Της Μαρίκας Λυσιάνθη
Το ερώτημα του τίτλου έχει προφανώς ρητορική διάσταση. Είναι αυταπόδεικτο ότι, στην εποχή της μεγάλης κρίσης που ξεκίνησε για τη χώρα μας, με την απόφαση του τελευταίου των Παπανδρέου να εντάξει την Ελλάδα… δεμένη χειροπόδαρα στα Μνημόνια, οι δημοσκοπήσεις και η εγκυρότητά τους έχουν εξελιχθεί σε ένα από τα πιο διασκεδαστικά θέματα συζήτησης στις παρέες.
Η ζωή μας έχει διδάξει ότι, ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, υπάρχει και η… συμβιβαστική απόχρωση του γκρι, η οποία, αρκετές φορές εξηγεί τα ανεξήγητα. Και, ακόμη και όταν δεν τα καταφέρνει, προσφέρει διέξοδο εκτόνωσης στην οργή και την απαξιωτική καταδίκη.
Τα τελευταία χρόνια, έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι οι δημοσκοπήσεις αδυνατούν να καταγράψουν με ακρίβεια και επάρκεια τις προθέσεις της κοινής γνώμης. Οι λόγοι πολλοί, σύνθετοι και πολυεπίπεδοι.
Στην παρούσα αφήγηση ωστόσο, αξίζει να σταθούμε σε μια άλλη παράμετρο της εξίσωσης. Γιατί, ενώ διαπιστώνουν ότι πέφτουν διαρκώς έξω στις εκτιμήσεις τους, και, πολύ χειρότερα, δεν βελτιώνουν την αποτελεσματικότητά τους, συνεχίζουν απτόητοι;
Γιατί; Τι είναι αυτό που τους κάνει να προσπερνούν τόσο αβίαστα το στοιχείο του αυτοεξευτελισμού, που, σε μια κανονική χώρα, θα τους καταδίκαζε επαγγελματικά και θα τους απαξίωνε σε επίπεδο κοινωνικών συναναστροφών;
Οι απαντήσεις επίσης πληθυντικές και ενδιαφέρουσες. Όσο όμως, οι δημοσκόποι δεν προσεγγίζουν τη συγκεκριμένη εξίσωση, με όρους προσωπικής αξιοπρέπειας, η παρακμή του πολιτικού και μιντιακού συστήματος θα βαθαίνει.