Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στη Βουλή κατά τη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό
Ο προϋπολογισμός του 2019 είναι ο τελευταίος της περιόδου που άρχισε τον Ιανουάριο του 2015. Συνοψίζει όλες τις επιπτώσεις των πολιτικών επιλογών που, με ωμό και κυνικό τρόπο, έγιναν την περίοδο αυτή.
Θέλω να αναρωτηθούμε όλοι πού θα βρισκόταν τώρα η χώρα, εάν δεν είχε ανακοπεί τον Ιανουάριο του 2015 η προσπάθεια που ξεκίνησε το 2010 και επανεκκινήθηκε το 2012. Αλλά το πιο πρακτικό είναι να αναρωτηθούμε πότε θα επιστρέψει η χώρα εκεί πού βρισκόταν στο τέλος του 2014.
Η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ λέει ότι το 2020 τα νοικοκυριά ίσως θα επιστρέψουν εκεί που ήταν το 2014. Αυτό δεν σημαίνει ότι χάθηκαν μόνον έξι χρόνια, υπάρχει ανεπανόρθωτη βλάβη μακράς διάρκειας, γιατί οι αναπτυξιακές, ιδίως, επιπτώσεις είναι επαναλαμβανόμενες επί μακρά σειρά ετών. Σύμφωνα με τη μελέτη βιωσιμότητας του χρέους, η αναπτυξιακή επίπτωση φθάνει μέχρι το 2060, μέχρι την αποπληρωμή του υφισταμένου χρέους.
Αλλά, ας αρχίσω από τα απλά προβλήματα που συνδέονται με τις συνθήκες εξόδου από το τρίτο μνημόνιο, στο οποίο μπήκε η χώρα, όπως μπήκε, τον Ιούλιο του 2015, χωρίς να υπάρχει λόγος. Ο λόγος δημιουργήθηκε από τις πολιτικές της κυβέρνησης, από την ανευθυνότητα και τον κυνισμό του πρώτου εξαμήνου του 2015.
Το πρώτο είναι ότι έχουμε έξοδο, υποτίθεται, από το μνημόνιο χωρίς είσοδο στις αγορές, χωρίς προληπτική πιστωτική γραμμή, με ένα μαξιλάρι ασφαλείας που στην πραγματικότητα καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του 2019. Η περίοδος από το 2020 και μετά είναι μία περίοδος ακάλυπτη. Αρκεί να λάβουμε υπόψη μας ότι τώρα το spread των δεκαετών ομολόγων, των ελληνικών, σε σχέση με τη Γερμανία είναι περίπου στις 420 μονάδες, ενώ τον τραγικό Μάρτιο-Απρίλιο του 2010, όταν μπήκε η χώρα στο πρώτο μνημόνιο, αυτό ήταν στις 345 μονάδες
Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να καταγράψουμε είναι η απώλεια του αναπτυξιακού οφέλους που θα είχε η χώρα εάν συμμετείχε, έστω στην τελευταία φάση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, το περιβόητο QE, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που τώρα έληξε, και θα είχε ενταχθεί η χώρα εάν υπήρχε προληπτική πιστωτική γραμμή. Θα είχαμε μοχλεύσει, με διάφορους τρόπους, προς μία αναπτυξιακή κατεύθυνση, περίπου 30 με 40 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το τρίτο στοιχείο είναι η συγκέντρωση όλης της ρευστότητας του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εις βάρος της αγοράς, εις βάρος της ανάπτυξης, μέσω των repos και γενικότερα μέσω της διαχείρισης του βραχυχρονίου χρέους. Και αυτό, βεβαίως, συμβαίνει σε βάρος της πραγματικής οικονομίας.
Το τέταρτο στοιχείο –ίσως το πιο κρίσιμο και απτό– είναι η κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, η αδυναμία να λυθεί το ζήτημα των περιβόητων μη εξυπηρετουμένων εκθέσεων, παρά μόνο με εξωραϊσμούς λογιστικούς, που και αυτοί είναι σημαντικοί αλλά δεν είναι η ουσία του προβλήματος, με αύξηση του ιδιωτικού χρέους, με απώλεια του χαρτοφυλακίου του δημοσίου σε τραπεζικές μετοχές. Το χειρότερο: χωρίς να σχηματίζεται εθνική αποταμίευση, χωρίς νέες καταθέσεις, χωρίς πιστωτική επέκταση, δηλαδή χωρίς δάνεια που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη.
