Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Ώρα για λίγη «χειραγώγηση του ΣΥΡΙΖΑ» που θα έλεγε και ο Π. Σκουρλέτης. Με αφορμή ένα άρθρο – στην Αυγή- του τομεάρχη Οικονομίας Νίκου Παππά.
Απευθυνόμενος «σε όλα τα κόμματα του προοδευτικού χώρου» σημειώνει ότι «η κρίση επιβάλλει την εφαρμογή προοδευτικών πολιτικών» και ότι «σήμερα είναι η στιγμή για τη συγκρότηση μίας πολιτικής και κοινωνικής συμμαχίας».
Σε κάποιο σημείο βέβαια κάνει κι αυτός τη «ζαβολιά» του, αναφέροντας: «Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κορμός, εκ των πραγμάτων, της προοδευτικής αριστερής παράταξης της χώρας».
Είχαμε την εντύπωση ότι το κόμμα που προσπαθούν διαμορφώσουν έχει τον -προσωρινό έστω- τίτλο «ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία «. Όχι σκέτο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο.
Ο πρώην υπουργός αναφέρεται σε «προοδευτικές πολιτικές» και σε «πολιτική και κοινωνική συμμαχία».
Αλλά στο κόμμα του γύρω από αυτούς τους ορισμούς υπάρχει σύγχυση, ασάφεια, αλλά και σύγκρουση. Και πάντως δεν υπάρχει οριστική και σαφής θέση.
Μιλάνε για απλή συνεργασία των κομμάτων της αντιπολίτευσης και συντονισμό τους στη Βουλή;
Για κοινή κάθοδο στις εκλογές, υπό μορφή συνασπισμού; Για χωριστή κάθοδο και μετεκλογική συνεργασία;
Ή για διαμόρφωση νέου κόμματος που θα συνενώσει όλες τις προοδευτικές δυνάμεις, κατά το πρότυπο του 1981 με το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου;
Χωρίς να είναι καθαρό πού πάει αυτή η συζήτηση δεν θα μπορέσει να προχωρήσει.
Μειοψηφικές εμμονές
Κάποιοι στην Κουμουνδούρου αναφέρονται επίμονα σε «συμμαχίες» και εννοούν έναν ασάλευτο ΣΥΡΙΖΑ που απλώς θα συμπράττει και θα συνεργάζεται με άλλα κόμματα.
Αυτό σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μετασχηματιστεί, δεν θα αλλάξει και δεν θα διευρυνθεί.
Θα μείνει ως έχει οργανωτικά, ιδεολογικά και πολιτικά. Και, ως ένα μεγαλύτερο ΚΚΕ, θα στήνει και καμία συνεργασία.
Αυτή είναι μειοψηφική επιλογή και προεξοφλεί την ήττα. Αν δεν την επιδιώκει κιόλας, στο όνομα της «αριστερής καθαρότητας».
Αυτοί που την υποστηρίζουν έχουν, από το βράδυ των εκλογών κιόλας, υιοθετήσει την βολική ικανοποίηση του δευτέρου κόμματος.
Αν αυτή καταλήξει να είναι η στρατηγική του κόμματος, οι ψηφοφόροι του 36%, ή του 32% θα πάνε να «κόψουν ρόδα μυρωμένα, κρίνους, ανθούς και πασχαλιές».
Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ ή θα είναι κυβερνώσα δύναμη ή θα επιστρέψει τα παλιά περιθωριακά ποσοστά.
Αν μετά από τις εκλογές χρειαστεί να αναζητήσει κυβερνητικές συμμαχίες είναι άλλη υπόθεση. Με την προϋπόθεση ότι δεν θα καταλήξει πάλι σε κάποιον Καμμένο.
Ποιος είναι ο στόχος;
Η επιδίωξη ενός μεγάλου κόμματος, πρέπει να είναι η νίκη. Δηλαδή η δημιουργία προϋποθέσεων για την νίκη.
Αυτό, για όσους το παραβλέπουν διασφαλίζεται με ψήφους. Και οι ψήφοι πέφτουν στην κάλπη ανάλογα με τη φυσιογνωμία του κόμματος την προσωπικότητα του αρχηγού, τα πρόσωπα που τον περιβάλλουν και το πρόγραμμα του προτείνει.
Άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Ένα μεγάλο κόμμα το πρώτο που πρέπει να ξεκαθαρίζει είναι αν επιδιώκει την επουράνιο «αριστερή» βασιλεία ή την επίγειο «κυβερνητική».
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ πάει σε εκλογές για να ηττηθεί, αρκεί να διατηρήσει την «αριστερό» χαρακτήρα του, δεν έχει μέλλον.
Δεν έχουμε στην Ελλάδα, τόσους πόσους οπαδούς της Αριστεράς, όπως την εννοούν κάποιοι στην Κουμουνδούρου.
Πίσω από την επιλογή της «καθαρότητας» κρύβεται η πολιτική αδυναμία, η οπισθοδρόμηση, η ιδεοληψία και η έλλειψη ηγετικής ομάδας που μπορεί να διαμορφώσει πλειοψηφική πρόταση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία τύχη αν επικρατήσει αυτή η πλευρά -που έχει εν δυνάμει εκπρόσωπο τον συγκροτημένο και ευπρεπή Ευκλείδη Τσακαλώτο.
