Του Νίκου Φυλάγγελου
Φανταστείτε το λίγο… Την εποχή που ο Αβραάμ Λίνκολν αποφάσιζε να καταργήσει τη δουλεία, να συγκροτούσε μια… νομοπαρασκευαστική επιτροπή, με τη συμμετοχή δικαστών του Νότου, οι οποίοι και θα επέλεγαν αν οι σκλάβοι θα έπρεπε να απελευθερωθούν.
Τα αυθόρμητα γέλια δίνουν εύκολα τη θέση τους στην οργή, μόλις κάνει κάποιος μισό βήμα πίσω, και συνειδητοποιεί σε όλο το εύρος της, την ανορθογραφία του νομοσχεδίου που εδώ και μερικές εβδομάδες έχει παρουσιάσει το υπουργείο Δικαιοσύνης, για τις αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο.
Το νομοσχέδιο που, υποτίθεται ότι θα έφερνε και στην Ελλάδα τον θεσμό της Συνεπιμέλειας, ώστε να σταματήσει η χώρα μας να ανήκει στην κατηγορία των τριτοκοσμικών. Υποτίθεται. Δεν τον έφερε. Η ίδια η λέξη “Συνεπιμέλεια” δεν αναφέρεται… ούτε μια φορά στο νομοσχέδιο, η πρόνοια περί “κοινής μέριμνας” δεν κομίζει τίποτα το καινούριο σε σχέση με την υπάρχουσα νομολογία, και η άρνηση ίσου χρόνου ανατροφής των παιδιών, και εναλλασσόμενης κατοικίας, σφραγίζει τη διατήρηση της εικόνας της Ελλάδας ως τριτοκοσμικής χώρας.
Η οργή των οικογενειών που στερούνται τα παιδιά τους, μετά από ένα διαζύγιο, καταγράφεται ήδη με δημόσιες αντιδράσεις στα social media. Το πολιτικό κόστος που διαφαίνεται ότι θα καταγραφεί και στις εκλογές, είναι προφανές και δυσβάσταχτο, αν σκεφτεί κανείς ότι δεν μιλάμε μονάχα για μπαμπάδες (στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων) που στερούνται τα παιδιά τους. Αλλά επιπροσθέτως, παππούδες, γιαγιάδες, συγγενείς και φίλους.
Ένα νομοσχέδιο που συνεχίζει να διακρίνει τους χωρισμένους γονείς σε ανθρώπους… δυο κατηγοριών. Τον ανώτερο γονέα, που έχει την επιμέλεια, και τον κατώτερο, που συμμετέχει στην κοινή γονική μέριμνα. Χωρίς το στοιχειώδες δικαίωμα να αγκαλιάζει το παιδί του για “καληνύχτα”, από τη στιγμή που το νομοσχέδιο δεν προβλέπει την εναλλασσόμενη κατοικία.
Η Ελλάδα θα βρεθεί απολογούμενη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, για την παραβίαση του ανθρώπινου δικαιώματος της ισότητας, μετά από σχετικές, μαζικές προσφυγές που ετοιμάζονται. Ακόμη και αυτή η διεθνής διαπόμπευση ωστόσο, μικρή σημασία έχει μπροστά στις ψυχές που συνεχίζουν να καταστρέφονται.