Της Άννας-Μαρίας Σακελλαρίου
Φοιτήτρια Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Αν καμιά φορά νιώθεις μόνος σου, κοίτα, λένε, το φεγγάρι. Σίγουρα κάπου στον κόσμο το κοιτάει και κάποιος άλλος. (Για αυτό δε μας πιάνουν οι μοναξιές μας την ημέρα. Τον ήλιο είναι δύσκολο να τον κοιτάει κανείς… Το ήπιο φως το δέχεται πιο εύκολα το μάτι, όπως και η ψυχή).
Εχθές μαζεύτηκε πάλι το… άγνωστο παρεάκι , κι εγώ μέσα.
Τα μάτια ψηλά, η ψυχή λίγο πιο κάτω, σαν για να πάρει φόρα, να μπορέσει να κοιτάξει στο ξημέρωμα τον ήλιο.
Και το φεγγάρι εκεί. Με όλο το λευκό του.
Μέσα σ’ αυτή την ησυχία -όχι την ησυχία με όρους φυσικής, καμιά φορά η ησυχία είναι συναίσθημα- θυμήθηκα που τις προάλλες συμφώνησαν κι έδωσαν ένα χρώμα στο φεγγάρι. Ξανά.
Ήταν «ματωμένο», ύστερα έγινε «μπλε», μετά «ροζ»…
Βρε τί το βάφετε το κακόμοιρο;
Αχ ανόητα που σκεφτόμαστε ώρες-ώρες…
Λευκά είναι τα φεγγάρια πάντα.
Γιατί έχουν μέσα τους όλα τα χρώματα.
Γιατί έχουν πάνω τους όλα τα βλέμματα.
Γιατί -εν τέλει- τα φεγγάρια χρωματίζονται και νοηματοδοτούνται απ’ το χρώμα που τους δίνουν τα βλέμματα που τα κοιτούν.
Για αυτό ενέχουν την καθολικότητα του άσπρου.
Γιατί δέχονται τον προσωπικό χρωματικό -δηλαδή ψυχικό- πόνο, εε.. τόνο του καθενός.
Τα φεγγάρια είναι καθολικά, γιατί είναι, πρωτίστως, προσωπικά.