Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Ο θόρυβος για την αναμενόμενη απόφαση του Δικαστηρίου για την Χρυσή Αυγή -υποκινούμενος και από τις εισαγγελικές τοποθετήσεις που αφήνουν περιθώρια επιείκειας- απομακρύνει την προσοχή της κοινής γνώμης από την ουσία αυτής της υπόθεσης.
Για την ακρίβεια μετακινεί το ενδιαφέρον κυρίως στους 68 που κάθισαν στο εδώλιο, για την εμπλοκή τους με διάφορους ρόλους σε εγκληματικές πράξεις- που εμφανίσθηκαν ως πολιτικές δραστηριότητες.
Αλλά δεν είναι αυτό το κεντρικό ερώτημα για τη Χρυσή Αυγή. Δεν είναι καν ο νεοναζισμός που προσπάθησε να λανσάρει αυτή η οργάνωση. Τοξικό και επικίνδυνο, αλλά περιθωριακό.
Είναι η ευκολία με την οποία ένα τμήμα του μιντιακού συστήματος έδρασε υποβοηθητικά στην ανάδειξή της και ένα τμήμα της κοινωνίας έσπευσε να επικροτήσει όσα άκουγε από τα ΜΜΕ για την Χρυσή Αυγή.
Μέχρι που ένα τμήμα του εκλογικού σώματος έσπευσε να της δώσει την ψήφο του, καθιστώντας τον Μιχαλολιάκο… εντολοδόχο Πρωθυπουργό!
Μπαίνοντας στη Βουλή έδειξαν ποιοι ήταν και πόσο αποκρουστικοί ήταν. Αλλά αυτό δεν αποθάρρυνε όσους τους είχαν ψηφίσει- ώστε να έχουν έστω το ελαφρυντικό ότι πριν δεν τους ήξεραν. Τους ξαναψήφισαν.
Αυτά δεν συνέβησαν γιατί 68 άνθρωποι και μερικές δεκάδες ακόμη, απεχθή πρόσωπα, τραμπούκοι, αμόρφωτοι και χυδαίοι ντύθηκαν νεοναζί και κατέβηκαν στις εκλογές.
Συμπάθεια σε ναζιστικές αντιλήψεις δεν υπήρξε ποτέ στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Ο Μιχαλολιάκος, ο Πλεύρης, ο Βορίδης και δυο τρεις ακόμη, που επιχείρησαν σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις να εισπράξουν την ψήφο των πολιτών με αντίστοιχες θεωρίες, δεν ξεπέρασαν τις υποδιαιρέσεις της μονάδας.
Η βία από τη πλευρά αυτών των ομάδων έμεινε περιθωριακή, ακόμη και όταν επεκτάθηκε στην περιοχή της τρομοκρατίας.
Μεταδικτατορικά ως ακροδεξιά λογίζονταν οι φιλοχουντικοί και οι φιλομοναρχικοί που έφθιναν και η κοινοβουλευτική τους επιρροή έφτασε ως την θνησιγενή Εθνική Παράταξη.
Ο Γιώργος Καρατζαφέρης που στέγασε στον ΛΑΟΣ ακροδεξιές ιδέες και πρόσωπα και ό,τι άλλο έχει αυτό το περιβόλι- δεν ήταν ακριβώς ακροδεξιός: χρησιμοποιούσε αυτές τις διάσπαρτες τάσεις και ομάδες για να παραμείνει στην πολιτική σκηνή μετά τη διαγραφή του από τη ΝΔ και εν μέρει το κατάφερε. Περισσότερο εμπορευόταν παρά πίστευε όλες αυτές τις αρλούμπες.
Αυτό που έφερε τη Χρυσή Αυγή στο 7% το 2012 και την κράτησε στη Βουλή το 2015, δεν ήταν η ακτινοβολία του Μιχαλολιάκου και των ασήμαντων που τον περιέβαλαν.
Ήταν η ενεργοποίηση των κατωτέρων αισθημάτων στην βάση της ελληνικής κοινωνίας- με καταλύτη την παρουσίαση των αγνώστων μέχρι τότε ανθρώπων της Χρυσής Αυγής στο κυρίαρχο μιντιακό περιβάλλον.
Άνθρωποι του Μιχαλολιάκου και ενίοτε και ο ίδιος βρέθηκαν σε πάνελ τηλεοπτικών εκπομπών σε μεγάλα κανάλια και σε και ραδιοφωνικές παρουσιάσεις, ή σε δημοσιεύματα εφημερίδων, να πλασάρουν ρατσισμό, μισαλλοδοξία, εθνοκαπηλία, φιλοναζισμό.
