Γράφει ο Νίκος Φιλιππίδης
Αμέσως μετά και το Πάσχα των Ορθοδόξων, ενδεχομένως το πρόβλημα που τώρα αντιμετωπίζουμε, να αναβαθμιστεί. Αυτό θα κριθεί από δύο ορόσημα. Το ένα είναι το ρωσικό τελεσίγραφο για τις πληρωμές σε ρούβλια και το δεύτερο αν θα κηρυχτεί σε τεχνική χρεοκοπία η Ρωσία έχοντας αποπληρώσει ήδη δύο κουπόνια ομολόγων σε ρούβλια, ενώ η συμφωνία ήταν να το κάνει σε ευρώ ή δολάρια. Οποιο από τα δύο γίνει πράξη, πόσο μάλλον και τα δύο, τότε οι κυρώσεις από ευρωπαϊκής πλευράς ή τα ρώσικα αντίποινα, θα «χτυπήσουν» με βεβαιότητα πάνω στο θέμα της ενέργειας.
Αρα τα χειρότερα δεν τα έχουμε δει, παρά τη νηνεμία, στα όρια της «κρυφής χειραγώγησης» που παρατηρείται στην τιμή του ολλανδικού φυσικού αερίου. Απλά κερδίσαμε χρόνο και αμέσως μετά το Πάσχα θα αποκαλυφθεί εάν η προετοιμασία που έκανε η Δύση ως προς την ενεργειακή επάρκεια και τις τιμές, έπιασε τόπο.
Στη Δύση η αλήθεια είναι ότι αν και υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση και ανησυχία τις πρώτες μέρες του πολέμου, δείχνουν να συνηθίζουν με την κατάσταση, θεωρώντας ότι είναι απλά ένα θέμα της επικαιρότητάς τους. Από τις αρχές Μαΐου, δεν αναμένεται ωστόσο απλά να αναβαθμιστεί, αλλά οι επιπτώσεις του ενδέχεται να σημάνουν τα πρώτα καμπανάκια για επιστροφή μεγάλου μέρους των οικονομιών σε ύφεση και τις αγορές σε μεγάλες απώλειες. Αυτή την τάση σχεδόν την προεξοφλούν τις τελευταίες μέρες οι αποδόσεις των αμερικανικών δεκαετών ομολόγων, που ήδη από την περασμένη εβδομάδα ξεπέρασαν το 3%.
Στην Ελλάδα σαν να έχουμε ξεμάθει και ακούμε για 3% και μας σηκώνεται η «τρίχα», αποφεύγοντας για την ώρα τη συζήτηση για την επόμενη έκδοση ομολόγου. Την ίδια αναμονή, σε παντελώς και μη συγκρίσιμη συγκυρία, ακολουθούσε και η κυβέρνηση Καραμανλή στις αρχές του 2009, για να διαπιστώσει ότι δεν είχε «ταβάνι» η άνοδος του κόστους δανεισμού. Το λέω αυτό γιατί θεωρητικά το 3% που θα δανειζόμασταν στη δεκαετία τώρα ενδεχομένως να μην το ξαναβρούμε διαθέσιμο τους επόμενους μήνες. Αλλά και αυτό ο καιρός θα το δείξει.
Το σίγουρο είναι ότι η νομισματική πολιτική έχει αλλάξει κατεύθυνση, το ίδιο και η τάση των κρατικών ομολόγων. Υστερα από μια υπερδεκαετή περίοδο που εξυπηρετούσε επί της ουσίας τις αγορές, προσφέροντάς τους άφθονη ρευστότητα, πλέον επιστρέφει στην εξυπηρέτηση της πραγματικής οικονομίας.
Το ερώτημα που έβαλε την προηγούμενη εβδομάδα με άρθρο του στους «Financial Times» ο Μοχάμεντ Ελ Εριάν, είναι αν μπορούν οι κεντρικές τράπεζες να το κάνουν αυτό με ομαλό τρόπο. Ο ίδιος το θεωρεί δύσκολο. Η αποτυχία τους να παρέμβουν έγκαιρα στις τιμές, οδήγησε σύμφωνα με τον διάσημο οικονομολόγο στο να «ριζώσει» ο πληθωρισμός, υπό τη δική τους μάλιστα επίβλεψη. Ο ίδιος εκτιμά ότι η δυσκολία μείωσης του πληθωρισμού χωρίς να βλαφθεί υπέρμετρα η οικονομική ευημερία έχει αυξηθεί. Οι κεντρικές τράπεζες είναι εγκλωβισμένες. Μια αύξηση των επιτοκίων είναι σχεδόν προεξοφλημένη και αυτόματα θα αρχίσει να προεξοφλείται η επόμενη, ωθώντας τις οικονομίες σε ύφεση. Αυτό στην περίπτωση που ακούσουν την πραγματική οικονομία. Αν όμως ακούσουν τις αγορές και τα επιτόκια δεν ανέβουν ή ανέβουν λίγο, τότε κινδυνεύει να παραταθεί το πρόβλημα του πληθωρισμού και για το 2023.
Μεταξύ σύσφιξης και χαλάρωσης, μεταξύ πραγματικής οικονομίας και αγορών οι κεντρικές τράπεζες. Με αυτό το δίλημμα θα πάμε κατά τα φαινόμενα όλο το υπόλοιπο 2022, ελπίζοντας να μη μας βρει ένα νέο πρόβλημα.