Γράφει ο Τάσος Παππάς
Πηγή: “Εφημερίδα των Συντακτών”
Κάθε φορά που στη δημόσια συζήτηση υπάρχει ένα σοβαρό δικαστικό θέμα επικρατεί ένταση. Ειδικοί και απίθανοι τύποι τοποθετούνται επί της ουσίας κι ας μη γνωρίζουν όλα τα στοιχεία, δικηγόροι και δημοσιολόγοι αγορεύουν στα τηλεοπτικά παράθυρα, μέσα ενημέρωσης προτείνουν ποινές και εκδίδουν αποφάσεις πριν καν φτάσει η υπόθεση στο ακροατήριο. Ολοι μιλούν για το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, με τη διαφορά ότι μερικοί το επικαλούνται κατά πώς τους βολεύει. Αν ο κατηγορούμενος είναι επώνυμος, με άκρες στο σύστημα εξουσίας και προσβάσεις στην περιοχή της ενημέρωσης, με οικονομική επιφάνεια (λευκό κολάρο δηλαδή), με πρωτοκλασάτους δικηγόρους, τότε είναι αθώος μέχρι να υπάρξει τελεσίδικη απόφαση. Οπότε οποιαδήποτε κριτική είναι εκτός πλαισίου γιατί βλάπτει τον κατηγορούμενο.
Είναι ποινικός λαϊκισμός (η λέξη που κολλάει παντού). Αν όμως ο κατηγορούμενος είναι κάποιος φτωχοδιάβολος, ένας ακτιβιστής που επέλεξε ως μορφή αντίδρασης την πολιτική ανυπακοή ή ένα πρόσωπο που έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με την κυβέρνηση, τότε το τεκμήριο αθωότητας πάει περίπατο. Μπορούμε άνετα να τον δαιμονοποιήσουμε, να τον στολίσουμε με του κόσμου τις καταγγελίες και να απαιτήσουμε την παραδειγματική τιμωρία του για το καλό της δικαιοσύνης και βεβαίως βεβαίως της δημοκρατίας, την οποία οφείλουμε να προστατεύουμε από τις πράξεις των αποσυνάγωγων.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης καταδικάστηκε πρωτοδίκως για δύο βιασμούς, αλλά αφέθηκε ελεύθερος μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του σε δεύτερο βαθμό. Μέχρι τότε τον καλύπτει το τεκμήριο της αθωότητας. Οσοι λοιπόν άσκησαν κριτική στην απόφαση να αφεθεί ελεύθερος παραβιάζουν το τεκμήριο αθωότητάς του. Μάλιστα η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, που υπηρέτησε τη Δικαιοσύνη από κορυφαίες θέσεις, στην ομιλία της στην εκδήλωση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας επισήμανε ότι οι δικαστές δεν αποφασίζουν με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους, προσθέτοντας ότι οι δικαστές κρίνονται για τις αποφάσεις τους, χωρίς όμως να στοχοποιούνται. Είναι φανερό ότι μιλούσε για την υπόθεση Λιγνάδη και για τις αντιδράσεις που προκάλεσε η απόφαση του δικαστηρίου να τον αφήσει ελεύθερο υπό όρους. Αυτή είναι μια θέση αρχής και ως τέτοια την παρουσίασε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αναρωτιέται όμως κανείς αν η κ. Σακελλαροπούλου θα έκανε το ίδιο αν στην επικαιρότητα ήταν ένα άλλο θέμα με πρωταγωνιστή έναν άσημο κατηγορούμενο, κάποιον πολιτικό αντίπαλο της κυβέρνησης ή έναν κατηγορούμενο για τρομοκρατία.
