Γράφει ο Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος
Ένας από τους μεγαλύτερους πειρασμούς για μια κυβέρνηση που βρίσκεται στη δεύτερη θητεία της και εξακολουθεί να προηγείται στις δημοσκοπήσεις – αν και χωρίς κανένα ενδεχόμενο αυτοδυναμίας – είναι να αρχίζει να πιστεύει ότι είναι παντοδύναμη και στο απυρόβλητο.
Δηλαδή, να αρχίσει να ξεχνά ότι ασκεί τα καθήκοντα της διακυβέρνησης στη βάση της βούλησης και τελικά της συναίνεσης του ελληνικού λαού και να πιστέψει ότι διαχειρίζεται ένα καθεστώς. Το δικό της καθεστώς.
Και αυτό ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει με την κυβέρνηση Μητσοτάκη εδώ και αρκετό καιρό. Συμπεριφέρεται ως να της ανήκει η εξουσία ούτως ή άλλως, ως να έχει μια «λευκή επιταγή» να εφαρμόσει το πρόγραμμά της αδιαφορώντας για τις κοινωνικές αντιδράσεις, ως να μην χρειάζεται ουσιαστικά να λογοδοτήσει.
Αυτή ακριβώς την καθεστωτική νοοτροπία την είδαμε από πολύ νωρίς σε σχέση με τα Τέμπη και την επίμονη άρνηση πραγματικής πολιτικής ευθύνης, κάτι που επί της ουσίας είναι πολύ πιθανό να επαναληφθεί και σε σχέση με την προανακριτική για Καραμανλή. Και βέβαια την βλέπουμε τώρα στον τρόπο που εξαγγέλλονται μέτρα για τον σιδηρόδρομο χωρίς καμία εξήγηση ως προς το γιατί αυτά τα μέτρα δεν είχαν ληφθεί έγκαιρα, δεδομένου ότι κυβερνά εδώ και έξι χρόνια, ώστε να είχε αποτραπεί η τραγωδία.
Το είδαμε στη διαχείριση των πολύ σοβαρών καταγγελιών για την «Ομάδα Αλήθειας» αλλά και για τον τρόπο που μια ιδιωτική εταιρεία λειτουργούσε ως «μαύρο ταμείο» της Νέας Δημοκρατίας, με την κυβέρνηση όχι μόνο να στηρίζει ανεπιφύλακτα την «Ομάδα Αλήθειας» και τα τρολ της, αλλά και να αρνείται ότι υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα μιλώντας απλώς για «ιδιώτες που συναλλάσσονται με ιδιώτες», την ώρα που ήδη και ο διεθνής Τύπος μιλάει για πολύ σοβαρό σκάνδαλο.
Το βλέπουμε στον τρόπο που η κυβέρνηση προωθεί τα ιδιωτικά σουπερμάρκετ πτυχίων στοχοποιώντας τα δημόσια πανεπιστήμια, προσπαθώντας να φτιάξει ξανά «κλίμα» περί «κέντρων ανομίας» και εγκαλώντας τα γιατί δεν παίζουν επαρκώς το ρόλο που θα έπρεπε να παίζει η αστυνομία, την ώρα που η ίδια επιμένει να μην ανταποκρίνεται σε δίκαια αιτήματά τους για επιπλέον προσωπικό και χρηματοδότηση.
Το βλέπουμε στον τρόπο που υπουργοί εξαγγέλλουν το ένα σχέδιο μετά το άλλο, χωρίς καμία πραγματική διαβούλευση με την κοινωνία και αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις ή τα προβλήματα που δημιουργούν.
Το βλέπουμε στην εβδομαδιαία κυριακάτικη ανάρτηση του Πρωθυπουργού που παρουσιάζει μια «μαγική εικόνα» μιας χώρας χωρίς προβλήματα, μιας οικονομίας σε διαρκή ανάπτυξη και μιας κυβέρνησης που απολαμβάνει μεγάλης νομιμοποίησης, θυμίζοντας ενίοτε τη «μαγική εικόνα» που κατασκεύαζαν για τη χώρα τους καθεστώτα που δεν θα τα θεωρούσαμε ακριβώς δημοκρατικά.
Το βλέπουμε στο πώς συμπεριφέρεται ένα ολόκληρο φιλοκυβερνητικό μηντιακό σύστημα το οποίο όχι απλώς αναπαράγει την εκάστοτε κυβερνητική «γραμμή» – δείτε για παράδειγμα το πώς αναπαρήγαγαν μια συγκεκριμένη ρητορική για τα πανεπιστήμια ή τις επιθέσεις στους συγγενείς των θυμάτων των Τεμπών – αλλά και φροντίζει να αποσιωπά οτιδήποτε άλλο.
Όλα αυτά συνδέονται άμεσα με τη συνολικότερη θεσμική κρίση που βιώνουμε και βεβαίως στον πυρήνα τους έχουν μια βαθιά αντιδημοκρατική περιφρόνηση για την ανάγκη λογοδοσίας που βρίσκεται στον πυρήνα της δημοκρατίας.
Προφανώς, η κυβέρνηση στηρίζεται και ποντάρει στον κατακερματισμό, την αναποτελεσματικότητα, και σε ορισμένες περιπτώσεις την ανυποληψία της αντιπολίτευσης.
Όμως, την ίδια στιγμή περιφρονεί τις πραγματικές διαθέσεις της κοινωνίας. Και δεν αναφέρομαι στις απλές διακυμάνσεις στις δημοσκοπήσεις. Αναφέρομαι σε ένα βαθύ και ενεργό ρήγμα που σήμερα τοποθετεί την πλειοψηφία της κοινωνίας απέναντι στην κυβέρνηση (και σε ορισμένες πλευρές απέναντι στο πολιτικό σύστημα γενικότερα). Και το οποίο έστω και διαισθητικά θα συνεχίσει να αντιδρά απέναντι σε αυτό που αισθάνεται ως «καθεστώς».
Και όπως βγήκε στο προσκήνιο αυτό το ρήγμα με τις μεγάλες κινητοποιήσεις για τα Τέμπη, έτσι θα ξαναβγεί στο προσκήνιο με την πρώτη αφορμή.
Κάτι που σημαίνει ότι η παντοδυναμία της κυβέρνησης είναι μια ψευδαίσθηση.
Και τα «καθεστώτα» έχουν την κακή συνήθεια κάποια στιγμή να καταρρέουν. Υπό το βάρος των δικών τους επιλογών και των δικών τους λαθών. Κάτι που θα διαπιστώσει και η κυβέρνηση. Αργά ή γρήγορα.