Γράφει ο Τάσος Παππάς
Μην κάνετε κριτική στην κυβέρνηση, η πολιτική αποτίμηση θα γίνει μετά τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης. Αυτό κάλεσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος να κάνουν κόμματα, πολιτικοί, μέσα ενημέρωσης, συνταγματολόγοι, νομικοί και δημοσιολόγοι. Οπότε μέχρι τότε σιωπή. Πότε θα έχουμε εικόνα; Αγνωστο. Υπομονή. Ιώβεια.
Η απάντηση δόθηκε με αφορμή τις παρεμβάσεις του Ευάγγελου Βενιζέλου για το σκάνδαλο των υποκλοπών. Είναι φανερό ότι το σύστημα Μητσοτάκη έχει ενοχληθεί σφόδρα με την κριτική που ασκεί ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Αλλα περίμενε απ’ αυτόν. Ο πλήρης αιφνιδιασμός. Δεν μπορεί να χωνέψει ότι τον έχει απέναντί της σε μια περίοδο δύσκολη. Ψάχνει συνεργούς, δεν την παίρνει να χάνει πολύτιμο κεφάλαιο.
Ο κ. Βενιζέλος όμως δεν λέει περίεργα πράγματα. Υπογραμμίζει τα αυτονόητα. Μιλάει για τις πολιτικές ευθύνες του πρωθυπουργού, τον προτρέπει να τις αναλάβει, κάνει λόγο και για ποινικές ευθύνες κρατικών αξιωματούχων, καταρρίπτει με αναφορές στο Σύνταγμα και τους νόμους τη θεωρία περί απορρήτου, σχολιάζει με καυστικό ομολογουμένως τρόπο τα καχεκτικά επιχειρήματα που διακινούν κυβερνητικά στελέχη για να δικαιολογήσουν τις παράνομες πρακτικές συνεργατών του πρωθυπουργού, των μυστικών υπηρεσιών και της αρμόδιας εισαγγελέως, στηρίζει τις ανεξάρτητες αρχές που βάλλονται από το μέγαρο Μαξίμου θυμίζοντας ότι τα πρόσωπα που τις στελεχώνουν ψηφίστηκαν και από τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και αντιμετωπίζει με βιτριολικό χιούμορ τις ανοησίες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κινεί τα νήματα και είναι ο οργανωτής των ρυπαρών δικτύων που έκαναν κουμάντο στην ΕΥΠ.
Η κυβέρνηση και ειδικότερα «το επιτελικό παρακράτος με έδρα το Μαξίμου» (η περιγραφή ανήκει στον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ Μιχάλη Κατρίνη) θα ήθελε να έχει τον κ. Βενιζέλο με το μέρος της, να τη στηρίζει στη μάχη που δίνει με την αξιωματική αντιπολίτευση, να την τροφοδοτεί με θέσεις και στο νομικό και στο πολιτικό επίπεδο, ή στη χειρότερη γι’ αυτήν περίπτωση θα τη βόλευε να μην εμπλακεί στη δημόσια συζήτηση, να περιοριστεί σε κάποιες γενικού περιεχομένου και άνευρες παρατηρήσεις για το τι πρέπει να γίνει από δω και πέρα, να υπηρετήσει λογικές συμψηφισμού (και οι προηγούμενοι τα ίδια έκαναν) επιλέγοντας μια στάση επιτήδειας ουδετερότητας, δηλαδή να υποδυθεί τον ρόλο κρυφού συμμάχου της. Ομως προς κακοφανισμό της ο Ευάγγ. Βενιζέλος αποφάσισε να παρέμβει. Αυτό εκτίμησε πως πρέπει να κάνει, αδιαφορώντας για την οργή που θα προκαλούσε στην κλειστή ομάδα η οποία έχει εγκατασταθεί στο μέγαρο Μαξίμου και συμπεριφέρεται με αλαζονεία.
Αλλωστε το ίδιο έπραξαν και άλλοι παράγοντες του δημόσιου βίου που κάθε άλλο παρά οπαδοί του ακροαριστερού λαϊκισμού είναι. Δεν είναι λαϊκιστής ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος. Δεν συγκροτείται από λαϊκιστές ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθήνας. Δεν είναι λαϊκιστές οι καθηγητές και οι νομικοί που αποδομούν τις επιλογές της κυβέρνησης. Και βεβαίως δεν είναι λαϊκιστές δύο πρώην πρωθυπουργοί (Καραμανλής, Σαμαράς) που ανήκουν στη συντηρητική παράταξη και απαίτησαν από τον πρωθυπουργό να πει την αλήθεια, σημειώνοντας αμφότεροι ότι θεωρούν αδιανόητο να έχει δώσει εντολή η κυβέρνηση (δηλαδή ο επικεφαλής της) για παρακολούθηση υπουργών, πολιτικών αντιπάλων και υψηλόβαθμων στρατιωτικών. Εκτός αν όλοι αυτοί για κάποιο λόγο έχουν προσχωρήσει στο ρεύμα του λαϊκισμού. Ακόμη δεν έχουμε ακούσει κάτι τέτοιο, αλλά με τη φόρα που έχουν πάρει ορισμένοι υπουργοί και δημοσιολόγοι δεν αποκλείεται να μας το σερβίρουν.
Ανάγωγα
Είναι ο ύμνος του ΕΑΜ παράδειγμα διχασμού, όπως είπε ο πρωθυπουργός; Προφανώς γιατί ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτικού προσωπικού της παράταξής του εκείνη την εποχή έκανε άλλες επιλογές. Η ηπιότερη ήταν να κάτσει ήσυχα. Η απεχθέστερη ήταν να συνεργαστεί με τον κατακτητή. Κάποιοι πράγματι αντιστάθηκαν αλλά μάλλον δεν έσωσαν την τιμή της συντηρητικής παράταξης. Μετά την Κατοχή οι δωσίλογοι εξαγνίστηκαν και επιστρατεύθηκαν εναντίον των κομμουνιστών, δηλαδή αυτών που πολέμησαν στα βουνά και στις πόλεις.