Χαιρετισμός του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξη Τσίπρα, στην παρουσίαση του βιβλίου του Ευκλείδη Τσακαλώτου.
“Θέλω να ξεκινήσω με ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Ευκλείδη και σε όλες και όλους που αποτέλεσαν κομμάτι της συγγραφής αυτού του βιβλίου που έχω σήμερα τη χαρά να προλογίζω.
Με την πλάτη στον τοίχο, είναι ο τίτλος του.
Και νομίζω ακριβολογεί.
Έτσι ακριβώς είμασταν, με την πλάτη στον τοίχο, από την πρώτη μέρα που ο ελληνικός λαός μας ανέθεσε το σισύφειο αυτό έργο να απαλλάξουμε τη χώρα από τη μνημονιακή δυστοπία.
Το θέμα είναι όμως ότι δεν βρεθήκαμε τυχαία, ούτε με δική μας ευθύνη με την πλάτη στον τοίχο.
Εκείνοι που χρεοκόπησαν δυο φορές την οικονομία και τη χώρα, μία το 2009 και μία το 2014 και παρέδωσαν στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τότε μια Ελλάδα χρεοκοπημένη, οικονομικά, αλλά και ηθικά.
Μια κοινωνία ρημαγμένη από την ανέχεια, το φόβο και το βομβαρδισμό αντιλαϊκών μέτρων.
Ήταν αυτοί που μας έφεραν με την πλάτη στον τοίχο.
Και η απόφαση, το σχέδιο, που είχαν καταστρώσει, ήταν να πνιγούμε πριν καν προλάβουμε να συνειδητοποιήσουμε που βρισκόμαστε, να πνιγούμε στα νερά μιας κρίσης που αυτοί δημιούργησαν.
Αδιαφορώντας βέβαια τότε αν μαζί με εμάς πνιγεί και η χώρα.
Θα θυμάστε άλλωστε ότι αυτό που σας περιγράφω το είχαν τότε ονομάσει κιόλας ως «παρένθεση». Ήταν η λεγόμενη «αριστερή παρένθεση».
Αυτό επεδίωκε τότε, τόσο η παράταξη που βύθισε τη χώρα στην κρίση όσο όμως και το οικονομικό κατεστημένο που επωφελήθηκε πριν από την κρίση και εκμεταλλεύτηκε την κρίση για μια πρωτοφανή στην έκταση και στην αγριότητα αναδιανομή υπέρ των λίγων. Εις βάρος της ίδιας της ζωής των πολλών.
Στεκόμαστε, λοιπόν εδώ σήμερα μαζί με όλα – θα μου επιτρέψετε την έκφραση – τα «κακά παιδιά» του ΣΥΡΙΖΑ και αναφέρομαι όχι μόνο στον Ευκλείδη και στους πρώην υπουργούς που είναι εδώ σήμερα, αλλά και σε όλους εκείνους τους αφανείς ανθρώπους της διαπραγμάτευσης.
Βρισκόμαστε σήμερα εδώ έχοντας ένα βιβλίο που περιγράφει την περίοδο εκείνη, παραθέτοντας την αλήθεια.
Βρισκόμαστε εδώ, ικανοποιημένοι πάνω απ’ όλα γιατί τα καταφέραμε.
Περήφανοι γιατί βγάλαμε τη χώρα από το αδιέξοδο των μνημονίων.
Γιατί σταματήσαμε την καταστροφή.
Γιατί ρυθμίσαμε το χρέος.
Γιατί βάλαμε και πάλι μετά από χρόνια τη χώρα στις αγορές.
Κι αφήσαμε πάνω από 37 δις στα ταμεία του κράτους.
Αυτά ήταν τα δικά μας επιτεύγματα.
Αυτή ήταν η έμπρακτη απόδειξη της δική μας διαχειριστικής ικανότητας.
Όχι στα λόγια, αλλά στην πράξη.
Εκεί που απέτυχαν τρείς διαδοχικές κυβερνήσεις, που είχαν όλους τους σημαντικούς τεχνοκράτες του παλιού πολιτικού συστήματος, το πέτυχε μια οικονομική ομάδα που δεν είχε μάθει να έχει πάρε δώσε με το σύστημα και τα σαλόνια της εξουσίας ούτε να γοητεύεται από τις νομοτέλειες των αγορών.
Αλλά ήξερε να δουλεύει με εντιμότητα και γνώμονα τη δικαιότερη δυνατή επιλογή.
Για την κοινωνία, για την οικονομία και για τη χώρα.
Και όλα αυτά τα πετύχαμε με το μικρότερο δυνατό κόστος για την κοινωνική πλειοψηφία.
