Γράφει ο Δημήτρης Μαρκόπουλος
Πηγή: protothema.gr
Δεν μπορεί. Κάποιοι το έχουν αποφασίσει. Το έχουν σχεδιάσει στρατηγικά να «μικρύνουν την Ελλάδα». Γιατί σαφώς κάτι δεν πηγαίνει καλά όταν σπεύδουν να κλείσουν τη συμφωνία των Πρεσπών σαν «να μην το χάσουμε» και σαν να είμαστε μια μικρότερη της FYROM χώρα.
Γιατί κάτι βρωμάει όταν μια μεγαλύτερη πέντε φορές πληθυσμιακά Ελλάδα, επιτρέπει τη σκύλευση του ονόματος ενός ομογενή μας από την κυβέρνηση της Αλβανίας που μετά θάνατον τον χαρακτηρίζει «έμπορο ναρκωτικών», «τρελό» και «παραβατικό» κι ας έχει πυροβοληθεί με τρόπο ανεξιχνίαστο από τις Αρχές της.
Ας το δούμε όμως και πιο σφαιρικά. Όταν μια χώρα των 10 εκατομμυρίων κατοίκων όπως η δική μας υποτάσσεται σε δύο άλλες των 2 εκατομμυρίων, τότε υπάρχει θέμα. Κάτι δεν πηγαίνει καλά.
Η ασκούμενη εξωτερική πολιτική από τους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ξεκάθαρα εδώ και τέσσερα κοντά χρόνια διέπεται από μια δουλική αμηχανία. Στο όνομα κάποιων νεφελωδών δήθεν διεθνιστικών και ουμανιστικών αξιών, η Ελλάδα με την ευθύνη των Τσίπρα – Καμμένου – Κοντζιά (μην τον εξαιρούμε επειδή έφυγε) έχει γυρίσει πολύ πίσω. Έχει χάσει τη διπλωματική της αυτοπεποίθηση κι εξελίχθηκε σε κλωτσοσκούφι των Βαλκανίων. Έγινε μια χώρα υποτακτική στα σχέδια τρίτων δυνάμεων, ένα κράτος παρίας που επαιτεί και συμπορεύεται με άλλα σχέδια. Όχι με τα εθνικά κι 100% ελληνικά.
Μια χώρα με αξιόλογο στρατό, που παρά την κρίση εξακολουθεί και είναι αρκετά μπροστά από τις άλλες γειτονικές που ταλαιπωρήθηκαν από τον κομμουνισμό (σ.σ. αν και δεν ξέρουμε για πόσο ακόμη), μια κοινωνία περισσότερο προοδευτική και με διεθνή ερεθίσματα, αισθάνεται εδώ και καιρό την υποχρέωση να υποκλίνεται στην Αλβανία, στη FYROM, στην κάθε μικρή ή μεσαία τοπική δύναμη και τελικά να μη διεκδικεί τα εθνικά δίκαια.
Θέλετε κι άλλες αποδείξεις; Ο Κοντζιάς δεν άνοιξε θέμα διαπραγμάτευσης με την Αλβανία «για τα θέματα μας» λες και κάτι τον πίεζε; Τότε βρέθηκε ο εθνικιστής με μανδύα μοντέρνου εκσυγχρονιστή Έντι Ράμα κι έθεσε το Τσάμικο ζήτημα. Τότε ήταν που δόθηκαν εντολές να γκρεμιστούν κατοικίες της ελληνικής μειονότητας στη βόρεια Ήπειρο, δίχως η Ελλάδα και το υπουργεί εξωτερικών να απαντήσουν δυναμικά. Ξαφνικά, η χώρα μας άρχισε να ψελλίζει πως «φοβάται τη Μεγάλη Αλβανία» και πως «γι’ αυτό το λόγο σπεύδουμε να κλείσουμε το Σκοπιανό ζήτημα».
Αν όμως μια χώρα που με ευθύνη των προηγουμένων κυβερνήσεων – κι όχι αυτής της οποίας οι πολιτικοί πρόγονοι πάλευαν για το αντίθετο – παρέμεινε στη Δύση και δεν πέρασε στο σοσιαλιστικό μπλοκ, προοδεύοντας και ακμάζοντας για 70 χρόνια, αν μια χώρα με σημαντικό στρατό που επενδύει ακόμα και σήμερα εντός κρίσης μεγάλα ποσά για οπλικά συστήματα, αν μια χώρα που από τις πρώτες μπήκε στον σκληρό πυρήνα του Ευρώ και που για χρόνια άλωνε τα Βαλκάνια με τις τράπεζες ή τις επενδύσεις της, δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη και φοβικά αντιμετωπίζει τους γείτονες της, τότε το μέλλον είναι δυσοίωνο.
Κανείς δεν μιλάει για ψευτοτσαμπουκάδες και αχρείαστες κορώνες. Από αυτές εξάλλου έχουμε συνηθίσει. Σχέδιο χρειαζόμαστε και μια άλλη διπλωματική προσέγγιση. Μια λογική περισσότερο άφοβη και στιβαρή. Η χώρα έχει ανάγκη από έναν άλλο προσανατολισμό και από αξιοποίηση των ήδη υπαρχουσών επενδύσεων μας που παρά την ύφεση εξακολουθούν και είναι μεγάλης αξίας και σημασίας για τις Αλβανία και FYROM.
Όλοι κατανοούμε τον φόβο που υπάρχει για μια ανερχόμενη Τουρκία που αναδύεται ως μια τοπική (ίσως και παραπάνω) υπερδύναμη. Δεν μιλάει κανείς για λεονταρισμούς ως προς αυτήν την κατεύθυνση. Όμως όταν φαινόμαστε «λίγοι» και φοβισμένοι ακόμα και προς τις μικρότερες χώρες της περιοχής μας, τότε δικαίως θα μας χαρακτηρίσουν ως ένα έθνος μικρό. Ως μια «μικρή Ελλάδα». Με ό,τι αυτό μελλοντικά συνεπάγεται.