Γράφει ο Αντώνης Παπαγιαννίδης
Πηγή: naftemporiki.gr
Κανονικά θα ‘πρεπε τώρα, ημέρες προϋπολογισμού (πέρασε με 154 έναντι 143, έπειτα από θυελλώδη άσχετη συζήτηση), να στεκόμαστε στο πώς θα καταλήξει η νέα αυτή φάση δικαστικού ακτιβισμού που διέλυσε το δεύτερο μνημόνιο (με πέντε χρόνια καθυστέρηση!). Κηρύσσοντας αντισυνταγματικές τις περικοπές δώρων Χριστουγέννων (μέρες που ‘ναι..), Πάσχα και αδείας, επειδή έγιναν «μη τεκμηριωμένα», δηλαδή χωρίς να εξετασθεί «η ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών» αλλά και το αν οι εν λόγω περικοπές οδηγούν, αθροιζόμενες με προηγούμενες, σε «ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής κάτω του επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης». (Ποιων; Μα… των δημοσίων υπαλλήλων! Ποιων άλλων, νομίσατε;).
Αν τώρα η Ολομέλεια του ΣτΕ συμφωνήσει με το Τμήμα του και δεν επιβάλει κάποιου είδους «κόφτη», τότε οποιαδήποτε συζήτηση περί προϋπολογισμού, περί πρωτογενών πλεονασμάτων κοκ. χάνει κάθε νόημα.
Καλούμε λοιπόν τον αναγνώστη να κοιτάξει αλλού. Σε κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί «φορέας μέλλοντος». μόνον που θα χρειαστεί αυτήν τη φορά να διαβάσει αρκετά νούμερα: ποσοστά συμμετοχής και διαχρονικές μεταβολές και πολλαπλασιαστές και στόχους.
Πάμε λοιπόν: Ιούνιο του 2017, η νεόκοπη τότε «Ελληνική Παραγωγή: Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη» είχε παρουσιάσει, μαζί με το ΙΟΒΕ, στοχευμένη μελέτη για τον ρόλο της μεταποίησης στην εφεξής πορεία της ελληνικής οικονομίας, έτσι όπως αυτή βρισκόταν (και δεν έπαψε να βρίσκεται) σε αναζήτηση αληθινής επανεκκίνησης (γιατί το χλομό 2-2,5% δεν αρκεί). Φέτος λοιπόν το ΙΟΒΕ κατήρτισε πολύ πιο διεξοδική μελέτη, «Προκλήσεις και προοπτικές του τομέα της μεταποίησης», σε αναζήτηση για «Στρατηγικές παρεμβάσεις για ανάπτυξη». Ώστε «να αντιμετωπισθούν τα μεγάλα εμπόδια στην ανταγωνιστικότητα».
Να σημειωθεί ότι και η ίδια η Ε.Ε. στηρίζει εδώ και κάποια χρόνια τη λογική μιας επαναβιομηχάνισης, ενώ η έμφαση επί δύο δεκαετίες είχε στραφεί στον τομέα των υπηρεσιών, καθώς οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες συμπίεζαν κάθε ιδέα στήριξης προς τη μεταποίηση. Στην Ε.Ε. ο στόχος συμμετοχής της μεταποίησης βρίσκεται ήδη στο 20% του ΑΕΠ (με τη διαμόρφωση, μάλιστα, και με τη δημόσια στήριξη ολοκληρωμένης στρατηγικής, παράλληλα με εκείνην της μετάβασης στην ψηφιακή εποχή αλλά και στην «κυκλική οικονομία»…).
