Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Mία είδηση κέντρισε χθες το πρωί την προσοχή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, κατά την ενημέρωση που του έκαναν στο Μαξίμου οι συνεργάτες του: 100.000 Ελληνες, νέοι και νέες ως επί το πλείστον, παρακολούθησαν διαδικτυακώς από γνωστούς ιστοτόπους ή το facebook την κηδεία του Mad Clip.
Του νεαρού δημοφιλούς ράπερ και αυθεντικού εκπροσώπου αυτού του ιδιόρρυθμου είδους εισαγόμενου τραγουδιού -ως πειραγμένη ραπ μού την περιγράφουν-, το οποίο υμνεί τα ναρκωτικά, τις πόρνες, το χρήμα, τα ποτά, τα όπλα, τα κότερα και τα οικόπεδα. Γενικώς, τον εύκολο πλουτισμό και τη γρήγορη ηδονή. Μοντέλο ζωής από το οποίο λείπουν η μάχη και η διεκδίκηση.
Η αλήθεια είναι ότι και σε εμάς εδώ, που αγνοούμε τους «κώδικες» αυτού του χώρου, έκανε ισχυρή εντύπωση η προσέλευση χιλιάδων λυπημένων νέων ανθρώπων στο σημείο όπου ο άτυχος νέος έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Και σε εμάς εδώ έκανε εντύπωση ότι ο κόσμος στην κηδεία του Μad Clip ήταν πολύς, τουλάχιστον όσος ο κόσμος που πήγε στη Μητρόπολη Αθηνών την πρώτη ημέρα του λαϊκού προσκυνήματος στη σορό του Μίκη Θεοδωράκη. Ίσως να ήταν και περισσότερος, μάλιστα. Συζητήσαμε, δε, την περίπτωση να αναδεικνύαμε το κοντράστ στις δύο τελετές.
Το κοντράστ αυτού που ο ανιψιός μου ο Στέλιος ονόμασε «άμεσο πένθος». Γρήγορα αποφασίσαμε ότι θα μπορούσαμε να κατηγορηθούμε ότι βάζουμε στην ίδια ζυγαριά τον τεράστιο Μίκη, ο οποίος έκανε εξαγωγή ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό, με έναν άτυχο νεαρό, ο οποίος εξέφραζε ένα εισαγόμενο, ξενόφερτο είδος τραγουδιού – «κατωτέρας υποστάθμης» για κάποιους.
Και μάλιστα, με αμφιλεγόμενο στίχο. Πώς να συγκρίνεις το «Αξιον Εστί» με το «Θέλω κότερα, θέλω οικόπεδα»; Πρόκειται για δύο Ελλάδες που η μία δεν καταλαβαίνει την άλλη. Τη λύση μού έδωσε ο καλός φίλος Kώστας Γεωργίου, art director, άλλοτε στενός συνεργάτης του Χρήστου Λαμπράκη και του Παύλου Μπακογιάννη.
«Το πραγματικό ερώτημα, αγαπητέ μου, είναι το εξής: Ποια είναι η Ελλάδα;» σχολίασε. Ο Κώστας μού είπε πως πρόσεξε μάλιστα ότι αυτά τα νέα παιδιά, σε αντίθεση με την κηδεία του Μίκη, φορούσαν όλα μαύρα Τ-shirt με σύνθημα τυπωμένο πάνω τους. Παράδοση με νεωτερικότητα, δηλαδή. Ενώ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μού συμπλήρωσε σε συνομιλία που είχαμε ότι «δεν υπάρχουν δύο Ελλάδες, υπάρχουν πολλές Ελλάδες».
Με μια διαφορά, θα προσέθετα εγώ. Στη μία δίνουμε σημασία, στις άλλες δεν δίνουμε. Για τη μία έχουμε ερμηνευτικά εργαλεία για να την καταλάβουμε -διότι είμαστε τέκνα της-, για τις άλλες όμως, που είναι, αν όχι ισοδύναμες, πάντως αξιοσέβαστες, όχι. Με συνέπεια να καταφεύγουμε στην εύκολη λύση: Ο,τι δεν καταλαβαίνουμε υποκρινόμαστε πως δεν υπάρχει. Το πετάμε στα spam – για να μιλήσουμε με όρους της εποχής. Ή το απορρίπτουμε με τους δικούς μας αξιακούς κώδικες. Αρνούμενοι να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τους κώδικες των άλλων. Ξέρουμε καλά γιατί θα πάει η φίλη μου η Μαρίτα να αφήσει μια μικρή ελληνική σημαία πάνω στο φέρετρο του Μίκη σήμερα. Γιατί, όπως μου έλεγε προχθές, κανείς άλλος που είχε το στάτους του Μίκη δεν κατέβηκε στα 93 του στο Σύνταγμα να φωνάξει «Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική». Ξέρουμε καλά γιατί οι σύντροφοί του από τον Περισσό θα σκεπάσουν το φέρετρό του με τη σημαία του ΚΚΕ την ώρα της ταφής. Γιατί ο Μίκης εκπροσωπεί μια γενιά που αξίζει θαυμασμό. Γιατί αυτή η γενιά φυλακίστηκε για τις ιδέες της, όποιες και αν ήταν αυτές.
Δεν ξέρουμε όμως και -το χειρότερο- δεν θέλουμε να μάθουμε γιατί χιλιάδες νέοι τα παράτησαν όλα και πήγαν στην κηδεία κάποιου που τραγουδά για γκόμενες, όπλα, κότερα, οικόπεδα, ελικόπτερα, λεφτά, ποτά και τα λοιπά και τα λοιπά. Για «μεγιστάνα από την αλάνα» που «να ξέρει από χαβιάρι και από σαμπάνια». Για «αλάνια» που «ξέρουν από ντουμάνια», «πεντάστερα, γαρίδες και μακαρονάδα», «δέντρα με μαριχουάνα» και «γούστα ακριβά». Και ξέρετε γιατί δεν καταλαβαίνουμε; Γιατί οι γενιές μας δεν έμειναν πίσω όσο η τρέχουσα και δεν αφέθηκαν αβοήθητες όσο αυτή – να δίνουν τη μάχη για μισθό 200 και 300 ευρώ με «σπαστό» δωδεκάωρο. Αν ψάξεις μάλιστα τον στίχο του Mad Clip καλά, πέρα από τον αδιανόητο σεξισμό, κρύβει μέσα του έναν ανομολόγητο πόθο: Η γενιά αυτή αναζητά σημασία, σεβασμό και αυτοεπιβεβαίωση.
Και, επειδή μεγάλωσε μέσα σε οικογένειες που δεν της έδωσαν την απαραίτητη εγκύκλια γνώση για να κάνει το άλμα προς την ευτυχία με τα γράμματα, θεωρεί ότι μπορεί να το κάνει με κότερα, οικόπεδα, όπλα και ντουμάνια. Πρόκειται για μια γενιά που θέλει και αυτή να γίνει αρχηγός, αλλά δεν της εμπιστεύεται κανείς το τιμόνι. Ιδού γιατί ο Mad Clip ήταν ο ηγέτης τους.
Γιατί θέλησε να δώσει υπερηφάνεια στο περιθώριο. Γιατί το τιμόνι του αρχηγού έψαχνε και αυτός, με λάθος τρόπο. Και, αν απορούμε πώς μπορεί να αρέσει στους νέους αυτή η μουσική, ας σκεφτούμε και το εξής: Τα τραγούδια γράφονται με την ταχύτητα και τα συναισθήματα κάθε εποχής.
Τη δεκαετία του 1960, τότε που για να κάνουν έρωτα δύο νέοι έπρεπε να περάσει καμιά φορά και χρόνος από τη γνωριμία τους -σε αυτή την ταχύτητα έτρεχαν τα ήθη της εποχής-, το «Χάρτινο Φεγγαράκι» του Μάνου και το «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου» του Μίκη χαλούσαν κόσμο.
Στη δεκαετία του 2020, οπότε κυρίαρχα συναισθήματα είναι ο θυμός και ο φόβος, καριέρα -αρέσει, δεν αρέσει σε εμάς, που ερχόμαστε από άλλη ταχύτητα και από άλλο σύστημα εκπαίδευσης- κάνουν τραγούδια με την ταχύτητα του «Μεγιστάνα» και του «Κότερα».
Κοφτά τραγούδια με τσεκουρεμένες λέξεις, μισές, που εκφράζουν μια γενιά κατά βάση αμόρφωτη, η οποία όμως θεωρεί τον εαυτό της ριγμένο και θιγμένο. Η οποία, βασιζόμενη στην ημιμάθεια του διαδικτύου, θεωρεί τον εαυτό της μορφωμένο. Σε όλη μου τη ζωή, αγαπητοί αναγνώστες, έμαθα να μη συμφωνώ πάντοτε με αυτό που θεωρείται κυρίαρχο – πιο πολύ να διαφωνώ.
Προσπαθώ, όμως, πάντα να καταλαβαίνω. Χωρίς κατανόηση δεν πάνε οι κοινωνίες μπροστά. Και αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι ο Mad Clip άρεσε, γιατί εξέφραζε αυθεντικά με τη γλώσσα του όλους τους μη προνομιούχους νέους. Άξενος ο ήχος του για τον Μίκη. Σωστό!
Να όμως που, κατά βάθος, σε κάτι συμφωνούσαν ο Θεοδωράκης με τον Mad Clip, κι ας ήταν διαφορετικά, η μέρα με τη νύχτα, τα μουσικά αναστήματά τους: Να εκφράζουν τους μη προνομιούχους. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, αν ξύσεις τον τοίχο των ήχων και των συναισθημάτων, από κάτω θα βρεις, κατά το μάλλον ή ήττον, την ίδια επιφάνεια. Μία Ελλάδα. Οχι πολλές. Μία και μόνη. Που δεν μπορεί να κάνει διάλογο με τον εαυτό της, όμως, γιατί δεν συνομιλεί μαζί του και, κατά συνέπεια, της είναι άγνωστος. Τι τραγωδία κι αυτή!