Ενίοτε στο καθώς πρέπει μιντιακό στερέωμα παρουσιάζονταν με θαυμασμό τα «κατορθώματα» των αόρατων χρυσαυγιτών.
Όπως το διαμέρισμα που παρακρατούσαν οι Πακιστανοί στην Αχαρνών και αφού τους έδιωξαν το παρέδωσαν τον ιδιοκτήτη του βαμμένο. Και η γριούλα που φρουρούσαν για να εισπράξει τη σύνταξη της χωρίς να την ληστέψει κανένας μετανάστης.
Οι πρώτες παρουσιάσεις των πρωτοπαλίκαρων του Μιχαλολιάκου και η εκθείαση της οργάνωσής τους με τις κατασκηνώσεις και την «εκπαίδευση» νέων παιδιών στις πολεμικές τέχνες προβάλλονταν σαν θέαμα.
Ακόμη και όταν παρουσιάζονταν επικριτικά λειτουργούσαν σαν διαφήμιση. Δεν έφτασαν τυχαία να έχουν ψηφοφόρους στην Κρήτη, όπου η συμπάθεια στα όπλα δεν είναι μυστικό.
Αυτή η περιρρέουσα και μυστηριακή εικόνα, που έδινε εύσημα αντισυστημικής δύναμης, προσανατόλισε στη συγκεκριμένη οργάνωση την αντιμνημονιακή οργή μιας μερίδας πολιτών. Μετακινήθηκαν στη Χρυσή Αυγή όχι από το πουθενά, αλλά από την κάλπη της ΝΔ.
Όταν εμφανίσθηκαν στη Βουλή και στο προσκήνιο ήταν φανερό ότι ήταν τμήμα της ευρύτερης -παλαιάς- Δεξιάς και είχαν δεσμούς νοοτροπίας και κουλτούρας με μια πτέρυγα της-σύγχρονης- ΝΔ.
Γι’ αυτό άλλωστε ο Αντώνης Σαμαράς συνδύασε την αντιπαλότητα με την προσπάθεια να τους επανεντάξει με τον τρόπο που ξέρουμε -και με υποστήριξη από μεγάλα ΜΜΕ.
Άλλωστε στα συλλαλητήρια για τις Πρέσπες οι Χρυσαυγίτες και κάποιοι Νεοδημοκράτες ήταν ανακατεμένοι -για τον ίδιο σκοπό.
Πρόσφατα στην πλατεία Βικτωρίας ο Μπογδάνος βρέθηκε απέναντι τον Κασιδιάρη με φόντο μετανάστες -για να… μην του αφήσει ελεύθερο πεδίο. Αλλά αυτή η αντιπαλότητα ενέχει στοιχεία ότι από ένα σημείο και πέρα πρόκειται για όμορους χώρους.
Ας μην έχουμε αυταπάτες. Χωρίς τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα η Χρυσή Αυγή θα ήταν ακόμη στη Βουλή. Αλλά αυτή τη φορά το θύμα ήταν «κανονικός» άνθρωπος: ήταν Έλληνας, δεν ήταν μετανάστης, δεν την μαύρος, δεν ήταν λαθραίος.
Η ενεργοποίηση των μηχανισμών προστασίας της Δημοκρατίας και το αίμα του Φύσσα αποδυνάμωσαν το «φύρερ» Μιχαλολιάκο.
Ένα μέρος όσων ικανοποιούνταν κρυφά ψηφίζοντας τον, χωρίς να το δηλώνουν, επέστρεψαν τη ΝΔ και ένα άλλο βρήκε ηπιότερο καταφύγιο μισαλλοδοξίας στον Βελόπουλο.
Αυτό απάλλαξε τη Βουλή από τη μιαρή παρουσία του Κασιδιάρη του Παππά, του Μίχου, του Παναγιώταρου, του Λαγού. Το κόμμα που αιφνιδίασε την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία είναι πλέον τυμπανιαίο πτώμα.
Η δίκη κλείνει το κεφάλαιο της Χρυσής Αυγής. Αλλά δεν κλείνει απαραίτητα και το κεφάλαιο όσων την εξέθρεψαν, όσων την ψήφισαν και όσων την υδροδότησαν στο δημόσιο χώρο. Εκείνοι που χειροκροτούσαν τον Κασιδιάρη όταν επιτέθηκε στη Λιάνα Κανέλλη κυκλοφορούν πάντα ανάμεσά μας. Αυτούς δεν θα τους δικάσει κανείς…