Της Άννας-Μαρίας Σακελλαρίου
Φοιτήτρια Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Άντε αγαπήσου!
Σε σένα μιλάω. Για σένα μιλάω.
Σε ξέρω, γιατί ξέρω τα συναισθήματά σου.
Ξέρω τι σου συμβαίνει. Ξέρω.
Ξέρω ότι ξυπνούσες και ένιωθες να σου ανήκει ο κόσμος. Ξέρω ότι τώρα ξυπνάς και νιώθεις ότι δε σου ανήκει ούτε ο εαυτός σου.
Γιατί κι αυτόν τον έδωσες. Ολάκερο. Όπως κάνεις πάντα. Εσύ, που θα άλλαζες το σύμπαν. Εσύ, που θα ‘φτιαχνες παραδείσους για τους άλλους, έχεις τώρα καταφέρει να σου φτιάξεις μια κόλαση όλη δική σου. Όλη για σένα.
Και σφράγισες τις πόρτες. Και έκλεισες τα παράθυρα. Και φωνάζεις -σιωπηλά(!)- κάποιον να σε βγάλει. Γιατί; Γιατί να σ’ ακούσουν; Γιατί να σε βγάλουν; Και κυρίως… πώς;
Με την αγάπη τους; Με το ενδιαφέρον τους; Χα. Γιατί να σ’ αγαπάνε, παρακαλώ, κυρία αυτοκαταστροφή; Γιατί να ενδιαφέρονται; Εσύ σ’ αγαπάς; Θα έκανες για σένα αυτά που κάνεις για τους άλλους;
Όταν κλαις πάνω στο μαξιλάρι, θα σε πάρεις μια αγκαλιά ή θα σε βρίσεις;
Όταν λυγίζουν τα γόνατά σου, θα σε στηρίξεις ή θα σε αφήσεις να πέσεις με δύναμη, έτσι, για να πονέσεις κι άλλο;
Όταν θες να βγάλεις μια κραυγή, θα σου κλείσεις το στόμα ή θα σου κρατήσεις το χέρι;
Ξέρω σου λέω. Νιώθεις ότι δε σε έχεις. Νιώθεις.
Ποιος φωνάζει όμως και ποιος κλαίει και ποιος γονατίζει; Εσύ, μάτια μου. Ο άνθρωπος μέσα σου. Αυτό το παιδάκι που έχεις μάθει να του κλείνεις το στόμα όταν ζητάει κάτι που δεν ταυτίζεται με την επιθυμία του δίπλα.
Δεν έχεις το χαμόγελό σου, ναι. Δεν είσαι, όμως, το χαμόγελό σου. Δεν είσαι μόνο το χαμόγελό σου. Είσαι και τα δάκρυά σου. Είσαι και τα γόνατα που τρέμουν. Είσαι και το κορμί που σωριάζεται. Όπως μοιραία και τρομακτικά ίσως κάποιες φορές χάνεις το χαμόγελό σου, στο υπόσχομαι, που να πάρει, στο υπόσχομαι: έτσι μοιραία κι όμορφα θα χάνεις και την πίκρα και τη θλίψη και τον πόνο. Και το ένα θα διαδέχεται το άλλο. Και, ναι, δεν θα είναι πάντα στο χέρι σου. Θα είναι κάποιες φορές. Με αγώνα, μάλιστα, -δύσκολο, σου είπα, ξέρω- θα είναι τις περισσότερες.
…Και εκείνες που δε θα είναι στο χέρι σου;
Ε εκείνες θα έχεις το χέρι σου. Να σου δώσεις ένα χάδι. Να σκουπίσεις ένα δάκρυ, να σε πάρεις μια αγκαλιά, να κάνεις ένα τηλέφωνο, να κόψεις ένα λουλούδι. Εκείνες τις φορές θα έχεις εσένα. Όχι χαμογελαστή. Όχι λυπημένη. Πέρα για πέρα ανθρώπινη. Πέρα για πέρα συμπονετική, όπως με τους άλλους, έτσι και με σένα. Εκείνες τις φορές που δε θα είναι στο χέρι σου η ευτυχία σου, θα είναι στο χέρι σου η αυταγάπη σου. Πρώτα για σένα κι ύστερα για τους άλλους. Όχι, δεν είναι ιεραρχία. Είναι προϋπόθεση. Φτιάξ’ την για σένα μέσα σου, τρυφερά και με ζέση. Και έπειτα… να τη βγάλεις όλη! Να μοσχοβολήσει ο τόπος. Γιατί άλλωστε δεν είναι λουλούδι η αγάπη, να το κόβεις και να το μοιράζεις. Η αγάπη είναι δέντρο και έχει τις ρίζες της σε σένα. Δεν ευδοκιμεί αλλιώς. Μεγάλος κανόνας τελικά.
Κάποτε ο Καζαντζάκης συνομίλησε με δυο ψυχές ταγμένες στην υπηρεσία των ψυχών, επιστήμονες θα έλεγε κανείς, λογοτέχνες μου μοιάζουν εμένα. «Να στρέψεις τις δυνάμεις του σύμπαντος πρώτα προς τα μέσα κι ύστερα προς τα πάνω», τους είπε. Και συμπληρώνει ο ένας: «Το προς τα μέσα είναι όντως το δύσκολο. Μα μετά άλλο δύσκολο δεν έχει». Κι ο άλλος χαμογέλασε. Και ναι, νομίζω εκείνη τη στιγμή ήταν όλοι ζωντανοί.