Του Μάνου Οικονομίδη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αξία”, το Σάββατο 28 Αυγούστου 2021
Ο συναρπαστικός πειρασμός με τον οποίο φλερτάρει, με ανατροφοδοτούμενη συνέπεια, η ψυχολογία των κοινωνιών, είναι να αλλάζουν. Να εξελίσσονται, να επικαιροποιούν τον βηματισμό τους, να αναπροσαρμόζουν τα ταυτοτικά στοιχεία τους, ώστε να αντιλαμβάνονται και να ανταποκρίνονται καλύτερα τις τρέχουσες προτεραιότητες κάθε συγκυρίας. Φυσικά, χωρίς να αλλοιώνουν τον βασικό πυρήνα της ιστορικής κληρονομιάς τους.
Η πολιτική δεν λειτουργεί στο κενό, ή ως αφύσικη εξαίρεση στον κανόνα της αλλαγής, της μετεξέλιξης, της «διόρθωσης» των επιμέρους παραμέτρων και των δεδομένων του ψηφιδωτού το οποίο αγκαλιάζει, εκφράζει και παροτρύνει προς συμμετοχή ενεργούς και συνειδητοποιημένους πολίτες.
Η χώρα μας, ως φυσική κληρονόμος της ιστορικής παρακαταθήκης του μαιευτηρίου της Δημοκρατίας, που υπήρξε η Αρχαία Αθήνα, βίωσε τη σχετική «ενηλικίωση», με την επιστροφή της ομαλότητας το 1974, μετά την επταετή, ασυγχώρητη και εθνικά μοιραία και επιζήμια ανορθογραφία της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Με την ταυτοτική υπογραφή συνείδησης και ευθύνης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η Ελλάδα επέστρεψε αναίμακτα στη Δημοκρατία, η νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος λειτούργησε ως ιστορικός αναστεναγμός υπέρβασης των παθών που γέννησε ο Εμφύλιος, και με την ένταξη στην κοινή ευρωπαϊκή οικογένεια της τότε ΕΟΚ, διασφαλίστηκε ότι το έθνος μας δεν θα διολίσθαινε ποτέ ξανά στο χάος και την παρακμή.
Μετά από σχεδόν πέντε δεκαετίες, η Μεταπολίτευση «φλερτάρει» με την κόπωση της συνήθειας. Της διστακτικής προόδου, της ακύρωσης των προσδοκιών να περνάει η σκυτάλη από γενιά σε γενιά, με καλύτερους όρους, καλύτερες συνθήκες, καλύτερους πρωταγωνιστές.
Ένας δημόσιος χώρος με πλεόνασμα μετριοτήτων και περιφερόμενων διαδρομών, με διακύβευμα την εξυπηρέτηση του προσωπικού συμφέροντος, χωρίς σπονδυλική στήλη ιδεών και αξιών, χωρίς διακριτό εφαλτήριο πολιτικών και κομματικών αναφορών.
Μια χώρα διαρκών κρίσεων. Από το Μνημόνια που ξεχαρβάλωσαν τον κοινωνικό ιστό και ανέδειξαν τις πλέον αποκρουστικές και αχρείαστες πτυχές του εαυτού μας, στις αβεβαιότητες της επόμενης ημέρας της πανδημίας του κορονοϊού. Με ένα πολιτικό σύστημα παραδομένο στην επέλαση της ακροδεξιάς κουλτούρας, νοοτροπίας και ρητορικής, χωρίς κομματικό πρόσημο αλλά με οριζόντια επικράτηση, με τα άκρα και τις ακρότητες που τα συνοδεύουν να έχουν παραμερίσει τη μετριοπάθεια και τη σύνεση. Δεν βλέπουμε αντιπάλους, βλέπουμε εχθρούς. Το μίσος και ο διχασμός διαβρώνουν το εθνικό αφήγημα, και για αρκετούς εξελίχτηκαν σε βιωματική καθημερινότητα.
Στην κοινωνία ωστόσο ακούει ήδη κάποιος, εφόσον φυσικά έχει τις αντοχές και τη διάθεση να ακούει προσεκτικά, τις ιαχές της θύελλας. Οργή, αγανάκτηση, απογοήτευση, ανασφάλεια, φόβος… Η συνταγή της άγαρμπης αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού, που έχουμε δει πολλές φορές στο παρελθόν, συνήθως με τραγικές συνέπειες για τον δημόσιο βίο.
Οι κρίσεις και οι επιπτώσεις τους λειτουργούν σωρευτικά στην κοινωνική ψυχολογία, και έτσι διαμορφώνονται συνθήκες για ένα… δεύτερο ημίχρονο μιας «Νέας Μεταπολίτευσης». Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, το πρώτο ημίχρονο, την εθνική τραγωδία των Μνημονίων, το αντέξαμε οριακά.