Γράφει ο Γιώργος Χαρβαλιάς
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Δημοκρατία”
Η αναθεώρηση καταστατικών διατάξεων στο Σύνταγμα μιας σύγχρονης δημοκρατίας δεν είναι ποτέ περιττή πολυτέλεια. Για τον απλούστατο λόγο ότι ακόμη και οι πιο θεμελιώδεις νόμοι που διέπουν τη λειτουργία ενός δημοκρατικού πολιτεύματος δεν γίνεται να είναι ούτε στατικοί ούτε ισόβιοι, από τη στιγμή που οι κοινωνίες εξελίσσονται.
Επαναπροσδιορίζονται ή και «επικαιροποιούνται», όσο αδόκιμος κι αν ακούγεται ο όρος, με βάση τρέχουσες λειτουργικές ανάγκες, αλλά και την εμπειρία του παρελθόντος που συχνά αποδεικνύει παραλείψεις ή και αστοχίες από την πλευρά του νομοθέτη.
Ακριβώς γι’ αυτό, λοιπόν, υπάρχει η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης. Που πρέπει να επιχειρείται στον κατάλληλο χρόνο και με τη μέγιστη δυνατή κοινοβουλευτική συναίνεση.
Σήμερα, αυτές οι δύο προϋποθέσεις δεν υπάρχουν. Ούτε η συγκυρία είναι ιδεώδης, με τη χώρα σε μία από τις κρισιμότερες περιόδους της νεότερης Ιστορίας της, ούτε ασφαλώς υπάρχει κλίμα πολιτικής συναίνεσης – ούτε καν στοιχειώδους συνεννόησης.
Βρισκόμαστε λίγους μήνες πριν από μια δύσκολη εκλογική αναμέτρηση, η οποία πιθανότατα θα αλλάξει το πολιτικό σκηνικό, και επιπλέον υπάρχουν μια κυβέρνηση που δίνει αγώνα επιβίωσης με κάθε μέσο και μια αξιωματική αντιπολίτευση που νιώθει ότι βρίσκεται στον προθάλαμο της εξουσίας και πλειοδοτεί σε μικροκομματικού τύπου μεθοδεύσεις.
Κατά το κοινώς λεγόμενο, δηλαδή, κυβέρνηση και αντιπολίτευση αναλώνονται σε καθημερινούς σκυλοκαβγάδες και δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε στο «τι καιρό κάνει σήμερα»!
Δεν είναι η ώρα, επομένως, για να συζητήσουν τα πολιτικά κόμματα ποιες ακριβώς αλλαγές χρειάζεται ο θεμελιώδης καταστατικός χάρτης της εθνικής νομοθεσίας – μόνο και μόνο επειδή είναι μαθηματικά βέβαιο ότι δεν θα συμφωνήσουν σε τίποτε άξιο λόγου.
Πολύ περισσότερο, η συνταγματική αναθεώρηση δεν μπορεί να είναι εργαλείο «επικοινωνιακού αντιπερισπασμού» ούτε να εξυπηρετεί φτηνές εκλογικές σκοπιμότητες. Κι αυτό πρέπει να το λάβουν υπόψη πρωτίστως η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός, που ανακινούν τη διαδικασία σε μια τόσο άκαιρη στιγμή.
Η πατρίδα δεν χρειάζεται ούτε αλλαγή πολιτειακής δομής ούτε περαιτέρω διαχωρισμούς κράτους – Εκκλησίας. Δεν είναι αυτές οι στρατηγικές προτεραιότητες, και όποιος προτάσσει «επίπλαστες» αναγκαιότητες δεν εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον.
Ακούω, δυστυχώς, ότι η κυβέρνηση προσανατολίζεται σε τέτοιου είδους «πυροτεχνήματα», ελπίζοντας προφανώς ότι θα κολακέψει τις προσδοκίες κάποιου «αριστερού» εκλογικού κοινού.
Ειδικότερα για τον περαιτέρω διαχωρισμό κράτους – Εκκλησίας, που μπορεί να φτάσει στην ακραία, ανιστόρητη και εθνομηδενιστική εκδοχή της «ουδετεροθρησκίας», ακούω ότι έχει εξασφαλιστεί η ανοχή -πιθανότατα και η συναίνεση- της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με μοναδικό αντάλλαγμα να συνεχίσει το κράτος να πληρώνει τους μισθούς και τις συντάξεις των κληρικών!
Ειλικρινά, δεν θέλω να πιστέψω ότι ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος έχει πέσει θύμα ενός τέτοιου αισχρού εκβιασμού – που δεν θα τολμούσε κανείς να εκστομίσει ούτε για αστείο στον μακαριστό Χριστόδουλο, γιατί την επόμενη ημέρα θα είχε κατεβάσει τον κόσμο στους δρόμους.
Δεν κατανοώ, επίσης, στην κατάσταση που βρισκόμαστε, σε τι θα ωφελήσει η απευθείας εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, ιδέα με την οποία, σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, φλερτάρει και η Νέα Δημοκρατία. Θα εμβαθύνει, μήπως, περαιτέρω την ανώριμη δημοκρατία μας; Ή θα οδηγήσει σε μια παντελώς αχρείαστη δυαρχία, όπως ορθότατα προειδοποιεί ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος;
Υπάρχει Ελληνας που να πιστεύει σήμερα ότι οι πολιτικές συνθήκες θα επιτρέψουν, για παράδειγμα, την… ειρηνική συνύπαρξη Προέδρου (με αυξημένες, μάλιστα, αρμοδιότητες) και πρωθυπουργού από αντίπαλα κόμματα; Αστειευόμαστε ή παίζουμε με τους ήδη τραυματισμένους θεσμούς;
Ας αφήσουν λοιπόν τα καλαμπούρια τα κόμματα κι ας κοιτάξουν καλύτερα τα πραγματικά προβλήματα του τόπου, ο οποίος έχει βρεθεί σε δανειακή εξάρτηση και οικονομική ανέχεια εξαιτίας της παταγώδους αποτυχίας του πολιτικού συστήματος.
Υπάρχουν πράγματι πολλά ανοιχτά ζητήματα που πρέπει να ρυθμιστούν στη χώρα, αλλά ούτε η κυβέρνηση ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση δείχνει, δυστυχώς, ότι μεριμνεί προς αυτή την κατεύθυνση. Μοναδικό μέλημά τους είναι πώς θα χαϊδέψουν αυτιά για να κερδίσουν «ψηφαλάκια» στις ερχόμενες εκλογές…