Γράφει ο Γιάννης Παπαδογιάννης
Κομβικό στοιχείο της πρότασης από την Τρ. Ελλάδος είναι η ένταξη στην bad bank του 100% των «κόκκινων» δανείων, συμπεριλαμβανομένων και των νέων που θα δημιουργηθούν εξαιτίας της πανδημίας.
Την απορρόφηση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τόσο του σημερινού αποθέματος όσο και των νέων «κόκκινων» που θα δημιουργηθούν λόγω της πανδημίας, προβλέπει το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος για τη δημιουργία εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC).
Όπως προκύπτει από την Ενδιάμεση Έκθεση της ΤτΕ που δημοσιεύτηκε χθες, η πρόταση της κεντρικής τράπεζας φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει ριζικά και οριστικά το χρόνιο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που κρατά καθηλωμένο το τραπεζικό σύστημα τα τελευταία χρόνια. Κομβικό στοιχείο της πρότασης αποτελεί η πρόβλεψη ότι το 100% των «κόκκινων» δανείων συμπεριλαμβανομένων και των νέων που θα δημιουργηθούν εξαιτίας της πανδημίας, θα μπορούν να ενταχθούν στην AMC.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η πρόταση για τη δημιουργία bad bank αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας συνολικής στρατηγικής για τον τραπεζικό κλάδο, προκειμένου να επιτύχει ταυτόχρονα μία σειρά από επιμέρους στόχους:
την οριστική και ταυτόχρονη διευθέτηση των προβλημάτων που απορρέουν από την ύπαρξη ενός υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (DTC), η οποία αποτελεί μακράν το μεγαλύτερο ποσοστό των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών,
την ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας, προκειμένου οι τράπεζες να μπορούν να παράγουν εσωτερικά κεφάλαιο σε διατηρήσιμη βάση,
την αποφυγή αδικαιολόγητης απίσχνανσης (undue dilution) των υφιστάμενων μετόχων, ώστε να υπάρχουν ουσιαστικά κίνητρα συμμετοχής τους σε ενδεχόμενες μελλοντικές αυξήσεις κεφαλαίου,
την αποφυγή χρήσης κρατικών ενισχύσεων, ώστε αφενός μεν να περιοριστεί ο ηθικός κίνδυνος (moral hazard), αφετέρου δε να ενισχυθεί περαιτέρω η χρηματοπιστωτική σταθερότητα με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών,
τη διαμόρφωση συνθηκών πλήρους διαφάνειας για την ορθή απεικόνιση των υφιστάμενων και μελλοντικών ζημιών των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών και, τέλος,
τον επαναπροσδιορισμό του επιχειρηματικού μοντέλου των τραπεζών, προκειμένου να παρουσιαστεί μία ελκυστική επενδυτική πρόταση.
Σημειώνεται ότι η ΤτΕ κατέθεσε στο τέλος Σεπτεμβρίου την αναλυτική πρόταση στην κυβέρνηση, η οποία την εξετάζει με τη βοήθεια συμβούλων. Για την υλοποίηση της πρότασης είναι απαραίτητη η προώθησή της από την κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση μέχρι στιγμής δεν έχει ανοίξει το χαρτιά της αποφεύγοντας να τοποθετηθεί για το σχέδιο. Το οικονομικό επιτελείο αποφεύγει να σχολιάσει το σχέδιο, δημιουργώντας σε πολλούς την εντύπωση ότι αντιμετωπίζει με επιφυλάξεις, αν όχι αρνητικά, την κίνηση της ΤτΕ. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση προχωρά εντατικά για την επέκταση του σχεδίου κρατικών εγγυήσεων, μέσω του Ηρακλή ΙΙ.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Business Daily δεν έχει γίνει καμία επαφή της κυβέρνησης ή των συμβούλων της με τις τράπεζες, ώστε να συζητήσουν τις τεχνικές πτυχές του σχεδίου και να λάβουν το feedback των τραπεζών.
Από την άλλη πλευρά, πληροφορίες αναφέρουν ότι υπάρχουν διαβουλεύσεις μεταξύ ΤτΕ και των συμβούλων του Δημοσίου που εξετάζουν την πρόταση για την bad bank.
Στελέχη τραπεζών επισημαίνουν στο Business Daily ότι η πρόταση της ΤτΕ έχει πολλά πλεονεκτήματα και μπορεί να οδηγήσει στην άμεση εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, ωστόσο υπάρχουν πολλά σημεία που θα πρέπει να αποσαφηνιστούν όπως η συμβατοτητά της με τους κανόνες περί κρατικών εγγυήσεων της Κομισιόν αλλά και το κόστος υλοποίησης.
Όπως σημειώνει επιτελικό στέλεχος τράπεζας ακόμα δεν υπάρχει σαφής ορατότητα για την bad bank καθώς οι συζητήσεις γίνονται αποκλειστικά μεταξύ συμβούλων. Σε ότι αφορά το κόστος τονίζουν για να μπορέσει να γίνει σχετική αξιολόγηση θα πρέπει να καθοριστούν κάποιοι όροι του σχεδίου.
Την ίδια ώρα μεγάλη κινητικότητα επικρατεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται ότι αυτή την εβδομάδα θα παρουσιάσει αναλυτικό σχέδιο για την ίδρυση bad banks σε εθνικό επίπεδο.
