Του Νίκου Φυλάγγελου
Σε εποχές ακραίας και σύνθετης κρίσης, κάθε κοινωνία αναζητεί σταθερές. Στις καλές εποχές της δημοσιογραφίας, στη μάχιμη, αποκαλυπτική και παρεμβατική διάστασή της, τα ΜΜΕ μπορούσαν να υπηρετήσουν μια τέτοια συνθήκη εθνικής σταθεράς.
Όχι… στην Ελλάδα. Ειδικά στην Ελλάδα της βαθιάς κρίσης της τελευταίας δεκαετίας, με την κοινωνική φτωχοποίηση λόγω των Μνημονίων της εθνικής καταστροφής, και εσχάτως με την πανδημία του κορονοϊού.
Τα τηλεοπτικά ΜΜΕ ειδικά, μας προσφέρουν άφθονες αφορμές για να κουνάει κανείς με νόημα το κεφάλι του, απογοητευμένος. Λίγο προτού εξοργιστεί. Και την ίδια στιγμή, σε ωθούν να αξιοποιήσεις την υπέρτατη δύναμη που σου προσφέρει το τηλεκοντρόλ. Να αλλάξεις κανάλι, και να δεις… ντοκιμαντέρ ή ταινία. Πάντως όχι ενημερωτικά προγράμματα.
Δυστυχώς, ειδικά η τηλεοπτική δημοσιογραφία έχει χάσει το ειδικό βάρος της. Νέα παιδιά, χωρίς παραστάσεις εφημερίδας, όπου κάποιος μάθαινε πραγματικά να δουλεύει, και να ζυγίζει το βάρος της… υπερέκθεσης και του λάθους. Περσόνες που αισθάνονται ότι αυτοπροσδιορίζονται ταυτοτικά από το… κοινό τους στα social media, και προσπαθούν να το κρατούν ικανοποιημένο. Και φυσικά, μεγαλύτεροι σε ηλικία, ελαφρώς ξεπεσμένοι, αλλά με την αναγκαία εμπειρία στον συγχρονισμό του βηματισμού τους με το… σύστημα. Με τη συγκυρία. Για να επιβιώσουν, φυσικά.
Ειδικά με την υπόθεση του κορονοϊού, το υψωμένο δάχτυλο των καναλιών της τηλεόρασης εξοργίζει. Και αποκαλύπτει με αυθόρμητο τρόπο, ότι αρκετοί “δημοσιογράφοι” επέλεξαν λάθος επάγγελμα. Ήθελαν να γίνουν… αστυνομικοί. Και το δείχνουν στο γυαλί.
Πόση παρακμή πια…