Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Φοβάμαι ότι, κατά τη διάρκεια αυτής της μακράς και επίπονης προεκλογικής εκστρατείας, θα έρθουν στην επιφάνεια όλες οι βαριές ασθένειες του πολιτικού μας συστήματος: ο κουτσογιωργισμός και ο αντεθνικός -ας μη φοβόμαστε τις λέξεις-αναθεωρητισμός.
Εν αρχή έκανε την εμφάνισή της η τάση γενίκευσης και εκφασισμού που διατρέχει τον πολιτικό λόγο όλων των κομμάτων. Το χούι δεν αφορά δυστυχώς μόνο έναν, αλλά περισσότερους. Τα πολιτικά κόμματά μας εισηγούνται μια μέθοδο δημόσιου διαλόγου επί της διαδικασίας και όχι επί της ουσίας,προκειμένου να αποφεύγουν τις απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα. Ο,τι έκαναν ακριβώς τα στελέχη της ΚΝΕ στα αμφιθέατρα της Μεταπολίτευσης (με τόσους κνίτες στο υπουργικό συμβούλιο και στο Μαξίμου, λογικό). Η κυβέρνηση επιτέθηκε στον πρόεδρο της Ανεξάρτητης Αρχής Επικοινωνιών με την κατηγορία ότι δεν είχε δικαίωμα να ενημερώσει τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τις υποκλοπές, αλλά για την ταμπακιέρα -αν έγιναν αυτές οι υποκλοπές και από ποιους- κουβέντα. Ο νους της στο ποιος λέει τι και η απονομιμοποίησή του, και όχι τι λέει. Την ίδια μέθοδο ακολούθησε την Κυριακή το βράδυ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος για να απαντήσει στην καταγγελία ότι η Αστυνομία συγκάλυψε υπόθεση ναρκωτικών στην οποία φέρεται ότι ενεπλάκη συγγενής του υπουργού Δημόσιας Τάξης Τάκη Θεοδωρικάκου.
Ο κύριος Οικονόμου μάς υπέδειξε ότι η καταγγελία έγινε ενάμιση χρόνο μετά, από αξιωματικό που αποστρατεύτηκε από την Ελληνική Αστυνομία, αλλά δεν μας απάντησε αν αυτή η καταγγελία είναι ψευδής ή αληθής. Και εδώ, στόχος η απονομιμοποίηση του προσώπου και όχι η επικέντρωση στο συμβάν. Την ίδια τακτική ακολούθησε η κυβερνητική πλειοψηφία και με τους προστατευόμενους μάρτυρες της Novartis, τα ονόματα των οποίων αποκάλυψε διασύροντάς τους. Αλλά ποτέ δεν απάντησε στην ουσία των καταγγελιών τους, η οποία υιοθετήθηκε πλήρως από τα αμερικανικά δικαστήρια. Διεφθάρησαν Eλληνες πολιτικοί αξιωματούχοι, ναι ή όχι; Δόθηκαν μίζες, ναι ή όχι; Και ο Παντσέρι λαμόγιο είναι, αλλά οι καταγγελίες του υιοθετήθηκαν πλήρως από τη βελγική Δικαιοσύνη.
Δεν σκαλίζω βεβαίως εκ νέου την υπόθεση της Novartis – στην επαναλαμβανόμενη πρακτική του εκφασισμού αναφέρομαι. Στο χούι. Αλλά και η αντιπολίτευση δεν πάει πίσω. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ επιτέθηκαν προχθές στον δήμαρχο Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη, επειδή φέρεται ότι έδωσε άδεια συγκέντρωσης σε στελέχη της Χρυσής Αυγής να καταθέσουν στεφάνι στη μνήμη των ηρώων των Ιμίων, στο μνημείο που δημιούργησε ο Δημήτρης Αβραμόπουλος ως δήμαρχος Αθηναίων έξω από τη Λέσχη Αξιωματικών, στο ύψος της Ρηγίλλης, επί της Βασιλίσσης Σοφίας.
Το μέγα θέμα που προέκυψε και πάλι είναι αν επιτρέπεται σε πολίτες που το πολιτικό σύστημα χαρακτηρίζει -και οι ίδιοι παραδέχονται ότι είναι- φασίστες να ασκήσουν το συνταγματικό τους δικαίωμα του συνέρχεσθαι και να καταθέσουν στεφάνι για τα τρία παιδιά που χάθηκαν άδικα εκείνη τη βραδιά. Και η απάντηση της δημοκρατίας ήταν βεβαίως… ναζιστική: Απαγορεύεται. Ενώ το μέγα ζήτημα είναι τι κάνει το πολιτικό μας σύστημα για να θυμάται αυτά τα παιδιά. Τι κάνουν επισήμως το υπουργείο Εθνικής Αμύνης και το αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων για να τιμούν τη μνήμη τους;
Για αυτά, λέξη από τα κόμματα. Διάβασα μια μακροσκελή ανακοίνωση του αρμόδιου τομεάρχη Δημόσιας Τάξης του ΣΥΡΙΖΑ Χρήστου Σπίρτζη με ένα σωρό επιχειρήματα επί της διαδικασίας, αλλά επί της ουσίας ένα πατριωτικό επιχείρημα, γιατί η Αριστερά δεν κάνει τίποτα για να τιμήσει τη μνήμη αυτών των παιδιών, δεν διάβασα. Ούτε μία λέξη συμπάθειας ή έστω σε μια παρενθετική πρόταση. Τα ονόματά τους έστω: Καραθανάσης, Βλαχάκος, Γιαλοψός. Για να μην τα ξεχνάμε. Το ίδιο ισχύει και για το ΠΑΣΟΚ, επί των ημερών του οποίου συνέβη η τραγωδία αυτή. Φασαρία μεγάλη και τσαμπουκάς για 100 φασίστες που πήγαν να καταθέσουν ένα στεφάνι, αλλά αυτοκριτική, ιστορική αναδρομή και υπενθύμιση του μείζονος αυτού γεγονότος, το οποίο θυμούνται κάθε χρόνο όλοι οι Ελληνες (ανεξαρτήτως τού αν ο κύριος Μητσοτάκης, ο κύριος Τσίπρας, ο κύριος Ανδρουλάκης, ο κύριος Κουτσούμπας δεν βρίσκουν μια λέξη να πουν γι’ αυτό), ουδεμία Και εδώ τα κόμματα μετέτρεψαν την εθνική μνήμη σε μια μάχη επί της διαδικασίας για το δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Αυτή είναι λοιπόν η πρώτη μεγάλη διαπίστωση για το ύφος αυτής της προεκλογικής εκστρατείας. Θα κυριαρχήσουν ο εκφασισμός τού «δεν δικαιούσαι διά να ομιλείς» και ο αλήστου μνήμης κουτσογιωργισμός.
Η τακτική, δηλαδή, που επέβαλε στον δημόσιο βίο ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παπανδρέου το 1985: πως έχεις δικαίωμα λόγου και καταγγελιών ανάλογα με την πολιτική σου ταυτότητα. Δυστυχώς, δεν είναι η μόνη αρνητική διαπίστωση που κάνουμε. Σε αυτή την καμπάνια καταργείται μπροστά στα μάτια μας η εθνική μνήμη. Και αυτό είναι ζήτημα ουσίας. Το πολιτικό μας σύστημα ασχολείται πάντοτε με τις μνήμες των άλλων εθνών, αλλά όχι με τις μνήμες τις δικές μας, του ελληνικού έθνους. Την περασμένη εβδομάδα αφιερώθηκε μέσα στα σχολεία μία ολόκληρη ώρα -και σωστά αφιερώθηκε- για να πληροφορηθούν οι μαθητές τις συνθήκες του Ολοκαυτώματος. Πράγματι, πρέπει να ξέρουμε – ποτέ ξανά. Ωστόσο, όπως διαπιστώνουμε, το πολιτικό σύστημά μας δεν έχει το θάρρος να αφιερώσει μία ώρα για τρεις άνδρες των Ενόπλων Δυνάμεων οι οποίοι έπεσαν για αυτή την πατρίδα στα παγωμένα νερά του Αιγαίου το 1996 και θυσίασαν τη ζωή τους, ενώ είχαν τη δυνατότητα, όπως αποκαλύφθηκε, να προσνηωθούν με το ελικόπτερό τους πάνω σε τουρκική φρεγάτα. Ο,τι το εθνικό, με εξαίρεση τα απολύτως αυτονόητα, τα οποία αν καταργούνταν θα ξεσηκωνόταν θύελλα, εξοβελίζεται από τις σχολικές αίθουσες με τη συναίνεση όλων των πολιτικών δυνάμεων. Το έργο που άρχισε ο ΣΥΡΙΖΑ επί των ημερών του, δυστυχώς, το ολοκληρώνει η Νέα Δημοκρατία. Τον Απρίλιο εορταζόταν στο παρελθόν η ημέρα έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο το 1956 και τα Ελληνόπουλα μάθαιναν ένα κομμάτι της Ιστορίας μας, γιατί η Μεγαλόνησος είναι κομμάτι της Ιστορίας μας. Υπήρχε μάλιστα και πάγια εγκύκλιος του υπουργείου Παιδείας γι’ αυτό. Και αυτό έχει ατονήσει.
