Γράφει ο Γιάννης Πολίτης
Πηγή: real.gr
Ξέρω πολλούς που πήγαν την περασμένη Κυριακή στο Σύνταγμα. Δεκάδες φίλοι και γνωστοί μου, από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, πήραν θέση από νωρίς μπροστά στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Κανείς, από όσους ξέρω εγώ τουλάχιστον, δεν είναι ακροδεξιός. Πολλοί ήταν Νεοδημοκράτες, αρκετοί Πασοκτζήδες και κάποιοι που στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, για να φύγει η Ελλάδα από τα μνημόνια και να πάψουν οι ίδιοι να πληρώνουν ΕΝΦΙΑ. Πριν από δύο χρόνια θα στοιχημάτιζα ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν θα σηκώνονταν από τον καναπέ γι’ αυτό το θέμα. Αυτό πίστευαν και στο Μαξίμου και ξεκίνησαν στραβά. Από την πρώτη στιγμή το επιτελείο του πρωθυπουργού, είτε από αλαζονεία, που υπαγορεύεται από τη λογική «εμείς τα καταφέρνουμε όλα», είτε από κομματική κουτοπονηριά, νόμιζε ότι το Σκοπιανό ήταν μια κίνηση-ματ που θα διέλυε τη Δεξιά και θα αναδιάτασσε το πολιτικό σκηνικό.
Ακούω με προσοχή την άποψη αυτών που λένε ότι τα συλλαλητήρια για το εθνικό μας θέμα είναι μηδενιστικά γιατί δεν έχουν ρεαλιστική πρόταση. Και ότι οι οργισμένοι διαδηλωτές λένε «όχι» σε όλα. Δηλαδή, αυτό που ζητούν είναι να βάλουμε το θέμα και πάλι στο ράφι για πολλές δεκαετίες. Ετσι θα συνεχίσουμε να καταδικάζουμε στη φτώχεια και στην απομόνωση τους γείτονές μας και θα εξοργίζουμε Αμερικανούς και Γερμανούς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χρεοκοπημένη χώρα μας. Αυτή είναι μία άποψη που δεν την προσπερνάς γιατί έχει και βάση και λογική. Πράγματι, στη διπλωματία -και ιδιαίτερα όταν καλείται να διαχειριστεί κρίσιμα θέματα- δεν υπάρχει άσπρο-μαύρο. Δεν υπάρχει ο απόλυτος νικητής. Υπάρχει σοβαρή διαπραγμάτευση για να συναντηθούν δύο διαφορετικοί κόσμοι κάπου στη μέση. Αυτό δεν συνέβη στην περίπτωσή μας γιατί ο πρωθυπουργός και τότε υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς αντιμετώπισαν ένα ευαίσθητο θέμα με όρους εσωτερικής πολιτικής.
Γι’ αυτό ακριβώς έκαναν μυστική διπλωματία και δεν ανοίξαν το παιχνίδι από την αρχή ως όφειλαν. Πώς επιλύεται ένα πολυετές κρίσιμο εθνικό θέμα; Δεν χρειάζεται πολλή φαντασία. Η απλή λογική λέει ότι τουλάχιστον τα δύο μεγάλα κόμματα που εκπροσωπούν το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού βρίσκονται σε απόλυτη συνεννόηση. Στην περίπτωσή μας δεν αρκούσαν ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Δημοκρατία, ήταν απαραίτητη και η συμμετοχή του ΚΙΝΑΛ που μπορεί σήμερα να είναι μικρό, αλλά έχει ρίζες στην κοινωνία.
Ο πρωθυπουργός, λοιπόν, όφειλε -ως πρώτη κίνηση- να καλέσει τους αρχηγούς, να ανοίξει τα χαρτιά του, να βάλει στην άκρη το «υπερ-εγώ» και να ζητήσει συνεργασία με ίσους όρους για την επίλυση του θέματος. Ο ισχυρισμός ότι ήταν απαραίτητη η μυστική διπλωματία για να φτάσουμε σε αποτέλεσμα είναι μπαρούφα, γιατί στο Σκοπιανό οι θέσεις των δύο χωρών έχουν περάσει από 40 κύματα και είναι γνωστές μέχρι και στο πιο μικρό καφενείο τις χώρας.
Εάν δεν υπήρχε συμφωνία σε επίπεδο κορυφής και η αντιπολίτευση έβαζε τρικλοποδιές, τότε ο πρωθυπουργός θα είχε τη νομιμοποίηση να βγει και να πει ανοιχτά την αλήθεια ότι επιχείρησε να συγκροτήσει ένα εθνικό μέτωπο και βρήκε πόρτες κλειστές. Τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Η κυβέρνηση τζόγαρε. Επαιξε με μπλόφες και αιφνιδιασμούς. Αυτά, ωστόσο, έγιναν μπούμερανγκ και έχασε τρία από τα τέσσερα στοιχήματά της.
Το πρώτο και το μεγαλύτερο είναι ότι αντί να διαλύσει τη Νέα Δημοκρατία, τη συσπείρωσε κατά τρόπο πρωτοφανή. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μέσα από αυτή τη συγκυρία, μετατοπίστηκε δεξιά και είναι αδιαφιλονίκητους αρχηγός της. Συντάχθηκαν μαζί του όλοι όσοι μέχρι εκείνη την ώρα τον παρατηρούσαν με επιφύλαξη.
Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών βρέθηκε απέναντι στην κυβέρνηση και την κατηγορεί για πλήρη υποταγή στις απαιτήσεις των συμμάχων και για οριστική εκχώρηση της ιστορίας της Μακεδονίας μας.
Η κυβέρνηση πέτυχε μόνο μια μερική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Τραυμάτισε το ΚΙΝΑΛ, αλλά δεν το διέλυσε, όπως ήταν η μεγάλη της επιθυμία. Διέλυσε μόνο το Ποτάμι, αλλά η μεγαλύτερη ομάδα από τους λίγους ψηφοφόρους που είχαν απομείνει στο κόμμα του Σταύρου Θεοδωράκη κατευθύνεται προς τη Νέα Δημοκρατία και όχι προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Σίγουρα κατάφερε να έχει την πλήρη και απόλυτη στήριξη -η ζωή θα δείξει για πόσο διάστημα -των Αμερικανών και των Γερμανών. Μια επιτυχία που κάθε άλλο παρά κάνει χαρούμενη την παλιά αριστερή βάση του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν διαβάσει, όμως, κανείς τη μεγάλη εικόνα όλων αυτών των ημερών, η καλή ή η κακή τύχη των κομμάτων σε αυτές εκλογές έχει μικρή αξία για τον ιστορικό του μέλλοντος. Το μεγάλο κακό που έγινε στη χώρα είναι ο διχασμός. Το τραύμα που άνοιξε είναι μεγάλο και δεν θα κλείσει σύντομα με τα πέντε φιλολαϊκά νομοσχέδια που ετοιμάζεται να φέρει η κυβέρνηση μέχρι τις εκλογές. Οι Ελληνες αντιδρούν με συναίσθημα που μετατρέπεται εύκολα σε θυμό και αυτό δεν εκτονώνεται με συγκυριακά αντίδωρα. Πέρασαν 30 χρόνια και ο θυμός βράζει, κόντρα σε κάθε πρόβλεψη.