«Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο αλλάζει την αρχιτεκτονική της επικουρικής ασφάλισης προκειμένου το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας να προσαρμοστεί κατάλληλα για την αντιμετώπιση των σοβαρών προκλήσεων που θέτει στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης η δημογραφική γήρανση του πληθυσμού αλλά και άλλες παθογένειες, όπως το μέγεθος της αδήλωτης εργασίας και, κατ’ επέκταση, το ίδιο το μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας». Αυτό υπογράμμισε ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, κ. Πάνος Τσακλόγλου, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου «Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση για τη Νέα Γενιά» στην Ολομέλεια της Βουλής.
«Το νομοσχέδιο προβλέπει τη σταδιακή μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης από διανεμητική σε κεφαλαιοποιητική και η μεταρρύθμιση αυτή αφορά μόνο την επικουρική ασφάλιση και τους νέους εργαζόμενους. Η κύρια σύνταξη παραμένει ως έχει», τόνισε ο κ. Τσακλόγλου κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, επισημαίνοντας τα ακόλουθα: «Για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας από 1/1/2022 με υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση και, προαιρετικά, για όσους ασφαλισμένους είναι κάτω των 35 ετών με ή χωρίς υποχρέωση επικουρικής ασφάλισης, οι εισφορές επικουρικής ασφάλισης κατευθύνονται σε ατομικούς λογαριασμούς, επενδύονται με βάση τις προτιμήσεις τους από το Ταμείο που πρόκειται να ιδρυθεί (Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης – TEKA), και η σύνταξή τους προσδιορίζεται από το σύνολο των εισφορών τους και τις αποδόσεις των επενδύσεών τους. Το ΤΕΚΑ είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου».
Η μεταρρύθμιση απαντά στους κινδύνους της δημογραφικής γήρανσης
«Τα διανεμητικά συστήματα δουλεύουν ικανοποιητικά όταν οι εργαζόμενοι είναι πολλοί και οι συνταξιούχοι λίγοι – δηλαδή, όταν ο λόγος εξάρτησης είναι χαμηλός. Όμως, αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες όταν η σχέση αυτή αναστραφεί», ανέφερε ο Υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, επισημαίνοντας ότι «στις πρώτες δεκαετίες λειτουργίας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα ο λόγος αυτός ήταν 4 ή 5 εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο. Σήμερα αντιστοιχούν μόλις 1.7 εργαζόμενοι σε κάθε συνταξιούχο και οι προοπτικές κάθε άλλο παρά ρόδινες διαγράφονται».
Όπως επεσήμανε ο κ. Τσακλόγλου «η δημογραφική γήρανση δεν είναι αποκλειστικά Ελληνικό φαινόμενο. Παρατηρείται σε όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες χώρες και, σταδιακά, σε όλο και περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες». Όπως ανέφερε «στις περισσότερες από τις άλλες αναπτυγμένες χώρες, όταν αντιλήφθηκαν τη σημασία του δημογραφικού κινδύνου για το διανεμητικό συνταξιοδοτικό τους σύστημα, προχώρησαν στην εισαγωγή ή ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα του συστήματος, ακριβώς για να κάνουν διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου και να μειώσουν την έκθεση του συστήματος στο δημογραφικό κίνδυνο».
Ο Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «Σήμερα, σε χώρες όπως η Δανία, η Ολλανδία ή η Σουηδία – για να αναφέρω λίγες μόνο και με αξιοζήλευτο επίπεδο κοινωνικής προστασίας – η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων έχει υποχρεωτική συμπληρωματική κεφαλαιοποιητική ασφάλιση. Σε πολλές χώρες τα αποθεματικά των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών ταμείων ξεπερνούν το 100% του ΑΕΠ και σε ορισμένες και το 200%. Σε όλες σχεδόν τις χώρες του ΟΟΣΑ τα κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά ταμεία γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες». «Αυτό επιχειρεί να κάνει στη χώρα μας, ομολογουμένως με καθυστέρηση δεκαετιών, το παρόν νομοσχέδιο», είπε ο κ. Τσακλόγλου.
Μεταρρύθμιση με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον
Όπως εξήγησε ο Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση έχει τέσσερεις στόχους:
- Πρώτον, να μειώσει την έκθεση της κοινωνικής ασφάλισης στο δημογραφικό κίνδυνο, να επιτύχει διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου για το σύνολο της κοινωνικής ασφάλισης και, κατ’ αυτό τον τρόπο, να ενισχύσει τη σταθερότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης συνολικά.
- Δεύτερον, να δημιουργήσει αποταμιεύσεις, σημαντικό τμήμα των οποίων θα επενδυθεί στην ελληνική οικονομία, δίνοντας ώθηση στην παραγωγικότητα και την οικονομική ανάπτυξη, δημιουργώντας περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, γεγονός που θα οδηγήσει σε υψηλότερους άμεσους και έμμεσους φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
- Τρίτον, να δώσει ψηλότερες συντάξεις στους ασφαλισμένους του νέου συστήματος.
- Τέταρτον, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη της νέας γενιάς στο ασφαλιστικό σύστημα. Η δημιουργία των ατομικών λογαριασμών – των ατομικών «κουμπαράδων», όπως ήδη τους αποκαλούν πολλοί – δημιουργεί ισχυρά αντικίνητρα για συμμετοχή των νέων εργαζόμενων σε ανασφάλιστη εργασία.
Καμία περικοπή στις υφιστάμενες συντάξεις
Αναφερόμενος στην κριτική της αντιπολίτευσης για το «κόστος μετάβασης» ο κ. Τσακλόγλου επεσήμανε τα ακόλουθα:
«Το κόστος μετάβασης προκύπτει ακριβώς επειδή δεν πρόκειται να γίνουν περικοπές στις συντάξεις του υφιστάμενου συστήματος. Στο κεντρικό σενάριο, σε προεξοφλημένες τιμές, το κόστος μετάβασης εκτιμάται σε 56 δισ. Επαναλαμβάνω, σε βάθος 50 ετών. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, μόνο πέρυσι για τη στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος – μέσα σε μία και μόνη χρονιά – ο κρατικός προϋπολογισμός συνεισέφερε σχεδόν 16 δις. Δηλαδή, αυτό το κόστος της πεντηκονταετίας ισοδυναμεί με μεταβιβάσεις τεσσάρων περίπου ετών. Επιπρόσθετα, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, αυτό είναι το ακαθάριστο κόστος. Γιατί «ακαθάριστο»; Διότι, όπως ανέφερα προηγουμένως, σημαντικό μέρος των πόρων του νέου ταμείου θα επενδυθεί στην ελληνική οικονομία, δίνοντας ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη, γεγονός που οδηγεί σε υψηλότερους φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα με τη μακροοικονομική μελέτη του ΙΟΒΕ, στο κεντρικό σενάριο τα επιπρόσθετα οφέλη σε βάθος πεντηκονταετίας είναι περίπου 50 δισ. Πέραν της πεντηκονταετίας – που είναι το χρονικό πλαίσιο των οικονομικών μελετών που κατατέθηκαν στη Βουλή – τα οφέλη υπερακοντίζουν το κόστος με πολύ μεγάλη διαφορά».
«Επομένως», τόνισε ο κ. Τσακλόγλου, «το καθαρό κόστος μετάβασης είναι ένα απολύτως διαχειρίσιμο μέγεθος, πέραν των λοιπών ωφελειών για τους εργαζόμενους και την ελληνική οικονομία».