Το υπουργείο έχει πετάξει στα αζήτητα αίτημα του εκλιπόντος Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου για την επαναφορά του εορτασμού αυτής της μνήμης και σύντομα θα υποχρεωθεί να επανεξετάσει το θέμα, ύστερα από αίτημα του νέου Αρχιεπισκόπου. Μα, ό,τι κι αν γίνει, αυτό που συμβαίνει δεν αλλάζει. Εκπαιδεύονται γενεές μηδενικής μνήμης. Γενεές που μπορεί να ξέρουν τα πάντα για το Ολοκαύτωμα και για τις drag queens, ωστόσο δεν γνωρίζουν βασικά πράγματα για την Ιστορία, τη δημοκρατία και για το πώς αυτή δολοφονήθηκε σε συνθήκες ελευθερίας στην πατρίδα μας. Με συνέπεια σήμερα ευρείες κοινωνικές ομάδες, λόγω της μηδενικής μνήμης, να μην μπορούν να αποτιμήσουν σωστά το βάρος του εγκλήματος της παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών και των ατομικών ελευθεριών. Ούτε τη σημασία που έχει για την πατρίδα μας η Κύπρος ή η διατήρηση της κυριαρχίας των βράχων και των βραχονησίδων του Αιγαίου. Δεν συζητώ βεβαίως για θέματα θρησκείας – η πολιτική ορθότητα θριαμβεύει. Το υπουργείο Παιδείας υποβάθμισε χθες την εορτή των Τριών Ιεραρχών, των φωστήρων της τρισηλίου θεότητος, μια παράδοση που εισήχθη στην ελληνική εκπαίδευση το 1827 από την Ιόνιο Ακαδημία και επεβλήθη το 1842 με απόφαση του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράδοση διάρκειας σχεδόν 200 ετών. Επειδή κάποιοι δεν γουστάρουν την Ορθοδοξία. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η Παιδεία συνολικά εξελίσσεται σε μια απειλή για την εθνική ταυτότητα.
Αν δεν ξέρεις ποιος είσαι και από πού έρχεσαι, δεν πρόκειται ποτέ να δώσεις μάχη για να υπερασπιστείς αυτά που σου κληροδοτήθηκαν. Γιατί δεν ξέρεις την αξία τους. Κι αν το μοντέλο σκέψης που κυριαρχεί είναι να μην ασχολείσαι με το τι συμβαίνει με τη διαφθορά και με την παραβίαση πυλώνα του πολιτεύματος, αλλά να καταγγέλλεις, να στιγματίζεις και να χρωματίζεις αυτούς που καταγγέλλουν τη διαφθορά, τότε, όσο επιτυχές κι αν είναι αυτό το μοντέλο σ’ αυτές τις εκλογές, τα αποτελέσματά του δεν θα αργήσουν να φανούν. Οταν το πολιτικό σύστημα θα αναζητεί Ελληνες να δώσουν μάχη για να αποφύγουμε τις τραγωδίες, θα βρεθεί αντιμέτωπο με τα αδιάφορα δημιουργήματά του. Τα οποία ήδη γράφουν στους τοίχους της Αθήνας συνθήματα του τύπου «Κανένας πόλεμος για καμιά πατρίδα». Με τον τρόπο που μεγαλώνουμε τους νέους Ελληνες, κανένας δεν θα είναι εκεί όταν θα χρειαστεί κάποτε. Κι ύστερα ειρωνευόμαστε την αποτυχημένη επιστράτευση του Πούτιν…