Στο παρελθόν είχαμε ωμές παραβιάσεις του τεκμηρίου αθωότητας κατηγορουμένων με δράστες υψηλόβαθμους κυβερνητικούς παράγοντες, όπως είχαμε και χονδροειδείς απόπειρες άσκησης επιρροής της Δικαιοσύνης από κρατικούς αξιωματούχους. Οι καταδικασμένοι πρωτοδίκως για τρομοκρατία δεν είχαν αυτή την επιεική αντιμετώπιση από τα μέσα ενημέρωσης και από κόμματα μέχρι η υπόθεσή τους να κριθεί οριστικά. Ουδείς εξ αυτών που σήμερα υπερασπίζονται με πάθος το τεκμήριο αθωότητας του κ. Λιγνάδη είχε αντιδράσει. Ουδείς εξ αυτών που σήμερα έχουν βγει στα κεραμίδια είχε τολμήσει να ψελλίσει κάτι επικριτικό. Ουδείς εξ αυτών είχε εκφράσει αμφιβολίες για την ενοχή του «Ινδιάνου» της Νέας Σμύρνης που έμεινε προφυλακισμένος για οκτώ μήνες με βάση την τρύπια από παντού δικογραφία που είχαν συντάξει οι αστυνομικές αρχές. Φλύαροι σήμερα, σιωπηλοί χτες.
Δεν ενοχλήθηκαν όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης -ο, υποτίθεται, θεματοφύλακας της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης- κάλεσε από το βήμα της Βουλής τους ανακριτές να βάλουν στο αρχείο τις υποθέσεις δύο στελεχών της Δεξιάς (Αβραμόπουλος, Γεωργιάδης), παρά το γεγονός ότι βρέθηκαν στους λογαριασμούς τους αδιευκρίνιστα ποσά με αδιευκρίνιστες διαδρομές. Δεν ενοχλήθηκαν όταν εμπλεκόμενος στο σκάνδαλο Novartis απειλούσε τους οικονομικούς εισαγγελείς ότι θα τους γδάρει και θα τους στείλει φυλακή. Δεν ενοχλήθηκαν όταν πολιτικοί αποκαλούσαν τους προστατευόμενους μάρτυρες πληρωμένους κουκουλοφόρους και ζητούσαν να οδηγηθούν στο εδώλιο. Δεν ενοχλούνται που τόσο καιρό η κυβέρνηση αρνείται να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή την ευρωπαϊκή οδηγία για τους προστατευόμενους μάρτυρες. Δεν ενοχλήθηκαν όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής προεξοφλώντας την ετυμηγορία της Δικαιοσύνης χαρακτήριζε συμμορίτες και υπόκοσμο δημοσιογράφους που κατηγορούνταν και έστελνε τους πολιτικούς αντιπάλους του στο Ειδικό Δικαστήριο πριν αποφασίσει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο.
Δεν ενοχλήθηκαν που πολιτικοί της συντηρητικής παράταξης επιτέθηκαν στους δικαστές του δικαστικού συμβουλίου επειδή εξέδωσαν απαλλακτικό βούλευμα για τους κατηγορούμενους στους οποίους η πλειοψηφία της προανακριτικής επιτροπής της Βουλής είχε φορτώσει τον μισό ποινικό κώδικα. Δεν ενοχλήθηκαν που νομικοί, συνταγματολόγοι και δημοσιολόγοι (όλοι στρατευμένοι στη Δεξιά και τις παραφυάδες της) μιλούσαν για εσχάτη προδοσία περιγράφοντας το αδίκημα των υπόπτων για οργάνωση σκευωρίας και όταν το βούλευμα κατέρριψε τις κατηγορίες άφησαν βιτριολικούς υπαινιγμούς για σκόπιμη μεροληψία και συντεχνιακές λογικές. Δεν ενοχλήθηκαν όταν συνήγοροι στην προσπάθειά τους να απαλλάξουν τους πελάτες τους χρησιμοποίησαν ανάρμοστη ρητορική και επιλήψιμες πρακτικές εναντίον των θυμάτων και εκτόξευσαν απειλές κατά μελών του δικαστηρίου και μαρτύρων. Η επιτομή της υποκρισίας. Ή για να μιλήσουμε με τους δικούς τους όρους: λαϊκιστές με περικεφαλαία.