Γράφει ο Γιώργος Χαρβαλιάς
Αντισημιτισμός στη σύγχρονη Ελλάδα δεν υφίσταται, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να τον εφεύρουν. Δεν υφίσταται τουλάχιστον σε μαζική κλίμακα… • «Το κράτος του Ισραήλ δεν χρειάζεται υποβολείς. Και μάλιστα με επιλεκτική μνήμη…»
Ομολογώ ότι το… face control υπουργών νεοεκλεγείσας κυβέρνησης από υπουργεία Εξωτερικών τρίτων χωρών και μάλιστα ύστερα από παρεμβάσεις ξένων μέσων ενημέρωσης δεν είναι μια πολύ νορμάλ κατάσταση.
Για να αποφύγω προκαταβολικά τις παρεξηγήσεις σπεύδω να διευκρινίσω ότι είμαι δεδηλωμένος φίλος των Εβραίων. Ειδικότερα, το κράτος του Ισραήλ, που είχα την ευκαιρία στο παρελθόν να επισκεφθώ ως προσκεκλημένος της ισραηλινής κυβέρνησης, συμβολίζει για μένα το απόλυτο «respect». Στις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκε και με ορθάνοιχτα τα μέτωπα που απειλούν την ίδια του την υπόσταση, επιβάλλοντας μια στρατοκρατική οργάνωση, είναι ένα κράτος-πρότυπο, πραγματικό υπόδειγμα δυναμισμού και ισχύος, παρά το μικρό του μέγεθος.
Οι Ισραηλινοί είναι συμπαθέστατοι άνθρωποι και αγαπούν ιδιαίτερα την Ελλάδα, τον πολιτισμό της, αλλά και τη σύγχρονη κουζίνα της, όπως και τη μουσική της. Είναι επίσης υποδειγματικοί τουρίστες – επισκέπτες, πολύ πιο γαλαντόμοι και ευπρεπείς από διάφορους Βορειοευρωπαίους σαματατζήδες που τριγυρνούν μεθυσμένοι με τις μπίρες από το τοπικό Lidl ανά χείρας.
Υπ’ αυτήν την έννοια, λοιπόν, είμαι απόλυτος θιασώτης της ελληνοϊσραηλινής στρατηγικής συνεννόησης, υπέρ της οποίας έχω αρθρογραφήσει επανειλημμένως. Σε αυτήν συνέβαλαν κατά πολύ, ως γνωστόν, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Γεράσιμος Αρσένης, ενώ τα τελευταία χρόνια η εμβάθυνση των διμερών σχέσεων εδραιώθηκε με τις κυβερνήσεις Σαμαρά – Βενιζέλου αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς, προς τιμήν του, ο Τσίπρας συνέλαβε τη σημασία της ελληνοϊσραηλινής συμμαχίας και άφησε κατά μέρος τις ιδεολογικές προκαταλήψεις της εγχώριας Αριστεράς.
Είναι βέβαιον ότι αν η σύμπραξη Ελλάδας – Ισραήλ είχε αρχίσει νωρίτερα, όπως είχε επιδιώξει ο Αρσένης, αλλά σκόνταψε στις αδιέξοδες φιλοαραβικές εμμονές του Ανδρέα Παπανδρέου, η σχέση των δύο χωρών θα είχε εξελιχθεί σε μια ισχυρή περιφερειακή συμμαχία, παρακάμπτοντας τον παράγοντα της Τουρκίας που για ένα διάστημα, προ Ερντογάν, βρέθηκε σε έντονο φλερτ με το Τελ Αβίβ.
Για να ξεκαθαρίζουμε όμως τα πράγματα: Αντισημιτισμός στη σύγχρονη Ελλάδα δεν υφίσταται, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να τον εφεύρουν. Δεν υφίσταται τουλάχιστον σε μαζική κλίμακα, που να δημιουργεί προϋποθέσεις «μεταδοτικού τύπου» ρατσιστικής προκατάληψης στον απλό πολίτη. Αλήτες που βεβηλώνουν τόπους συλλογικής μνήμης υπάρχουν, δυστυχώς, παντού. Ομως ο μέσος (νέο)Ελληνας χωρίς αμφιβολία θαυμάζει το Ισραήλ και πολύ θα ήθελε να του μοιάζει η πατρίδα μας, τουλάχιστον στα ανακλαστικά επιβίωσης και στον τομέα της συλλογικής πειθαρχίας. Αλλωστε, οι δύο λαοί ουδέποτε βρέθηκαν απέναντι και έχουν υποφέρει τα πάνδεινα από τους Γερμανούς.