Δεν είναι ρεβάνς
Δεν έχει όμως και αν παραμείνουν στην άλλη πλευρά -σε όσους συσπειρώνονται στον Αλέξη Τσίπρα- δυο λανθασμένες εντυπώσεις:
Πρώτο ότι το ζητούμενο είναι να ανακάμψει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ουδείς ενδιαφέρεται. Το ζητούμενο είναι να ανακάμψει η χώρα.
Αν έχει να της προσφέρει εναλλακτική λύση ο ΣΥΡΙΖΑ θα το προτιμήσουν. Αν καταλάβουν ότι απλώς επιδιώκει τη ρεβάνς θα του γυρίσουν τη πλάτη.
Το δεύτερο λάθος είναι να νομίζουν ότι η ανάκαμψη θα επέλθει όταν οξύνουν τις πολιτικές εντάσεις απέναντι στις προβληματικές πλευρές της κυβέρνησης Μητσοτάκη -σιγά το δύσκολο- για να τη φθείρουν.
Αυτό όμως δεν είναι πολιτική. Είναι συνδικαλισμός.
Η πολιτική εκτός από τη μαχητική αντιπολίτευση εκδηλώνεται με πρωτοβουλίες, προτάσεις, ανάδειξη ηγετικής ομάδας με αναγνώριση και επιρροή στην κοινωνία και πρωτίστως με ισχυρό ηγέτη που τη διευθύνει.
Ο ρόλος του Τσίπρα
Για να αρχίσουμε από το τελευταίο: Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προοπτική με τον Αλέξη Τσίπρα στην ούγια και στη μαρκίζα ταυτόχρονα.
Όχι ως «κράχτη», αλλά ως διαμορφωτή της κομματικής φυσιογνωμίας και πολιτικής.
Χωρίς τον Τσίπρα δεν υπάρχει αυτό το κόμμα. Τουλάχιστον δεν μπορεί να συσπειρώσει όσους του έδωσαν τα ποσοστά που παίρνει από το 2015.
Αυτοί έχρισαν τον Τσίπρα κάτι περισσότερο από πρόεδρο τη ΣΥΡΙΖΑ: τον αναγνωρίζουν ως φυσικό ηγέτη της Δημοκρατικής Παράταξης. Νοούμενης ως σύνολο Κεντροαριστεράς, Αριστεράς και συναφών δυνάμεων ή προσωπικοτήτων .
Για να παίξει όμως ο Τσίπρας αυτόν το ρόλο πρέπει να υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις:
Πρωτίστως, να διαμορφώσει έναν νέο πολιτικό φορέα.
Δεύτερο, να εκπονήσει εμπροσθοβαρές, ριζοσπαστικό πρόγραμμα διακυβέρνησης, ως εναλλακτική λύση.
Τρίτο, να ορίσει με ποια πολιτικά στελέχη θα το παρουσιάσει.
Αν αυτές οι προϋποθέσεις διαμορφωθούν έγκαιρα η πρωτοκαθεδρία του στον δημοκρατικό χώρο θα αναγνωρισθεί και από τις άλλες δυνάμεις.
Ακόμα αν οι ηγεσίες τους δεν πάρουν το μήνυμα, η βάση τους θα συσπειρωθεί στον φορέα του οποίου θα ηγείται Τσίπρας.
Θα δώσουν τη μάχη για το εκλογικό αποτέλεσμα που θα επιτρέψει την εφαρμογή αυτού του προγράμματος,
Ποιος φεύγει και ποιος έρχεται
Η πολιτική εκλαμβάνεται από τους πολίτες ως αλλαγή φρουράς, εκτός από αλλαγή πολιτικής. Και καμία φορά είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιο προηγείται.
Εκτός από τι θα αλλάξει οι ψηφοφόροι θέλουν να ξέρουν και με ποιον θα αλλάξει. Ποιος θα φύγει και ποιος θα έλθει. Αν είναι να φύγουν οι σημερινοί για να έλθουν πακέτο οι χθεσινοί, πολλοί θα σκεφθούν «να μένει το βύσσινο».
Έτσι κι αλλιως αυτή τη φορά δεν υπάρχει το αντιμνημονιακό κύμα που «καβάλησε» το 2015 -χάρη την προσωπική ακτινοβολία του Τσίπρα -ο ΣΥΡΙΖΑ και ας ήταν τσούρμο άτακτων, ως κόμμα.
Στον ΣΥΡΙΖΑ έκαναν λάθος μετά την ήττα του 2019 προβάλλοντας το καλό ποσοστό για να μην δουν κατάματα τις αιτίες της ήττας, σε σχέση με πολιτικές επιλογές και πρόσωπα.
Η διεύρυνση στη βάση ήταν στρουθοκαμηλισμός -ή προπέτασμα καπνού- για να μην φτάσει το μαχαίρι της αυτοκριτικής στο κόκαλο. Γι’ αυτό απέτυχε.
Ο νέος πολιτικός φορέας -αν υπάρξει- θα πρέπει να πείσει ότι έχει απομακρυνθεί από όσα τον οδήγησαν στην ήττα.
Γιατί θα βρεθεί απέναντι στις ισχυρές, επικοινωνιακά και οικονομικά, δυνάμεις που συμπράττουν με το σύστημα Μητσοτάκη. Και θα έχει να αντιμετωπίσει αυτό που προβάλλει ως άγια των αγίων της πολιτικής του: την απλή αναλογική.
Στις εκλογές ισχύει πάντα μια πανάρχαια αλήθεια. Ο πρώτος, είναι πρώτος. Και ο δεύτερος, δεύτερος.