Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Την προηγούμενη εβδομάδα γράψαμε ότι η δημόσια έκκληση του πρωθυπουργού προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης για «συμπαράταξη» στα θέματα της οικονομίας ήταν πράξη ασυνήθιστη. Αιφνιδιαστική. Απρόσμενη. Εκτός προγράμματος.
Συγκριτικά με την ατμόσφαιρα που επικρατούσε μέχρι προσφάτως στις σχέσεις τους, ήταν μη αναμενόμενη – στη ΔΕΘ ο κύριος Μητσοτάκης είχε καταστήσει σαφές ότι «κόβει» κάθε γέφυρα επικοινωνίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, λόγω των επιθέσεων στα παιδιά του και στη σύζυγό του.
Μερικές ημέρες αργότερα ο κύριος Μητσοτάκης έκανε κάτι επίσης ασυνήθιστο: Ακύρωσε λίγο πριν από τη διεξαγωγή του το τακτικό συνέδριο της Ν.Δ., την ώρα που η οικονομία είναι ανοικτή και τη στιγμή που όλοι γνωρίζαμε ότι η πρόσβαση των συνέδρων σε αυτό θα ήταν δυνατή μόνον με την επίδειξη πιστοποιητικού εμβολιασμού.
Τα πούλμαν που θα μετέφεραν δωρεάν τους συνέδρους στην Αθήνα είχαν αναμμένες τις μηχανές τους όταν ανακοινώθηκε η απόφαση!
Προχθές το μεσημέρι το Υπουργικό Συμβούλιο τρίτωσε τον αιφνιδιασμό. Με απόφασή του και παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις του καθʼ ύλην αρμόδιου υπουργού Υγείας Θάνου Πλεύρη ότι «δεν μπορούμε να κυνηγούμε εκβιαστικά τους πολίτες με μία σύριγγα στο χέρι» η κυβέρνηση προχώρησε αιφνιδιαστικά στην εξαγγελία της υποχρεωτικότητας του εμβολίου, υιοθετώντας την εισήγηση του Ευάγγελου Βενιζέλου, γεγονός που οδήγησε τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Ξενοφώντα Κοντιάδη να δηλώσει ότι είναι αντισυνταγματικός ο υποχρεωτικός εμβολιασμός όταν εισάγει ηλικιακή διάκριση και, κατʼ επέκταση, είναι αντισυνταγματικά τα επαπειλούμενα πρόστιμα.
Το ερώτημα κατόπιν όλων αυτών είναι συνολικό. Δοθέντος ότι τόσο ο πρωθυπουργός όσο και όλα τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου απέκλειαν με κατηγορηματικότητα μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού και δοθέντος ότι οι βουλευτές της Ν.Δ. στο πλαίσιο της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης έδωσαν θετική ψήφο σε ψήφισμα κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού, ερωτάται κανείς: Τι είναι αυτό που δεν υπολόγισε η κυβέρνηση για να αλλάζει γνώμη μέσα στις εβδομάδες επί ενός μείζονος θέματος όπως ο εμβολιασμός; Τι είναι αυτό που οδήγησε στην αιφνίδια αναβολή του συνεδρίου της Ν.Δ. ενώ η οικονομία λειτουργεί κανονικά και επιτρέπονται οι συναθροίσεις εμβολιασμένων; Τι είναι αυτό που άλλαξε στην οικονομία και, από εκεί που η κυβέρνηση συγκρουόταν μετωπικά με την αξιωματική αντιπολίτευση, τώρα ζητά τη «συμπαράταξή» της για την οικονομία;
Ας είμαστε ακριβείς. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κυριάρχησε πλήρως την πρώτη διετία της διακυβέρνησης γιατί είχε τον απόλυτο έλεγχο και διατηρούσε με άνεση την πρωτοβουλία των κινήσεων, την οποία εξακολουθεί να διατηρεί, όχι, όμως, όπως πριν. Συμπεριφέρεται σαν κάτι να άλλαξε. Σαν να μην είχε υπολογίσει κάτι. Σαν να επιβάλλεται η αιφνίδια αλλαγή ρότας για κάτι που έρχεται και εμείς οι πολλοί δεν γνωρίζουμε. Βεβαίως αναγνωρίζουμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο ρευστό, στον οποίον το μόνο βέβαιον είναι η αβεβαιότητα. Βεβαίως κατανοούμε ότι, αν οι συνθήκες το επιβάλλουν, οι πρωθυπουργοί πρέπει να αλλάζουν γνώμη, αδιαφορώντας για τη γνώμη των πολιτών.