Στην Ελλάδα, όμως, και τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος υιοθέτησαν τις τελευταίες δεκαετίες μια παρωχημένη αντισιωνιστική ρητορική, αποδίδοντας στον εβραϊκό παράγοντα τα περισσότερα από τα δεινά του τόπου και του πλανήτη γενικότερα. Η μεν Αριστερά επιχειρώντας φαιδρούς παραλληλισμούς του αγώνα των Παλαιστινίων με τους… ταξικούς αγώνες των Ελλήνων, η δε Ακροδεξιά φλερτάροντας ανοιχτά με ναζιστικές θεωρίες.
Είναι απολύτως ακριβές ότι υπήρξαν στο κοινοβουλευτικό στερέωμα Ελληνες πολιτικοί που διέπονται από αντισημιτικά αισθήματα. Πιθανόν να υπάρχουν και σήμερα ως μια ελάχιστη θλιβερή μειοψηφία. Εδώ κατάφεραν να εκλεγούν αρνητές της Ποντιακής Γενοκτονίας… Είναι φυσικό, λοιπόν, να ενοχλούνται κάποιες εβραϊκές οργανώσεις, όταν τέτοιοι άνθρωποι αναλαμβάνουν και κυβερνητικά πόστα. Αλλά το κράτος του Ισραήλ δεν χρειάζεται υποβολείς. Και μάλιστα με επιλεκτική μνήμη.
Η περίπτωση των κυρίων Βορίδη και Γεωργιάδη είναι πράγματι ενδεικτική. Αντιμετωπίζεται όμως με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Κατά την προσωπική μου γνώμη και οι δύο υπήρξαν φανατικοί αντισημίτες. Και το… έστριψαν ανάποδα, όχι απαραίτητα επειδή κατάλαβαν το λάθος τους και είδαν το φως το αληθινό, αλλά επειδή συνειδητοποίησαν ότι δεν έχουν τύχη στην κεντρική πολιτική σκηνή με τέτοιου είδους ρατσιστικές εμμονές. Οι μετάνοιές τους πρωτίστως οφείλονται σε ένστικτο πολιτικής επιβίωσης και δευτερευόντως σε συνειδησιακούς λόγους.
Στην περίπτωση του Αδωνη η συγγνώμη θεωρήθηκε επαρκής. Στην περίπτωση του Βορίδη θεωρείται λιγότερο επαρκής. Δύο μέτρα και δύο σταθμά, ίσως επειδή ο πρώτος είναι πολύ πιο επιδέξιος στην καλλιέργεια δημοσίων σχέσεων, ενώ ο δεύτερος, παρότι πράγματι υιοθέτησε εσχάτως φιλοϊσραηλινές θέσεις (όπως π.χ. για την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ), δεν φρόντισε να κοινοποιήσει θορυβωδώς τη μεταστροφή του προς όλους όσοι (πιθανότατα δικαίως) τον εγκαλούσαν.
Ο Αδωνις, λοιπόν, έχει εξαγνιστεί, αλλά ο Βορίδης είναι ακόμη υπό κρίση. Και εσχάτως η υπουργοποίησή του προκάλεσε γκρίνιες, παρότι δεν θυμάμαι ανάλογα «διαβήματα» για τη συμμετοχή του στις κυβερνήσεις Σαμαρά.
Η ευαισθησία είναι ασφαλώς και κατανοητή και θεμιτή. Για μένα προσωπικά είναι και επιβεβλημένη, όταν πρόκειται για αρνητές του Ολοκαυτώματος. Ομως όλα τα παραπάνω δημιουργούν μια εικόνα ανακολουθίας, δύο μέτρων και δύο σταθμών, καθώς και επιλεκτικής μνήμης που ανασύρεται κατά το δοκούν, δημιουργώντας υπόνοιες για πολιτική υποκρισία. Τα ζητήματα που μπορεί να θέσουν σκιές στις άριστες διμερείς σχέσεις Ελλάδας – Ισραήλ είναι εξαιρετικά σοβαρά για να αφήνονται σε επιτήδειους υποβολείς με προσωπικές σκοπιμότητες ή εμπάθειες…