Του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου
«Κυρίες και κύριοι, η τελευταία παραδοχή, δηλαδή η ανάγκη για δημοσιονομική υπευθυνότητα, με κάνει να καταστήσω σαφές ότι δεν έχω σήμερα μαζί μου κάποιο σάκο με αλόγιστες παροχές, αλλά μόνο προτάσεις για χρήσιμες και αποτελεσματικές επιλογές».
Με αυτόν τον τρόπο αιτιολόγησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας κατά τα εγκαίνια της ΔΕΘ, γιατί εμφανίστηκε με ομολογουμένως «μικρό καλάθι».
Για να συμπληρώσει: «Πολύ περισσότερο όταν ήδη οκτώ κράτη, ανάμεσά τους μεγάλες οικονομίες όπως η Ιταλία και η Γαλλία, έχουν ήδη τεθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε καθεστώς εποπτείας για υπέρβαση δαπανών. Κάτι τέτοιο προσωπικά δεν θα το επιτρέψω να συμβεί στην Ελλάδα και αυτό είναι και το σαφές μήνυμα προς τους θεσμούς και προς τους διεθνείς επενδυτές.»
Το μήνυμα επομένως ήταν σαφές: μην έχετε μεγάλες απαιτήσεις γιατί έρχονται νέα μνημόνια και θα ξαναζήσετε την «δεκαετία του τρόμου».
Το σημειώνω αυτό γιατί εάν κανείς δει προσεκτικά τις κυβερνητικές εξαγγελίες θα διαπιστώσει ότι στην πραγματικότητα δεν είναι μεγάλες.
Δεν λέω ότι είναι ασήμαντες, αλλά εάν τις μελετήσεις δεν συνιστούν τα μέτρα που θα οδηγήσουν σε μια ριζική αλλαγή της σημερινής ιδιαίτερα προβληματικής συνθήκης που συχνά την παρουσιάζω ως «ευημερούν οι αριθμοί και δυστυχούν οι άνθρωποι».
Και αυτό γιατί σήμερα το «κοινωνικό πρόβλημα» στη χώρα μας έχει την εξής μορφή: μπορεί οι ονομαστικοί μισθοί να έχουν αυξηθεί, να έχει μειωθεί η ανεργία και να μην είμαστε στη συνθήκη ακραίας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που ήμασταν στην προηγούμενη δεκαετία, όμως την ίδια στιγμή η παράλληλη εκτίναξη του κόστους ζωής, ιδίως για τα λαϊκότερα στρώματα της κοινωνίας και τη μεσαία τάξη, έχει ως αποτέλεσμα παρά τις αυξήσεις να έχουμε μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος για αυτά ακριβώς τα στρώματα.
Δηλαδή, στην ελληνική κοινωνία πίσω από μια εικόνα οικονομικής ανάπτυξης και οικονομικών δεικτών που βελτιώνονται (όπως καταγράφεται στις θετικές αξιολογήσεις των γνωστών «οίκων του εξωτερικού»), έχουμε μια αργή πραγματική φτωχοποίηση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας.
Γιατί μπορεί να μην έχουμε μια έκρηξη ανεργίας, όμως η διαρκής αίσθηση είναι ότι τα νοικοκυριά τα φέρνουν όλο και πιο δύσκολα πέρα. Και αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί απλώς με μια νέα μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού ή με μερικά επιδόματα.
Ούτε βέβαια το πρόβλημα της προσέλκυσης υψηλού επιπέδου επιστημονικού δυναμικού, όπως είναι ειδικευμένοι γιατροί του ΕΣΥ μπορεί να απαντηθεί με «εμβαλωματικά» μέτρα, γιατί πολύ απλά ακόμη και μετά από τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού οι απολαβές των ειδικευμένων γιατρών του ΕΣΥ θα εξακολουθούν να υπολείπονται σημαντικά των απολαβών των Ευρωπαίων συναδέλφων τους, συμπεριλαμβανομένων των Κυπρίων, αδυνατώντας να αποτρέψουν το brain drain.