Μάλιστα, η αρμόδια επίτροπος για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, Μαρέιντ Μαγκίνες υπογράμμισε ότι «αν δεν κάνουμε κάτι, αν αφήσουμε τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στους ισολογισμούς των τραπεζών, τότε πραγματικά θα κοπεί η παροχή πιστώσεων στην πραγματική οικονομία. Γι’ αυτό πρέπει να δράσουμε, πρέπει να προετοιμασθούμε γι’ αυτό το ενδεχόμενο».
Δεν αρκεί ο Ηρακλής
Όπως σημειώνεται στην Ενδιάμεση Έκθεση η ανάκαμψη από την κρίση της πανδημίας με την επαναφορά της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και τη βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών της χώρας απαιτεί την ενεργό συνδρομή του πιστωτικού συστήματος. Συνεπώς, η μεμονωμένη αντιμετώπιση των επιμέρους προκλήσεων του τραπεζικού τομέα δεν θα είναι τόσο αποτελεσματική, καθώς δεν θα δώσει τη δυναμική που απαιτείται για την επανεκκίνηση της.
Τα υφιστάμενα διαθέσιμα εργαλεία στην προσπάθεια μείωσης του αποθέματος ΜΕΔ, συμπεριλαμβανομένης της πρωτοβουλίας του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS), κινούνται ορθώς στον άξονα της βελτίωσης της ποιότητας των ισολογισμών των τραπεζών.
Ωστόσο, μια σειρά παραγόντων καθιστούν αναγκαία τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων, δεδομένου ότι στην παρούσα συγκυρία είναι περιορισμένες οι εναλλακτικές προτάσεις. Συγκεκριμένα:
με το διαθέσιμο απόθεμα ΜΕΔ να προσδιορίζεται στα 58,7 δισεκ. ευρώ με στοιχεία γ΄ τριμήνου του 2020,
την αβεβαιότητα αναφορικά με την αναμενόμενη επιδείνωση του εν λόγω αποθέματος ΜΕΔ το επόμενο διάστημα,
την περιορισμένη δυνατότητα για τη δημιουργία κεφαλαίου από τις τράπεζες, λόγω χαμηλής κερδοφορίας,
την εκτιμώμενη επιδείνωση του ποσοστού της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (DTC) έναντι του Δημοσίου επί των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, αλλά κυρίως
την επιτακτική ανάγκη χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες τόσο από τις τράπεζες όσο και από την Πολιτεία.
Η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος κινείται στους παρακάτω άξονες:
Προκρίνει τη μεταφορά σε ποσοστό μέχρι το 100% του υφιστάμενου αποθέματος ΜΕΔ, καθώς και των νέων ΜΕΔ που θα προκύψουν μετά το πέρας της πανδημίας, στην AMC.
Αξιοποιεί τις υφιστάμενες υποδομές των τραπεζών και τη συμμετοχή τρίτων μερών στους τομείς διαχείρισης των ΜΕΔ, δεδομένου ότι προβλέπει τη μεταφορά των υφιστάμενων σχέσεων παράλληλα με το απόθεμα ΜΕΔ στην AMC.
Επιτρέπει την κατάρτιση συναλλαγών τιτλοποιήσεων αμιγώς με όρους αγοράς με τη διάθεση του μεγαλύτερου τμήματος των υπό έκδοση τίτλων σε επενδυτές, επιταχύνοντας την εξυγίανση των τραπεζών.
Διαφοροποιεί τις πηγές εσόδων της αποζημίωσης που λαμβάνει το Ελληνικό Δημόσιο σε αντιστάθμιση για τη χορήγηση εγγύησης. Πρωτίστως, με τη μορφή φορολογικών εσόδων σχετιζόμενων με το ύψος της ονομαστικής αξίας των υπό μεταφορά ΜΕΔ προς την AMC. Δευτερευόντως, με ταμειακή μορφή μέσω ενός σταθερού επιτοκιακού εσόδου υπολογισμένου επί του ποσού της ονομαστικής χορηγηθείσας εγγύησης και, τέλος, με τη μορφή τίτλων από τις τιτλοποιήσεις.
Προσδιορίζει ότι οι ενδεχόμενες ζημίες που σχετίζονται με το υφιστάμενο απόθεμα ΜΕΔ καταλογίζονται στις τράπεζες και καλύπτονται αποκλειστικά από αυτές και όχι από τον Έλληνα φορολογούμενο.
Αναλώνει, για την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, το τμήμα των εποπτικών τους κεφαλαίων το οποίο αφορά αποκλειστικά και μόνο την αναβαλλόμενη οριστική και εκκαθαρισμένη φορολογική απαίτηση (DTC), με την ενεργοποίηση μηχανισμού συμψηφισμού με ενδεχόμενες ζημίες, και όχι το τμήμα των λοιπών στοιχείων του Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1).
Διευκολύνει το τραπεζικό σύστημα με τη χορήγηση της δυνατότητας σταδιακής καταβολής του κόστους εξυγίανσης σε βάθος πενταετίας, δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο ώστε να διαμορφωθεί ένας ομαλός οδικός χάρτης επαναφοράς σε διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και συνεπώς και λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.
Απελευθερώνει χρηματοδοτικούς και φυσικούς πόρους, είτε αυτοί σχετίζονται με εμπράγματες εξασφαλίσεις, που θα αξιοποιηθούν από βιώσιμες οικονομικές μονάδες, είτε μέσω της αναδιανομής πόρων από τον τραπεζικό τομέα στο πλαίσιο της ενίσχυσης των αναπτυξιακών τάσεων της πραγματικής οικονομίας.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η πρόταση δεν αποσκοπεί απλώς στην εξυγίανση των τραπεζών, αλλά ταυτόχρονα σε εκτέλεση συναλλαγών σε όρους αγοράς, με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών.