Γράφει ο Στέλιος Σοφιανός
Η Σοφία Μπεκατώρου μίλησε για το προσωπικό της δράμα σε δημoσιογράφο γυναικείου περιοδικού. Ο Ν.Σ. κατήγγειλε τον βιασμό του από «γνωστό θεατράνθρωπο» σε (γυναίκα πάλι – έχει σημασία) δημοσιογράφο νεοσύστατου website με κοινωνικό-πολιτιστικό περιεχόμενο. Αλλα θύματα κάθε είδους παρενόχλησης, εγκληματικής ή όχι (αλλά πάντως απαράδεκτης και καταδικαστέας) βρήκαν φωνή, καταφύγιο, υποστήριξη σε τηλεοπτικές εκπομπές —αυτές, μάλιστα, που θεωρούμε ως «ελαφρές».
Πρωτοσέλιδα εφημερίδων, πρωινάδικα με μεγάλη ακροαματικότητα στο ραδιόφωνο και τηλεθέαση στην TV ανέδειξαν εγκλήματα, ξύπνησαν συνειδήσεις και κοινωνίες, ενόχλησαν κατεστημένα, πιέζουν για δικαιοσύνη. Η δημοσιογραφία. Οι δημοσιογράφοι. Τα Μέσα. Ο Τύπος. Και τι δεν έχουν/ έχουμε ακούσει τα τελευταία 10-15 χρόνια. Αρκετά από αυτά δικαιολογημένα, πολλά όχι, αλλά δεν είναι του παρόντος να πάμε πίσω.
Τώρα είναι η στιγμή, οι στιγμές της δημοσιογραφίας. Τώρα είναι η ώρα των Μέσων να επιβεβαιώσουν τον ρόλο τους και την αποστολή τους – που δεν είναι άλλα από την αποκάλυψη και προάσπιση της αλήθειας. Υπάρχουν παραφωνίες (και πάντα θα υπάρχουν), υπάρχουν Μέσα-ντροπή εκεί έξω, αλλά δεν μπορούν να μακελέψουν τη μεγάλη εικόνα. Δεν κινδυνεύει τόσο από αυτά η δημοσιογραφία, δεν απειλείται το ελληνικό #MeToo από κίτρινα ή και αισχρά πρωτοσέλιδα. Όχι τουλάχιστον τόσο, όσο μπορεί να εκφυλιστεί από:
Την κομματική εκμετάλλευση: Ο κίνδυνος εδώ είναι να κυριαρχήσει η κομματική σπέκουλα των ίδιων των αποκαλύψεων, να μην ασχοληθούμε τόσο με το θέμα αυτό καθαυτό, να περάσει το κάθε θύμα σε δεύτερη μοίρα και το έγκλημα αυτό καθαυτό να θαφτεί κάτω από δεξιές και αριστερές τσιρίδες. Δεν θα «καλύψουμε» τυχόν ηθικούς αυτουργούς, ανθρώπους που γνώριζαν και είτε συγκάλυπταν είτε «έβαζαν πλάτη», αλλά first things first, που λένε και στο χωριό μου.
Τον θόρυβο: Αυτό που για κάποια θύματα είναι ευλογία, για άλλα είναι κατάρα. Δεν αντέχουν όλοι τη δημοσιότητα. Αρκετοί τη «φοβούνται». Για κάθε θύμα που παίρνει το θάρρος και βγαίνει να μιλήσει δημόσια και επώνυμα, υπάρχουν πολλά περισσότερα που τρομάζουν από την υπερέκθεση, λυγίζουν κάτω από το βάρος του να «ξανασήζουν» σε πανελλήνια μετάδοση τη φρίκη, να το μάθουν οι οικείοι τους και η γειτονιά. Αυτά τα άτομα πρέπει να αισθανθούν πρώτα ασφάλεια και εμπιστοσύνη – και προς τούτο υπάρχουν πιο κατάλληλα όργανα και δομές για να καταφύγουν, από τους δημοσιογράφους. Δική μας δουλειά είναι να τις αναδείξουμε, να κάνουμε γνωστές τις γραμμές και οργανώσεις υποστήριξης, να προτρέψουμε με αρθρογραφία τα άγνωστα θύματα να αντιμετωπίσουν την αλήθεια τους, να σεβαστούμε βεβαίως τη δημοσιογραφική δεοντολογία σε ό,τι αφορά την ανωνυμία…
Την αδράνεια των (άλλων) εξουσιών: Οσο και αν μας αρέσει να λέμε ότι ο Τύπος (η Δημοσιογραφία) είναι η τέταρτη εξουσία, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια τρύπα στο νερό, αν οι άλλες εξουσίες δεν λειτουργούν με την ίδια θέρμη και στον ίδιο χρόνο. Η νομοθετική, η εκτελεστική και δικαστική οφείλουν να «τρέξουν» και να δημουργήσουν άμεσα τις συνθήκες εκείνες που θα διευκολύνουν τα θύματα να μιλήσουν και να έχουν κάθε είδους συνδρομή, τους καταγγελλόμενους να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, τους δημόσιους λειτουργούς να δρουν με χρονοδιάγραμμα και λογοδοσία. Και εδώ ο ρόλος της δημοσιογραφίας είναι σημαντικός: να θυμίζει, να πιέζει, να ελέγχει, να αναδεικνύει, να καταγγέλει.
Σκοπίμως αφήνω για το τέλος τον ρόλο των social media. Μέσα είναι και αυτά. Που όπως πάντα συμβαίνει, στην περίπτωση του ελληνικού #MeToo λειτούργησαν σαν ισχυρά μεγάφωνα. Πήραν την είδηση και την απογείωσαν —την έφτασαν σε περισσότερους και περισσότερες από όσο όλα τα «παραδοσιακά» Μέσα θα μπορούσαν. Καλώς. Γιατί αυτός είναι ο σκοπός τους. Τα social media δεν είναι δημοσιογραφία. «Γίνονται» μόνο όταν η δημοσιογραφία δεν κάνει τη δουλειά της.