Και παρότι είναι σίγουρα καλοδεχούμενες κάποιες μειώσεις στη φορολογία των ελεύθερων επαγγελματιών, που στην πραγματικότητα στις μέρες μας είναι πολύ περισσότερο «εργαζόμενοι» παρά «επιχειρηματίες», ωστόσο παραμένει το πρόβλημα ότι αντιμετωπίζονται ως «a priori» «φοροφυγάδες» την ώρα που συναντούν ολοένα και μεγαλύτερες δυσκολίες.
Την ίδια στιγμή τα ενοίκια παίρνουν την ανηφόρα και θα συνεχίσουν γιατί το να απαγορεύονται τα νέα Airbnb στις γειτονιές του κέντρου, όπου ούτως ή άλλως η επέκταση του φαινομένου έχει «πιάσει ταβάνι», δεν θα εμποδίσει την επέκταση του προβλήματος στις άλλες γειτονιές.
Επιπλέον, αυτό που όντως θα ήταν μία λύση, δηλαδή νέες μεγάλες επενδύσεις, σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας με εξαγωγικό προσανατολισμό, εξακολουθεί να μην είναι στον ορίζοντα παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες, τις οποίες επανέλαβε ο πρωθυπουργός. Εκτός και εάν αποφασίσουμε ότι «επενδύσεις» θα είναι στα «250.000 σε start-up» που πλέον θα απαιτούνται για να πάρει κάποιος Golden Visa που απλώς θα οδηγήσει στο να στηθούν εικονικές επιχειρήσεις για αυτόν τον σκοπό, αλλά πραγματική επένδυση δεν θα γίνει.
Γιατί και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη εξακολουθεί να μην έχει προτείνει πραγματικό οικονομικό σχέδιο για τη χώρα που να οδηγεί σε ένα νέο αναπτυξιακό κύκλο.
Έχει προτείνει πολλά μέτρα, που πιθανώς εξυπηρετούν διάφορα συμφέροντα, αλλά πραγματικό σχέδιο δεν υπάρχει, πέραν του ότι οποιοσδήποτε επενδυτής είναι καλοδεχούμενος. Αυτό φαίνεται από το ότι εξαγγέλλονται σχέδια, αλλά δεν υλοποιούνται, από το ποιοι κατά καιρούς θεωρήθηκαν επενδυτές και μετά «μην τους είδατε», από το πώς οι μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου ή το real estate χαρακτηρίζονται σημαντικές επενδύσεις, ενώ απέχουν παρασάγγας από αυτό που χρειάζεται η χώρα. Να το πω διαφορετικά: στη χώρα μας δεν έχουμε κάτι ανάλογο π.χ. με αυτό που συμβαίνει στην Ουγγαρία όπου έχουν γίνει μεγάλες επενδύσεις στην κατασκευή μπαταριών για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, που είναι τα οχήματα του μέλλοντος.
Ούτε βέβαια, η κυβέρνηση σκέφτεται πραγματικά με όρους αναδιανομής εισοδήματος, με όποιους τρόπους αυτό θα μπορούσε να συμβεί σήμερα, παρότι αυτή τη στιγμή στη χώρα μας το μερίδιο των μισθών στο συνολικό παραγόμενο προϊόν παραμένει χαμηλό, ένδειξη ότι η ανάπτυξη κατανέμεται ιδιαίτερα άνισα. Η κυβερνητική πολιτική δεν κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση ούτε με μέτρα για να ενισχυθούν πραγματικά οι μισθοί του δημοσίου τομέα, ούτε με όρους επιδότησης της τιμής κρίσιμων αγαθών, ούτε με όρους μεγάλης αύξησης των κοινωνικών δαπανών, ούτε με όρους γενναίας ενίσχυσης ενός δημοσίου συστήματος υγείας που όλοι έχουν αντιληφθεί ότι βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης και στέκεται όρθιο μόνο μέσα από την αυταπάρνηση των γιατρών και των νοσηλευτών.
Αντί γι’ αυτά ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρακτικά το μήνυμα που θέλει να στείλει είναι ενός εκβιασμού: «Με χάνετε και χάνεστε».
