Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Μετά το Αγαθονήσι που η ίδια έβρισκε «πολύ μακριά» από το εθνικό κέντρο, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου διέπραξε χθες ασυγχώρητη γκάφα, αναφερόμενη στο Κυπριακό.
Για την ακρίβεια υποδεχόμενη τον Πρόεδρο της Κύπρου Νίκο Αναστασιάδη στο Προεδρικό Μέγαρο στην Αθήνα το χαρακτήρισε: ‘Κορυφαίο εθνικό θέμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Συνεχίζοντας, χωρίς επίγνωση της διατύπωσης που εκφώνησε, είπε στον ομόλογό της -στο βλέμμα του οποίου ήταν εμφανής για τους παρατηρητικούς ο αιφνιδιασμός γι’ αυτό που άκουγε- ότι:
«Η Ελλάδα θα συνεχίσει να παραμένει σταθερά στο πλευρό της Κυπριακής Δημοκρατίας και θα υποστηρίζει πλήρως την προσπάθεια εξεύρεσης μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης στη βάση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και του ευρωπαϊκού κεκτημένου».
Για να μην πάμε πολύ παλαιά, αλλά να μείνουμε στους δυο τελευταίους εκ των προκάτοχων της -τον Κάρολο Παπούλια και τον Προκόπη Παυλόπουλο– και τους δυο τελευταίους Πρωθυπουργούς- τον Αλέξη Τσίπρα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, συν τους αντίστοιχους υπουργούς τους επί των Εξωτερικών σε κάθε ευκαιρία τόνιζαν – παρότι προέρχονται από διαφορετικές παρατάξεις -με σαφήνεια: το Κυπριακό δεν είναι Εθνικό, αλλά Διεθνές και Ευρωπαϊκό ζήτημα.
Δεν είναι δηλαδή θέμα που αφορά πρωτίστως ή αποκλειστικά την ελληνική εξωτερική πολιτική, ούτε διμερές ζήτημα με την Τουρκία, αλλά θέμα της διεθνούς κοινότητας, καθώς ένα τμήμα της Κυριακής Δημοκρατίας βρίσκεται υπό εισβολή και κατοχή.
Χωρίς αυτές τις επισημάνσεις οι αναφορές σε λύση, στον ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο δεν έχουν νόημα.
Και οι κλητήρες στο υπουργείο Εξωτερικών, το Μέγαρο Μαξίμου, το Προεδρικό Μέγαρο και τη Βουλή γνωρίζουν τις πάγιες θέσεις της Ελλάδας και της Κύπρου και κυρίως τις ακριβείς διατυπώσεις που τις αποτυπώνουν– καθώς αυτό έχει σημασία στις διεθνείς σχέσεις.
Για την Ελλάδα και την Κυριακή Δημοκρατία, που είναι πλήρες μέλος της της Ευρωπαϊκής Ένωσης- αλλά και της Ευρωζώνης- ως λύση του Κυπριακού νοείται μόνο μια: ομοσπονδιακή και όχι συνομοσπονδιακή μορφή, με ενιαία διεθνή προσωπικότητα, μια ιθαγένεια και πλήρη κυριαρχία.
Ως νομικός η Πρόεδρος δεν αγνοεί -και πάντως δεν το αγνοούν οι αρμόδιες υπηρεσίες της Προεδρίας- ότι η πλήρης κυριαρχία του κράτους-μέλους της Ένωσης, κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν ανέχεται ούτε στρατεύματα κατοχής, ούτε εγγυήσεις τρίτων.
Αυτό μετά την ένταξη της Κύπρου στην ευρωπαϊκή οικογένεια συνιστά κατάκτηση για την Ελλάδα έναντι της Τουρκίας , που επιχειρούσε ως τότε να προβάλει το Κυπριακό ως διμερές θέμα -ήτοι εθνικό θέμα των δυο χωρών, λόγω των αντίστοιχων κοινοτήτων στη Μεγαλόνησο-, που θα λυθεί μεταξύ Αθήνας και Αγκύρας.
Ο Ερντογάν μάλιστα στην αρχή της θητείας του επέμενε σ’ αυτό ιδιαίτερα- μέχρι να το αποσύρει λόγω της ελληνικής επιμονής στο διεθνή χαρακτήρα του προβλήματος.
Επιπλέον, αυτονόητη μέριμνα του εκάστοτε επικεφαλής τη Ελληνικής Δημοκρατίας -πόσο μάλλον αυτή την περίοδο -πρέπει να είναι η αναφορά στην ΑΟΖ, ειδικά σε μια συνάντηση κορυφής Ελλάδας -Κύπρου.
Η κυπριακή ΑΟΖ είναι και ευρωπαϊκή ΑΟΖ, οριοθετημένη με βάση το δίκαιο της θάλασσας και η υπενθύμιση ότι αυτό δεσμεύει πλήρως και την Τουρκία απουσίασε από την προσφώνηση της Προέδρου στον Νίκο Αναστασιάδη. Ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται στα θέματα εξωτερικής πολιτικής η Κατερίνα Σακελλαροπούλου, οδηγεί τους πολιτικούς παρατηρητές σε προβληματισμό.
Κατά το Σύνταγμα υπεύθυνη για τη δημόσια παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, σε ό,τι αφορά τις αναφορές του στην ασκούμενη πολιτική, είναι η κυβέρνηση.
Με το άρθρο 34 «καμία πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ισχύει ούτε εκτελείται χωρίς την προσυπογραφή του αρμόδιου Υπουργού». Με το 36 «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τήρηση οπωσδήποτε των ορισμών του άρθρου 35 παράγραφος 1, εκπροσωπεί διεθνώς το Κράτος» – είναι άλλωστε και αρχηγός των ενόπλων Δυνάμεων κατά το άρθρο 45.
Οι τοποθετήσεις της Προέδρου δεν μπορούν παρά να ανησυχούν τον Πρωθυπουργό και τον επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας.
Παρότι είναι προφανές ότι στο Προεδρικό Μέγαρο έχουν γίνει περιοριστικές συστάσεις για τις αναφορές της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, η ευκολία με την οποία «παραβιάζει» – από έλλειψη πείρας– την ακριβή διατύπωση των εθνικών θέσεων δημιουργεί ζήτημα για την κυβέρνηση που έχει την απόλυτη ευθύνη για τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής.
Είναι ένα θέμα που μπορεί να δημιουργήσει παρεξηγήσεις στο διεθνή χώρο για τη σταθερότητα των ελληνικών θέσεων και να δυσκολέψει την ελληνική διπλωματία.
Προφανώς η Πρόεδρος επιχειρεί να προσφέρει τις υπηρεσίες της στη χώρα με το κύρος του αξιώματος της. Αλλά αν δεν αντιμετωπισθεί -από την ίδια- το ζήτημα των διατυπώσεών της σε κάποια θέματα, θα οδηγήσει σε αξιολογήσεις για την πολιτική της επάρκεια. Και αυτό ασφαλώς κανείς δεν το θέλει…