Γράφει ο Τάσος Παππάς
Συνέβη αυτό που πολλοί περίμεναν. Οποιαδήποτε άλλη απόφαση θα ήταν έκπληξη. Με μια εντελώς διασταλτική ερμηνεία του νόμου, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας έκρινε ότι ο καταδικασμένος σε 11 φορές ισόβια για τη συμμετοχή του στη «17 Νοέμβρη» Δημήτρης Κουφοντίνας θεμελιώνει το δικαίωμα για αίτηση αποφυλάκισης όχι το… 2022, όπως ήταν το νομικά αναμενόμενο, αλλά τον Σεπτέμβριο του 2027. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών κάνει έτσι χρήση του νέου Ποινικού Κώδικα, ψηφισμένου επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος προβλέπει ότι οι πολυ-ισοβίτες θεμελιώνουν δικαίωμα αίτησης για αποφυλάκιση στα 25 χρόνια και όχι στα 19, όπως προβλεπόταν με τον προηγούμενο Ποινικό Κώδικα.
Ωστόσο, όπως υποστηρίζουν νομικοί, η επίκληση του νέου Ποινικού Κώδικα έναντι του παλαιού από το Συμβούλιο παραβιάζει ευθέως τόσο το άρθρο 1 όσο και το άρθρο 2 του Π.Κ., τα οποία ρητώς αναφέρουν αφ’ ενός ότι δεν μπορεί μια νέα διάταξη του Π.Κ. να έχει αναδρομική ισχύ στην εκτέλεσή της και αφ’ ετέρου ότι ο κατηγορούμενος επωφελείται πάντα της ευνοϊκότερης διάταξης όταν αυτή έχει αλλάξει στο μεσοδιάστημα. Η συνήγορος του Δημήτρη Κουφοντίνα Ιωάννα Κούρτοβικ μιλώντας στην «Αυγή» επισήμανε πως «το ξέραμε ότι θα ήταν απορριπτικό το βούλευμα, καθώς υπάρχει η “υποψία” ότι αυτό το ζήτημα δεν το διαχειρίζεται η Δικαιοσύνη».
Κανένας δεν μπορεί να ζητήσει από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να αλλάξει γνώμη για τον Κουφοντίνα. Κανένας δεν μπορεί να ζητήσει από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατία να ξεχάσει και να συγχωρήσει. Ωστόσο, αυτό που οφείλει να κάνει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και κάθε κυβέρνηση, είναι να μην επηρεάζει και να μην παροτρύνει εισαγγελείς και δικαστές να εισηγούνται και να αποφασίζουν διαφορετικά απ’ ό,τι προβλέπεται στο Σύνταγμα και στους νόμους.
Πρέπει να σέβεται το Σύνταγμα, πρέπει να μην προωθεί φωτογραφικές διατάξεις για να πλήξει τον κρατούμενο, πρέπει να μην παραβιάζει τους νόμους που αυτή ψήφισε, πρέπει να λειτουργεί εντός του θεσμικού πλαισίου που ισχύει σ’ ένα κράτος δικαίου και κυρίως πρέπει να μη συμπεριφέρεται εκδικητικά, να μη δίνει δηλαδή την εντύπωση ότι επιθυμεί τη φυσική εξόντωσή του. Η θανατική ποινή έχει καταργηθεί στην Ελλάδα και σ’ όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο Κουφοντίνας έχει καταδικαστεί. Εχει όμως και δικαιώματα ως κρατούμενος. Δεν επιτρέπεται το σύστημα να τον αντιμετωπίζει με τιμωρητική διάθεση, να του κόβει τις άδειες που δικαιούται, να ερμηνεύει τους νόμους και τους κανονισμούς κατά πώς εξυπηρετεί τις πολιτικές της κυβέρνησης (της όποιας κυβέρνησης). Εκτίει την ποινή που του επιβλήθηκε και είναι απαράδεκτο να του φορτώνουν και άλλες ποινές, παρά το γεγονός ότι στα 19 χρόνια που είναι έγκλειστος δεν έχει υποπέσει σε κανένα πειθαρχικό παράπτωμα, ούτε παραβίασε τις άδειες που πήρε.
Καταλαβαίνουμε ότι η συντηρητική παράταξη έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον Κουφοντίνα. Δεν του συγχωρεί ότι δεν έχει ομολογήσει τη συμμετοχή του σε ενέργειες της οργάνωσης – να θυμίσουμε ότι ο Κουφοντίνας στην απολογία του ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για τη συνολική δράση της «17 Νοέμβρη», αλλά αρνήθηκε να πει σε πόσες και σε ποιες ενέργειές της συμμετείχε. Δεν του συγχωρεί ότι δεν συνεργάστηκε με τις διωκτικές αρχές, όπως άλλοι ομοϊδεάτες του. Δεν του συγχωρεί ότι δεν έχει αποκηρύξει το παρελθόν του. Δεν του συγχωρεί ότι έκανε απεργία πείνας (το έσχατο μέσο αυτοάμυνας για κάθε κρατούμενο που νιώθει πως αδικείται) και κατάφερε να κινητοποιήσει πολίτες που κάθε άλλο παρά συμφωνούσαν με τη δράση της «17 Νοέμβρη».
Τις μέρες εκείνες κυβερνητικοί παράγοντες φλέρταραν με την ιδέα της αναγκαστικής σίτισης, παρά το γεγονός ότι έχει χαρακτηριστεί βασανιστήριο. Πρακτική που χρησιμοποίησαν οι βρετανικές αρχές τη δεκαετία του ’70 εναντίον μελών του ΙΡΑ που έκαναν απεργία πείνας. Το πόσο φρικιαστική είναι αυτή η μέθοδος προκύπτει από τις περιγραφές που υπάρχουν στο βιβλίο του Πάτρικ Ράντεν Κιφ «Μην πεις λέξη» (Μεταίχμιο). Αν και ο Κουφοντίνας με την παράδοσή του μίλησε για το τέλος της οργάνωσης, η συντηρητική παράταξη επιμένει πως δεν έχει παραιτηθεί από την ιδέα της εμπλοκής του σε νέες παράνομες πράξεις.
Αν και ο Κουφοντίνας δεν καταδικάστηκε για διάπραξη πολιτικών εγκλημάτων (άλλη προσέγγιση είχαν τα δικαστήρια), αν και στα κοινοβουλευτικά συστήματα δεν υπάρχει ο όρος πολιτικός κρατούμενος, αν και η συντηρητική παράταξη επιμένει πως η «17 Νοέμβρη» ήταν μια συμμορία του κοινού ποινικού δικαίου, με τη στάση της απέναντί του δείχνει να τον θεωρεί οιονεί πολιτικό κρατούμενο. Οι κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να εφαρμόζουν τους νόμους. Οι εισαγγελείς και οι δικαστές επιβάλλεται να μην επινοούν νομικίστικα τερτίπια για να ικανοποιήσουν την εκτελεστική εξουσία, ανοίγοντας Κερκόπορτες με κραυγαλέα εσφαλμένα και βοερά επικίνδυνα επιχειρήματα περί αναδρομικότητας.