Σε εμάς, όπου επί χρόνια πολλά η ίδια αναφορά σε «βιομηχανική πολιτική» ήταν σχεδόν απαγορευμένη και είχε υποκατασταθεί -με επίνευση Βρυξελλών- από «οριζόντιες πολιτικές», όταν ξεκινούσε η κρίση το μερίδιο της μεταποίησης στο ΑΕΠ βρισκόταν στο 9% (βέβαια… του τότε ΑΕΠ, που σήμερα έχει χαθεί κατά το 1/4). Στη συνέχεια προέκυψε υποχώρηση γύρω στο 8,5% -το κατώτατο, 8,1% παρατηρήθηκε το 2015-, ενώ το 2016/17 βρίσκεται πλέον στο 8,7%. Κατά καιρούς έχει ακουστεί ως στόχος της συμμετοχής της βιομηχανίας ένα 12% του ΑΕΠ έως το 2020, στόχος που μάλλον ήταν εξαρχής υπεραισιόδοξος. ενώ αναφερόταν και 15% σε μακρότερο, απροσδιόριστο για την ώρα ορίζοντα.
Άμα κανείς σταθεί -όπως είχε κάνει, διεξοδικά, η μελέτη του Ιουνίου 2017- στο οικονομικό αποτύπωμα της συνεισφοράς της μεταποίησης στο σύνολο της οικονομίας, βρίσκει ότι ο πολλαπλασιαστής της σε μια σειρά από επίπεδα είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Έτσι, αν πάει κανείς απευθείας στο ΑΕΠ συναντά πολλαπλασιαστή 2,8 – που οδηγεί σε επίδραση επί του συνολικού ΑΕΠ 31%. Όσον αφορά την προστιθέμενη αξία, ο πολλαπλασιαστής είναι 2,7 αποδίδοντας 32% της συνολικής Π.Α. Σε επίπεδο απασχόλησης, πάλι, ο αντίστοιχος πολλαπλασιαστής είναι 3,5 – αποδίδοντας 30% του συνόλου της απασχόλησης: σε απόλυτα μεγέθη αυτά είναι 1,2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας – 360 χιλιάδες σε άμεση, 459 χιλιάδες σε έμμεση και 429 χιλιάδες σε προκλητή απασχόληση.
Παραδίπλα, στο καταγραφόμενο ως κοινωνικό προϊόν (δηλαδή σε μισθούς, φόρους, εισφορές, σχηματισμό παγίου κεφαλαίου), με πολλαπλασιαστή 3,0 η απόδοση της μεταποίησης είναι 27%.
Τέλος, άμα στοχεύσει κανείς τις επενδύσεις, ο πολλαπλασιαστής σε επίπεδο σχηματισμού παγίου κεφαλαίου είναι 3,6, οπότε αποδίδει 26% του συνολικού αντίστοιχου μεγέθους στην Ελλάδα (μεγέθους που παραμένει επικίνδυνα λαβωμένο, ενώ όλοι συμφωνούν ότι «πρέπει» να φύγει μπροστά άμα είναι να υπάρξει ουσιαστική ανάπτυξη).
Όταν μάλιστα οι εξαγωγές του κλάδου αυξάνουν με ρυθμό 5% τον χρόνο σ’ όλο το διάστημα 2009-17 (στα τρόφιμα και τα βασικά μέταλλα, μάλιστα, η τελευταία τριετία έδωσε +26%), τότε ένα «ποντάρισμα» στη μεταποίηση φαίνεται περισσότερο παρά λογικό.
Μόνο που -όπως παρατηρούσε ο Μιχάλης Στασινόπουλος, ως «Ελληνική Παραγωγή»- θα ‘πρεπε ο κλάδος «να αποτελέσει έμπρακτα, και όχι απλώς διακηρυκτικά, εθνική προτεραιότητα». Και, το κυριότερο, «να βρίσκει συνομιλητές»…
Aν η Ολομέλεια του ΣτΕ συμφωνήσει με το Τμήμα του και δεν επιβάλει κάποιου είδους «κόφτη», τότε οποιαδήποτε συζήτηση περί προϋπολογισμού, περί πρωτογενών πλεονασμάτων κοκ. χάνει κάθε νόημα.