Με μια πολιτική μάλιστα που ανακούφισε τους πιο ευάλωτους, με μια πολιτική που, παρά τα ασφυκτικά πλαίσια στα οποία βρισκόμασταν, στήριξε τις δημόσιες κοινωνικές δομές, όπως το ΕΣΥ, αύξησε το βασικό μισθό, ανέτρεψε το εργασιακό καθεστώς της ζούγκλας.
Μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, η αλήθεια είναι, μόλις πέρασε ο εφιάλτης – και είναι φυσιολογικό, ψυχαναλυτικά εξηγείται αυτό, να θέλεις να απωθείς τις δύσκολες και τις εφιαλτικές στιγμές που έχεις ζήσει – μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας μόλις πέρασε ο εφιάλτης αισθάνθηκε ίσως ότι πέρασε οριστικά ο κίνδυνος. Ότι δεν ξαναγυρίζουμε πίσω.
Και εμπιστεύτηκε εκ νέου αυτούς που μας χρεοκόπησαν, αλλά τώρα έταζαν μεγαλύτερους μισθούς, καλύτερες δουλειές, περισσότερη ασφάλεια.
Για να οδηγηθούμε δυστυχώς εκ νέου σε καταστάσεις χρεοκοπίας.
Όχι αυτή τη φορά του κράτους και των τραπεζών, αλλά της κοινωνίας και των νοικοκυριών.
Οι καλύτερες δουλειές έγινε ο εργασιακός μεσαίωνας του νόμου Χατζηδάκη ή το λουκέτο για χιλιάδες μικρομεσαίους επαγγελματίες.
Και οι καλύτεροι μισθοί, αυτοί που εξανεμίζονται από την τρομακτική ακρίβεια πριν καλά-καλά μπει η 3η βδομάδα του μήνα.
Για την ασφάλεια, ας μη το συζητήσουμε καλύτερα, σε μια χώρα όπου όποιος δεν έχει την οικονομική επάρκεια, δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε μια περίθαλψη αξιοπρεπή σε δημόσια νοσοκομεία που καταρρέουν.
Σε μια χώρα που έχει τις αρνητικότερες πρωτιές στον δυτικό κόσμο σε απώλειες από την πανδημία, καλύτερα να μην μιλήσουμε για ασφάλεια.
Και όλα αυτά, ενώ υπήρχαν όλες οι δυνατότητες να αξιοποιηθεί διαφορετικά η καθαρή έξοδος από τα μνημόνια αλλά και η άρση των δημοσιονομικών περιορισμών λόγω της πανδημίας ή τα κονδύλια του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης.
Πρώτη τους φροντίδα, όμως, ήταν να ξαναρχίσουν την ίδια πολιτική με τις ίδιες αποτυχημένες συνταγές, από κει που τη σταμάτησε η ψήφος του λαού το 2015.
Πελατειακό κράτος, απευθείας αναθέσεις, ανεξέλεγκτη και χωρίς ρύθμιση λειτουργία της αγοράς, φοροαπαλλαγές για τους ισχυρούς, οριζόντια φορολογική λεηλασία για τους πολλούς, ιδίως με τον ΦΠΑ, τον ΕΦΚ, τους έμμεσους δηλαδή φόρους να είναι σταθεροί σε μια περίοδο πρωτοφανούς πληθωρισμού και με επιδόματα.
Να μην ξεχνάμε τα επιδόματα. Πόσο πολύ είχαμε κατηγορηθεί για την επιδοματική μας πολιτική.
Σήμερα αυτοί που μας κατηγορούσαν έχουν γίνει μετρ του είδους.
Τα επιδόματα που λειτουργούν ως το τυράκι στη φάκα μιας τρομακτικής αναδιανομής εισοδήματος από τους πολλούς στους ισχυρούς.
Λίγο πριν ξεκινήσω για να έρθω στην παρουσίαση του βιβλίου του Ευκλείδη έγινε γνωστό, από τη συζήτηση που διεξάγεται στη Βουλή, ότι ακόμη και αυτή η υποτυπώδης φορολόγηση των υπερκερδών των διυλιστηρίων που αναμένεται φέτος να φτάσουν περίπου τα 3 δις, ακόμα και αυτή η υποτυπώδης φορολόγηση θα γίνει με το χαμηλότερο προτεινόμενο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή συντελεστή και προσέξτε, θα καταγραφεί όχι ως φόρος αλλά ως δαπάνη.
Όπως οι δωρεές φιλανθρωπίας που κάνουν πολλοί πλούσιοι όχι από αγάπη προς τον άνθρωπο αλλά από ανάγκη να παρουσιάσουν μεγαλύτερες δαπάνες, ώστε να εκπέσει η φορολογία τους, να εκπέσει δηλαδή το ποσό των χρημάτων που θα αναγκαστούν να πληρώσουν.
