται στα διδακτικά βιβλία. Έτσι λοιπόν, έχουμε τεράστια ποσοστά αποτυχίας και χαμηλές βάσεις κάτι που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην παραπάνω ασυνφωνία.
Πώς έχουμε την απαίτηση από έναν μαθητή, που δεν έχει διδαχτεί συγκεκριμένα πράγματα στο σχολείο να γράψει πάνω από δέκα;
Μήπως πρέπει οι ιθύνοντες να σκεφτούν τη δυσκολία των θεμάτων;
Ποιος είναι ο ρόλος τελικά, των διδακτικών βιβλίων; Και εντέλει, ποιος είναι ο ρόλος του σχολείου, αφου πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν τα φροντιστήρια;
Πολλοί έφηβοι θεωρούν, ότι ο χρόνος στο σχολείο είναι χαμένος χρόνος και ότι από το φροντιστήριο με “φασόν” διαδικασίες θα πετύχουν το αναμενόμενο αποτέλεσμα.
Μια δεύτερη αδυναμία είναι η ασυμφωνία των εξεταζόμενων μαθημάτων με αυτό που απαιτεί η πανεπιστημιακή κοινότητα και κατ’ επέκταση η αγορά εργασίας. Όπως γράψαμε και σε παλαιότερα άρθρα μας, ο θεσμός των ΕΠΑΛ, όπως σήμερα λειτουργεί είναι στη σωστή κατεύθυνση. Δυστυχώς όμως, προκαταλήψεις, νοοτροπία, στερεότυπα και πρακτικές, δίνουν δευτερεύοντα ρόλο στα ΕΠΑΛ και όχι πρωταγωνιστικό.
Επίσης, η σύνδεση των ΙΕΚ με το Πανεπιστήμιο είναι κάτι ανύπαρκτο στη χώρα μας. Γιατί ένας πιστοποιημένος απόφοιτος του ΙΕΚ να μην μπορεί να έχει ελεύθερη πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο; Γιατί η κατάρτιση να είναι τόσο υποβαθμισμένη; Δηλαδή, οι απόφοιτοι των ΙΕΚ γιατί να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς του Δημοσίου ως ΔΕ;
Τα παραπάνω και πολλά ακόμη που θα μπορούσαμε να γράψουμε, αποτελούν τροχοπαίδι στη δημιουργία ενός ευέλικτου εκπαιδευτικού συστήματος.
Σοσιαλιστές (ΚΙΝΑΛ), φιλελεύθεροι (ΝΔ), Ριζοσπάστες (ΣΥΡΙΖΑ), αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί συμφωνούν κατά τη ρήση του Μακρυγιάννη, ότι η παιδεία είναι ο φωτεινός οδηγός για την ανάπτυξη, την εξέλιξη και την πρόοδο της κοινωνίας και της χώρας μας.
Γιατί λοιπόν, δεν έχουν λάβει ρηξικέλευθες και ριζοσπαστικές αποφάσεις και ταλαιπωρούν τον κόσμο (γονείς – παιδιά) με ένα σύστημα με πολλές παθογένειες; Ας σκεφτούνε, λοιπόν, ότι η εκπαίδευση δεν είναι εμπόριο και οι μαθητές – γονείς δεν είναι πιόνια.