Γνωρίζουμε, όμως, και κάτι άλλο: Η εμπιστοσύνη των πολιτών στηρίζεται στη σταθερότητα των χειρισμών κατά τη διακυβέρνηση. Να αλλάξεις μια φορά άποψη, κατανοητό. Να κάνεις άλλο χειρισμό δεύτερη φορά, επίσης. Μα μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου και με εξαίρεση το θετικό διάλλειμμα της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας με τη ρήτρα της αμοιβαίας συνδρομής, η κυβέρνηση στη λειτουργία της διακρίνεται από δύο χαρακτηριστικά: Από αστάθεια και από έλλειψη διορατικότητας.
Εάν πιθανολογείς ότι οι συνθήκες μπορεί να σε οδηγήσουν κάποια στιγμή στον υποχρεωτικό εμβολιασμό, δεν είσαι τόσο κάθετα αρνητικός όταν σου θέτουν σε ανύποπτες στιγμές το ερώτημα, το αφήνεις ανοικτό. Ούτε, βέβαια, βάζεις τους βουλευτές σου να ψηφίζουν κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης. Οταν το πράττεις είτε δεν έχεις σωστό πολιτικό σχεδιασμό είτε βασίζεις τις αποφάσεις σου σε λάθος δεδομένα ή και τα δύο.
Για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, δεν υπεισέρχομαι στο ζήτημα του κατά πόσο σωστή ή συνταγματική είναι η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού. Δεν επικεντρώνομαι στο θέμα ουσίας. Θέτω ζήτημα κυβερνητικής λειτουργίας. Οταν ο καθʼ ύλην αρμόδιος υπουργός δεσμεύει μόλις προσφάτως την κυβέρνηση με τη νομική άποψη ότι είναι αντισυνταγματικός ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, συμπαρασύρει σε αντισυνταγματικότητα και την επιβολή των προστίμων. Δεν ασχολούμαι με το αν αυτή η πολιτική των προστίμων είναι λάθος, λέω, όμως, ότι, ακόμη και αν είναι σωστή, ο σχεδιασμός που ακολουθεί η κυβέρνηση για να την επιβάλει είναι λάθος.
Η κυβέρνηση και το Μέγαρο Μαξίμου φημίζονταν την πρώτη διετία της διακυβέρνησης -συμφωνούσες διαφωνούσες μαζί της- ότι λάμβανε αποφάσεις στηριζόμενες στα περίφημα data. Τα στέρεα δεδομένα. Εάν τυχόν έχουν γίνει λάθος εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας, γιʼ αυτό και ζητείται τώρα «συμπαράταξη» με τον μισητό ΣΥΡΙΖΑ, εάν έχουν γίνει λάθος εκτιμήσεις ότι «τον Φεβρουάριο ξεμπερδεύουμε με την πανδημία», γιʼ αυτό και υιοθετείται αίφνης ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, και εάν έχουν γίνει λάθος εκτιμήσεις για το ποιος προηγείται στο ΠΑΣΟΚ, γιʼ αυτό αναβάλλεται το συνέδριο, ειλικρινώς ανησυχούμε.
Μας λένε καμιά φορά μερικοί αναγνώστες μας: «Γιατί κάνετε κριτική; Τι θέλετε; Να έρθει ο Τσίπρας;» Η απάντηση είναι όχι φυσικά, δεν θέλουμε να έρθει ο Τσίπρας. Θέλουμε, όμως, να είναι αντάξια της ιστορίας της η Ν.Δ. Θέλουμε αυτή η κυβέρνηση, την οποία υπερψήφισε ο ελληνικός λαός, να κυβερνά σωστά και να μην παράγει αστάθεια με τις αποφάσεις της. Να μην κλονίζει την εμπιστοσύνη με τα μπρος πίσω. Τα «πρόσω ολοταχώς» και τα «ανάποδα οι μηχανές».
Θεωρούμε, δε, ότι η κριτική μας αυτή είναι συμπολίτευση προς την κυβέρνηση.
Αντιπολίτευση είναι η σιωπή στα κακώς κείμενα.