Γράφει ο Γιάννης Πανούσης
Τέως Αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών & Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Καθηγητής Εγκληματολογίας Παν/μιου Αθηνών
Πλαστές, εικονικές, κατασκευασμένες ειδήσεις, με καλούς και κακούς να εναλλάσσονται σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, με μύθους ημι-αλήθειας και ιδεολογίες ημι-ψέματος, με διαφανή ενδιαφέροντα και αδιαφανή συμφέροντα, με χυδαία προπαγάνδα και δήθεν επιστημονική τεκμηρίωση, μας έχουν εδώ και πολύ καιρό τυφλώσει. Μία κοινωνία που δεν είχε ανάγκη το ανώνυμο διαδίκτυο ή τα κακοήθη κοινωνικά δίκτυα[ή μήπως, δίχτυα;] για ν’ αμαυρώσουν ό,τι/όποιον εξέχει, σκύβοντας ταυτόγχρονα το κεφάλι σε όποιον κατέχει και κατηγορώντας όποιον απέχει, βρίσκεται τώρα σε πλήρη σύγχυση ελλείψει στόχου.
Τάχατες διανοούμενοι που δεν βγάζουν άχνα όταν πυροβολούνται οι αντίπαλοι, ενώ κραυγάζουν “για δολοφονία χαρακτήρων” όταν αμφισβητούνται οι ίδιοι, έχασαν την όποια αξιοπιστία τους. Δημοσιογράφοι ως επαγγελματίες πολιτικοί και οι πολιτικοί ως ερασιτέχνες δημοσιογραφούντες λειτουργούν άναρχα λόγω εξαφάνισης των παλαιών δικτύων διαπλοκής.
Λαϊκά δικαστήρια με ανά χείρας το νόμο του Λιντς, με τους δημαγωγούς ως εισαγγελείς και τους λογοκριτές ως δικαστές και χωρίς υπεράσπιση των καταγγελλομένων, αντικαθιστούν θεσμούς του Κράτους δικαίου και καθιστούν την ιδιωτικότητα και τα προσωπικά δεδομένα κουρελόχαρτα.
Κάθε Κόμμα, εκτός από την ιδεολογία του και το λαό του [sic], διαθέτει και τη δική του γλώσσα επικοινωνίας της διακινδύνευσης, τις δικές του εκφράσεις αντί-στασης, ίσως και το δικό του συντακτικό δημόσιου λόγου, ξεχνώντας ότι η ελευθερία της γλώσσας προϋποθέτει μία γλώσσα στην υπηρεσία της ελευθερίας. Αυτή η ελευθερία του [παρα]λόγου, η ρητορική του Τίποτα, η επιχειρηματολογία δίχως πειθώ, ως προς τη λογική της συνέπεια [ή και την ηθική της βάση], δημιουργεί νέφη νοθείας βιάζοντας όλες τις αρχές της δεοντολογίας.
Η υποκουλτούρα του βάρβαρου και βίαιου λόγου συνδυάζεται με την παραπληροφόρηση και το λαϊκισμό για να “τιμωρήσουν” την ελίτ της επιστήμης και της τέχνης και να καλλιεργήσουν τη φοβία για οποιαδήποτε μη-αρεστή, μη-συμβατή με τις σκοπιμότητές τους ή απρόσμενη είδηση.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά το δικαίωμα στην πληροφόρηση και η δημοκρατική συμμετοχή στην επικοινωνία εκφυλίζεται σε λαϊκή συνενοχή στην αποδοχή άνευ όρων μιας φανταστικής πραγματικότητας που διαχειρίζεται μία εικονική πολιτική τάξη.
Από την πολιτική ορθότητα της ομοιομορφίας [που φοβούνται μερικοί υπερευαίσθητοι] στην πολιτική ανορθότητα της ανομοιογένειας [την οποία χειροκροτούν οι “δικαιωματιστές”] ενός Κορονοϊού μιντιακή επιδρομή.
Ποτέ ως λαός δεν τα πηγαίναμε καλά με την αλήθεια, μόνο που σήμερα δεν παίζεται κάποια δικαίωση ιδεολογίας αλλά η υγεία και η ζωή όλων των Ελλήνων [ανεξαρτήτως χρώματος, φύλου, θρησκείας ή πεποιθήσεων].