Μήνυμα διπλής ανάγνωσης. Αφενός, με δεδομένη τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ και την αφωνία του ΠΑΣΟΚ, γνωρίζει ότι δεν έχει πολιτικό αντίπαλο παρά μόνο από την Ακροδεξιά. Για την ακρίβεια γνωρίζει ότι έχει κοινωνικό αντίπαλο, δηλαδή μια υπαρκτή δυσαρέσκεια της κοινωνίας που ήδη μεταφράζεται σε φθορά της κυβέρνησης, αλλά ξέρει ότι με αδύναμη την αντιπολίτευση «αριστερά του κέντρου», η απειλή είναι από τα δεξιά. Αυτό προφανώς και το προβάλλει σε ένα κεντρώο ακροατήριο, λέγοντάς του πρακτικά: εάν δεν είμαι εγώ, θα έρθουν οι στρατιές των ακροδεξιών και τα πράγματα θα είναι χειρότερα. Θυμίζουμε, βέβαια ότι τον ίδιο εκβιασμό πήγε να κάνει ο Μακρόν στις εκλογές και στο τέλος φτάσαμε – εξαιτίας της επιθυμίας του να βάλει φραγμό στην Αριστερά – στο να κάνουν την Ακροδεξιά ρυθμιστή. Εκτός βέβαια, και εάν η Ακροδεξιά είναι προορισμένη τελικά απλώς να αποτελέσει το αναγκαίο κοινοβουλευτικό συμπλήρωμα, οπότε τώρα παρουσιάζεται ως «μπαμπούλας» για να μην πάρει και πολύ αέρα.
Αφετέρου, το με «χάνετε και χάνεστε» παραπέμπει στα μνημόνια. «Εκλέξτε κάποιον που δεν θα θέλει τη φτωχοποίησή σας και να είστε έτοιμοι για νέα μνημόνια και όλη την καταστροφή που έφεραν». Κατά συνέπεια «να είστε και χαρούμενοι με τα ψίχουλα που θα πάρετε».
Θα περάσει αυτός ο διπλός εκβιασμός; Δύσκολο να πει κανείς. Γιατί δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η κοινωνία αυτό που αναζητά είναι η Ακροδεξιά, παρότι είναι σαφές ότι η τελευταία προσπαθεί να καλύψει το κενό που αφήνει η κρίση της Κεντροαριστεράς σε όλη την Ευρώπη, ούτε και είναι δεδομένο ότι ο μπαμπούλας των «νέων μνημονίων», θα λειτουργήσει τελικά.
Γιατί υπάρχει και ένα άλλο ενδεχόμενο, ακόμη και εάν προς το παρόν φαντάζει όντως μακρινό. Σε αυτή την περίπτωση η κατάσταση της οικονομίας θα γεννά ολοένα και περισσότερες διαμαρτυρίες και πιθανώς, ανάλογα και με το ποια ρύθμιση θα παίξει τον ρόλο «θρυαλλίδας», και μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις. Δηλαδή, μεγάλες κινητοποιήσεις όλων αυτών των κοινωνικών στρωμάτων που δεν θέλουν το μέλλον τους να είναι η «ανάπτυξη με φτωχοποίηση». Η Ακροδεξιά παρότι διεκδικεί να είναι η ψήφος διαμαρτυρίας, στην Ελλάδα παραδοσιακά μισεί τα κοινωνικά κινήματα, δεν θα μπορέσει αυτόματα να κερδίσει τον κόσμο που θα κινητοποιείται.
Αντιθέτως, εάν στην άλλη πλευρά του πολιτικού σκηνικού, δηλαδή στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο, πρυτανεύσει επιτέλους η σοβαρότητα, το τέλος των χειρισμών επιπέδου Δελφινάριου και επανέλθει η πολιτική και προγραμματική συζήτηση με ορίζοντα ένα νέο ενωτικό σχήμα, τότε η ολοένα και εντεινόμενη δυσαρέσκεια δεν είναι δεδομένο ότι θα πάει στην Ακροδεξιά ως ψήφος διαμαρτυρίας. Γιατί σε εκείνη την περίπτωση θα μπορεί να έχει και την επιλογή διεξόδου μιας εναλλακτικής εκδοχής διακυβέρνησης.