Το πέμπτο είναι ότι η χώρα δεν έχει ασφαλιστικό σύστημα. Χαιρόμαστε γιατί καταργήθηκε η περικοπή της προσωπικής διαφοράς που ήταν άχρηστη όταν ψηφίστηκε το 2017, μετά το νόμο Κατρούγκαλου, αλλά τότε είχε διατυμπανιστεί ως μέτρο το οποίο θα εξισορροπηθεί με πολύ σημαντικά κοινωνικά αντίμετρα, περίπου 2 δισεκατομμυρίων ευρώ, για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Μόνο που αντί να γίνει αυτό, τελικά έχουμε τη διατήρηση που δεν έπρεπε να έχει αμφισβητηθεί, χωρίς να μπορεί να αντιμετωπίσει το σύστημα, αυτή τη στιγμή, ούτε το ζήτημα των δικαστικών αποφάσεων, ούτε τη βόμβα των αναδρομικών συνολικά, ούτε τη νέα γενιά δικών που θα προκαλέσουν εύλογα και δίκαια οι νέοι συνταξιούχοι, οι οποίοι έχουν ίσο χρόνο ασφάλισης, έχουν πολλές φορές καταβάλει περισσότερες ασφαλιστικές εισφορές και βεβαίως θα τους διακανονιστεί πολύ μικρότερη σύνταξη. Δεν είναι τυχαίο ότι καθυστερεί η έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη συνταγματικότητα του νόμου Κατρούγκαλου, διότι παρεμβάλλονται, ούτως ή άλλως, νέες νομοθετικές ρυθμίσεις που πρέπει να τις λάβει υπόψη ο δικαστής.
Το μεγάλο όμως ζήτημα, το κορυφαίο, είναι η βαβυλώνια αιχμαλωσία της χώρας στην εγκληματική σύλληψη των υπερπλεονασμάτων που είναι μία μεγάλη, μία κολοσσιαία παγίδα φτώχειας, γιατί η χώρα αιχμαλωτίζεται στην αναιμική ανάπτυξη και μάλιστα σε μία ανάπτυξη η οποία είναι κούφια. Αυτό το 2% που επιτυγχάνεται ως αύξηση του ΑΕΠ , έχει τέτοια σύνθεση που δύσκολα επαναλαμβάνεται και αντ’ αυτού έχουμε επιδόματα, δηλαδή διανομ
ή μερίσματος μιζέριας.
Πώς μπορείς να διεκδικήσεις, ως χώρα, μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, δίνοντας έμφαση στον παρανομαστή του κλάσματος, δηλαδή στην αύξηση του ΑΕΠ, όταν εσύ διατυμπανίζεις και υπερηφανεύεσαι ότι μπορείς να πετύχεις υπερπλεονάσματα, πώς; Μέσω της υπερφορολόγησης, μέσω της υπερεπιβάρυνσης σε ασφαλιστικές εισφορές και τελικά μέσω της άσκησης της περιβόητης ταξικής πολιτικής.
Σου λέει η κυβέρνηση, «μη στεναχωριέστε, από άλλους τα παίρνουμε σε άλλους τα δίνουμε». Το 20% μόνο των φυσικών προσώπων καλύπτει τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων, το 4,5% των επιχειρήσεων καλύπτει τη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων, είναι έτσι; Πρόκειται για μία ταξική αναδιανομή; Για σκεφτείτε την οικογένεια ως οικονομική μονάδα. Διατηρεί ο παππούς την προσωπική διαφορά της σύνταξής του, ναι, και μπορεί να δίνει και ένα μικρό οικογενειακό επίδομα στον εγγονό, ο οποίος παραμένει άνεργος, χωρίς επίδομα ανεργίας και χωρίς προοπτική να βρει καλή θέση απασχόλησης, γιατί η αναιμική ανάπτυξη δεν επιτρέπει τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Και η ενδιάμεση γενιά, ο πατέρας, εάν είναι εκτός αγοράς εργασίας ή υπό επισφαλείς συνθήκες εργασίας δεν μπορεί να βρει προοπτική.