Αυτές ήταν οι πολιτικές που μας οδήγησαν στην κρίση, αυτές είναι οι πολιτικές μας οδηγούν εκ νέου σε μια κρίση.
Και να υποθέσει κανείς ότι έχουν κάποιο θετικό αποτύπωμα αυτές οι πολιτικές επιλογές στις λεγόμενες αγορές που μας κρίνουν και κρίνουν τα πάντα;
Μάταια θα το ψάξει να το βρει κανείς αυτό.
Αφού ούτε οι αγορές, που κατά τα άλλα δεν έχουν πρόβλημα με το αν υπάρχει λιγότερη δικαιοσύνη, με το αν οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, εν τούτοις ούτε οι αγορές μας δίνουν καμία επιβράβευση.
Η περιβόητη επενδυτική βαθμίδα που είχε τεθεί ως κεντρικός οικονομικός στόχος του κ. Μητσοτάκη και μάλιστα από το πρώτο εξάμηνο έλεγε προεκλογικά του 2020, αποτελεί ένα άπιαστο όνειρο.
Μην έχετε καμία αμφιβολία, ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τουλάχιστον έναν ακόμη χρόνο μπροστά του, μετά την έξοδο από τα μνημόνια, και αν στο υπουργείο οικονομικών παρέμεναν τουλάχιστον μέχρι τότε που έθεσε το ορόσημο ο κ. Μητσοτάκης το πρώτο εξάμηνο του ‘20 ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Γιώργος Χουλιαράκης, η επενδυτική βαθμίδα θα ήταν ήδη εδώ.
Ωστόσο κατανοώ ότι η ιστορία δεν γράφεται με τα «αν».
Δεν γράφεται και με τα ψέματα όμως.
Με την κατεδάφιση της αλήθειας για όσα συνέβησαν την περίοδο, την δύσκολη και σκληρή περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο αρχαίος τραγωδός μας ο Σοφοκλής έλεγε πως «Κανένα ψέμα δεν αντέχει στο χρόνο».
Ούτε αυτό θα αντέξει.
Όχι μόνο γιατί θα το ακυρώσει η μνήμη των γεγονότων του χθες, πράγμα στο οποίο βοηθάει το βιβλίο του Ευκλείδη.
Αλλά κυρίως γιατί θα το ακυρώσει η πράξη της πολιτικής τους του σήμερα.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι το βιβλίο του Ευκλείδη είναι εξαιρετικά σημαντικό που βγαίνει μετά από τρία χρόνια και ξεκινάει σήμερα το ταξίδι του στο αναγνωστικό κοινό.
Γιατί θεωρώ ότι είναι σημαντικό.
Διότι σήμερα οι περισσότεροι έχουν αρχίσει πια να καταλαβαίνουν την υστεροβουλία της κριτικής που δέχτηκε το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο της διακυβέρνησης.
Αλλά, βεβαίως, σχεδόν όλοι έχουν αρχίσει όλοι να κατανοούν και τη σημασία των όσων κατάφερε.
Το «Με την πλάτη στον τοίχο», είναι ένα βιβλίο που καταφέρνει να μιλήσει για την αλήθεια με τον έναν και μοναδικό τρόπο που υπάρχει: με τα γεγονότα.
Και στο τέλος της ημέρας, αυτά είναι που ορίζουν τον πολιτικό και κοινωνικό ανταγωνισμό μακροπρόθεσμα.
Η επικοινωνία, η προπαγάνδα, η στρατευμένη διαμόρφωση μιας εικονικής πραγματικότητας είναι βραχύβιες όταν η ίδια η ζωή, η ίδια η καθημερινότητα έρχεται να τις διαψεύσει.
Το βιβλίο αυτό δεν έρχεται να δικαιώσει.
Έρχεται να εξηγήσει.
Να εξηγήσει μια πολύ κοπιώδη προσπάθεια να σταθεί η κοινωνία στα πόδια της και να ανοίξει ένας καθαρός διάδρομος για το μέλλον.
Και η εξήγηση αυτή, επειδή επιδιώκει να είναι ειλικρινής, δεν κινείται πάντα ανάμεσα στο άσπρο και στο μαύρο.
Υπήρξαν μάχες που κερδήθηκαν και μάχες που χάθηκαν.
Πάντα όμως, κινηθήκαμε όλοι με αφοσίωση σε αυτή την προσπάθεια, με κεντρικό στόχο να μην επιστρέψει η Ελλάδα στις μαύρες μέρες της ανθρωπιστικής κρίσης.
Διαβάζοντας, συνεπώς, κάποιος το βιβλίο, ανεξαρτήτως -λέω εγώ- πολιτικών προτιμήσεων ή πολιτικών καταγωγών, δεν μπορεί παρά να συγκρίνει.