Αλλά μήπως η αναδιανομή, αυτό το περιβόητο μέρισμα με τα αναδρομικά, δίδεται μόνο σε αυτούς που δεν επιβαρύνονται φορολογικά; Τα ειδικά μισθολόγια, οι ιατροί, οι καθηγητές των πανεπιστημίων, οι δικαστές, οι ένστολοι δεν είναι με τα σημερινά δεδομένα κάτω από το μεσαίο επίπεδο, εδώ, με 20.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα ένας εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα υφίσταται δραματική και μη αναπληρούμενη φορολογική υπερεπιβάρυνση, γιατί υπάρχει και η επιβάρυνση του ΦΠΑ, των έμμεσων φόρων, ούτως ή άλλως. Η αποδιάρθρωση της μεσαίας τάξης είναι αυτή που λειτουργεί ως μοχλός για την αιχμαλωσία όλης της χώρας στην αναιμική ανάπτυξη και την προσδοκία μιας επιδοματικής πολιτικής. Δηλαδή ό,τι πιο αντιαναπτυξιακό μπορεί να έχει συμβεί.
Σε λίγο, όμως, ο καθένας θα μετρήσει καλύτερα και πραγματικά το συνολικό του όφελος ή τη συνολική του βλάβη, σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο, και, κυρίως, θα δει την προοπτική του.
Ξέρω τα επιχειρήματα, τα ακούω από τον κ. Τσακαλώτο και τον κ. Χουλιαράκη «και εσείς θα παίρνατε μέτρα» ή «πήρατε και εσείς μέτρα, 65 δισεκατομμύρια». Πότε; Το 2010, το 2011, με δημοσιονομικό έλλειμμα 15,7% του ΑΕΠ, δηλαδή 36 δισεκατομμύρια, και πρωτογενές έλλειμμα 10,7% του ΑΕΠ, δηλαδή 26 δισεκατομμύρια, χωρίς να μπορούν να λειτουργήσουν τα σχολεία και τα νοσοκομεία;
Το 2015 παραλάβατε τη χώρα υπό συνθήκες πρωτογενούς πλεονάσματος. Το 2014 το κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές πλεόνασμα που είχε επιτύχει η χώρα ήταν 5,4% του ΑΕΠ, εάν η χώρα λειτουργούσε με βάση τις προβλέψεις που υπήρχαν για το ποσοστό ανάπτυξης, αυτό που χαραμίστηκε στις κυνικές πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ, το 2,9% του 2015, το 3,7% του 2016 και ούτω καθεξής.
Ο προϋπολογισμός αποτυπώνει, συνεπώς, τη ναρκοθέτηση της επόμενης βουλευτικής περιόδου, τουλάχιστον μέχρι το 2022. Η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να διαμορφώσει πολύ προσεκτικά το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η χώρα αναπτυξιακά. Δεν υπάρχει επιστροφή σε καμία κανονικότητα, οφείλουμε να έχουμε επίγνωση. Όσοι νομίζουν ότι η χώρα έχει ξαναγίνει κανονική και μπορούμε να μιλάμε για προεκλογικές παροχές, εγκληματούν σε βάρος της προοπτικής του τόπου.
Έχουμε μία κοινωνία οργισμένη και κουρασμένη, αλλά όχι έτοιμη να αναλάβει την επιχείρηση εθνικής ανόρθωσης, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ τη θέλει εξαρτημένη, ολιγαρκή, φοβική, διχασμένη, υπό την επιρροή του κοινωνικού αυτοματισμού. Για αυτό το μεγάλο πρόβλημα της οικονομίας είναι θεσμικό και πολιτικό, για αυτό έχει σημασία η εναλλαγή συσχετισμών, η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, για να εφαρμοσθεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εθνικής ανόρθωσης, υπό την εγγύηση της Προοδευτικής Δημοκρατικής Παράταξης.
Τελειώνω, κυρία Πρόεδρε, με μία φράση που αφορά το σημερινό πρωινό γεγονός στο ΣΚΑΪ. Θα μου επιτρέψετε να πω ότι η ωμή εγκληματική ενέργεια κατά του ΣΚΑΪ στόχευε στην καρδιά της δημοκρατίας, όχι μόνο με την υλική δύναμη της έκρηξης, αλλά με τον θρασύ συμβολισμό της σιωπής που ήθελε να επιβάλει. Ευτυχώς πέτυχε το αντίθετο. Αυτή είναι η δύναμη της δημοκρατίας και της πολυφωνίας. Δεν αρκεί όμως η καταδίκη τέτοιων ενεργειών, απαιτείται αντίσταση κατά της διολίσθησης της δημοκρατίας, κατά του εκβιασμού και της φθοράς των θεσμών.