Πού και πώς άφησε τη χώρα η ΝΔ στο τέλος του ’14, αρχές του ’15 και πού την άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του ‘19.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παρέδωσε μια χώρα δημοσιονομικά ασφαλή, με γεμάτα ταμεία και κοινωνική συνοχή και σήμερα αυτή η χώρα, δυστυχώς, δεν έχει χάσει μόνο αυτά τα κεκτημένα αλλά και κάτι ακόμη πολυτιμότερο.
Βρίσκεται ενώπιον μιας πρωτοφανούς θεσμικής κρίσης, μια πρωτοφανούς απειλής για την ίδια τη δημοκρατία.
Και η βάση αυτής της σύγκρισης – και θέλω να κλείσω με αυτό – δεν εδράζεται μόνο στις αξίες και την ιδεολογία των δύο αντίπαλων πολιτικών στρατοπέδων.
Εδράζεται και στους ανθρώπους.
Αφήνω έξω τις πολιτικές ηγεσίες, γιατί αυτές κρίνονται στην κάλπη.
Μιλάω για τα επιτελεία. Για τους αφανείς ήρωες.
Από τη μια, λοιπόν, τούτες τις μέρες γεμίζουν τα δημοσιεύματα για τα golden boys, που την τελευταία τριετία έχουν κάνει ρεσάλτο ως άλλες γαλάζιες ακρίδες στο δημόσιο πλούτο.
Από την άλλη, νέοι επιστήμονες, οι σύμβουλοι και τα στελέχη της διοίκησης, που συμμετείχαν σε αυτή την επίπονη προσπάθεια της διαπραγμάτευσης απέναντι στους θεσμούς και έδωσαν τα πάντα με ανιδιοτέλεια, για ένα σκοπό πολύ μεγαλύτερο από τον τραπεζικό τους λογαριασμό και την πολυτελή ζωή.
Αυτή αν θέλετε, η διαφορά ήθους, είναι και η μεγαλύτερη απόσταση που μας χωρίζει με το στρατόπεδο του αμοραλισμού και του κυνισμού.
Σήμερα, λοιπόν, αυτό το βιβλίο που έχετε στα χέρια σας είναι η ιστορία όλων αυτών των ανθρώπων, των γενιών της κρίσης που πάλεψαν από θέσεις ευθύνης στα πλαίσια μιας κυβέρνησης που της έλαχε να ξελασπώσει το μέλλον και δεν το έβαλε στα πόδια.
Ανέλαβε την ευθύνη και ας μην της ανήκει αυτή η ευθύνη.
Αυτό το βιβλίο είναι η ιστορία πολιτικών στελεχών που δεν ανήλθαν σε θέσεις εξουσίας για να στήσουν παρακρατικούς μηχανισμούς, να μοιράσουν δισεκατομμύρια με απευθείας αναθέσεις, να αγοράσουν με κρατικά χρήματα έναν τερατώδη μηχανισμό προπαγάνδας.
Αλλά ήρθαν για να τιμήσουν την εμπιστοσύνη μιας κοινωνίας, που τους την έδωσε απλόχερα γιατί είχε φτάσει στα όρια της.
Και γιατί στις δημοκρατίες, ως γνωστόν, δεν υπάρχουν αδιέξοδα.
Υπάρχει πάντα δικλείδα ασφαλείας απέναντι στην αδικία και την εκμετάλλευση.
Είμαι βέβαιος, ότι απέναντι και στη σημερινή κρίση και πάλι η δημοκρατία θα είναι αυτή που θα δώσει τις απαντήσεις.
Και αυτή τη φορά θα είναι ακόμα πιο πειστικές.
Γιατί οι μάχες φέρνουν εμπειρία, γνώση και αποφασιστικότητα σε αυτές και σε αυτούς που τις δίνουν.
Είμαστε, λοιπόν, σήμερα όλοι εδώ στη παρουσίαση του βιβλίου του Ευκλείδη που παρουσιάζει την αλήθεια όσων ζήσαμε, συγκινημένοι αλλά και περήφανοι για όσα πετύχαμε.
Είμαστε όλοι εδώ, πιστεύω σοφότεροι από τα λάθη μας.
Αλλά το ίδιο αποφασισμένοι, αν χρειαστεί να ξαναβγάλουμε τα κάστανα από τη φωτιά.
Με σχέδιο, με ανιδιοτέλεια, με τους ανθρώπους που ξέρουν και με τις αξίες εκείνες που αποτελούν την ψυχή της Αριστεράς και της προοδευτικής παράταξης.
Είμαστε εδώ και ελπίζω αυτό να συμβεί πριν η κοινωνία και η πατρίδα βρεθεί ξανά με την πλάτη στον τοίχο.
Σας ευχαριστώ.