Του Μανώλη Κομνηνού
Τις σύνθετες παραμέτρους και τα δεδομένα που διαμορφώνονται στη διεθνή σκακιέρα, με επίκεντρο την ουκρανική κρίση, ανέδειξε ο Κώστας Λάβδας, με ανάρτηση στην προσωπική σελίδα του στο Facebook.
Ο έμπειρος καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής, επεσήμανε με νόημα τα εξής:
Και τώρα που πέρασε η η πρωταπριλιά, ας σοβαρευτούμε λίγο.
Με αξιοθρήνητες ηγεσίες που βασίζονται σε ακόμη περισσότερο αξιοθρήνητους συμβούλους, παρατρεχάμενους και δημοσιολογούντες, η ΕΕ και οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της σύρονται σε μια κλιμάκωση που -αν συμπεριλάβει την Κίνα- θα οδηγήσει στο ξεκίνημα μιας διαδικασίας απο-παγκοσμιοποίησης μπροστά στην οποία άλλες εξελίξεις που περιγράφονται από πολλούς ως “αχαρτογράφητα νερά” θα αποτελούν απλές παραλλαγές στη ρουτίνα των διεθνών σχέσεων.
Βέβαια αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους θλιβερούς πολέμαρχους του καναπέ που -αντιδρώντας σε μια σαφή περίπτωση εισβολής που εκφράζει την επιθετικότητα του πουτινικού καθεστώτος- παριστάνουν τους ουκρανικότερους της Ουκρανίας.
Όπως εξήγησα στο Βήμα της περασμένης Κυριακής, οι κυρώσεις επηρεάζουν πια ένα ευρύτατο φάσμα δραστηριοτήτων και στρωμάτων στην καθημερινότητα της Ρωσίας. Αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις ούτε ότι η επιφυλακτικότητα και η αμηχανία μορφοποιούνται σε οργανωμένη αντίδραση μεγάλης κλίμακας ούτε ότι εξελίσσεται μια διάσπαση στο εσωτερικό του Κρεμλίνου. Γενικά, η επιστημονική βιβλιογραφία για τις κυρώσεις σε αυταρχικά καθεστώτα δείχνει ότι οι επιπτώσεις φαίνεται συχνά να οδηγούν σε (α) εντατικοποίηση της καταπίεσης και (β) περιχαράκωση μιας ομάδας που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο απολαμβάνει ειδική προστασία απέναντι στις επιπτώσεις των κυρώσεων. Κάποιοι ολιγάρχες εξέφρασαν δυσφορία αλλά μόνο με προσεκτικές τοποθετήσεις υπέρ της ειρήνης. Σε κάθε περίπτωση, το είδος των οικονομικών σχέσεων με το εξωτερικό αποτελεί καθοριστική συνθήκη. Στην περίπτωση της Ρωσίας, όσο οι εξαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου συνεχίζονται, το καθεστώς θα έχει δυνατότητες διαχείρισης των επιπτώσεων από τις κυρώσεις.
Η δε προπαγάνδα στο εσωτερικό της Ρωσίας διαμορφώνεται και εφαρμόζεται σε ένα αυταρχικό περιβάλλον ελέγχου των ΜΜΕ και των δικτύων. Σε αυτό το περιβάλλον, η προπαγάνδα αποτελεί αφενός μέσον νομιμοποίησης του καθεστώτος και αφετέρου εργαλείο ήπιας ισχύος, με την έννοια ότι το Κρεμλίνο προσπαθεί να παρουσιάζει και προς τα έξω ότι στηρίζεται σε ένα σχετικά αρραγές και ισχυρό μέτωπο. Αυτό διαδραματίζει ρόλους και ως προς τους αντιπάλους της Ρωσίας και ως προς τους φίλους της. Οταν η εντύπωση του μετώπου αμφισβητηθεί, η καταπίεση αυξάνεται. Αυτό προανήγγειλε με τις δηλώσεις – παραλήρημα περί “πέμπτης φάλαγγας προδοτών” ο Πούτιν στις 16 Μαρτίου, όταν κατακεραύνωσε την “αυτοκρατορία του ψέματος” που αποτελείται από κράτη, ΜΜΕ και δυτικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης που προωθούν “αντιρωσικούς” σκοπούς.
Αλλά το ουσιαστικότερο ζήτημα ανάγεται στην ακριβή στόχευση των κυρώσεων και – αντίστοιχα- την λογική της σταδιακής αποκλιμάκωσης. Αυτό δεν αφορά μόνο την Ρωσία (ή την Κίνα ή αύριο την Ινδία), αφορά ολόκληρο τον πλανήτη και σίγουρα την Ευρώπη. Όσοι επιμένουν ότι στις στοχεύσεις εντάσσεται και μια υπόρρητη έμφαση στην πτώση του καθεστώτος στο Κρεμλίνο συνομολογούν ότι οι κυρώσεις θα συνεχιστούν επ’ αόριστον (στην Ελλάδα η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει και ορισμένους γραφικούς που στα ελληνοτουρκικά εμφανίζονται πάντοτε ως Περιστερές αλλά ξαφνικά για το Ουκρανικό μεταμορφώθηκαν σε Γεράκια). Από τις αρχές Μαρτίου εξήγησα ότι χρειάζεται έμφαση στις στρατηγικές αποκλιμάκωσης με προσεκτική ενθάρρυνση των δυο μερών ώστε το μοίρασμα του κόστους από τον πόλεμο να γίνει με τρόπο που οι κυβερνήσεις στο Κίεβο και την Μόσχα να μπορέσουν να το σηκώσουν. Η πολεμική διάσταση που προέκυψε από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν συνεπάγεται μια αναπόφευκτα γενικότερη σύγκρουση πάνω στη δομική μετάβαση μακριά από πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Εάν προκύψει θα είναι αποτέλεσμα (α) στρατηγικών κλιμάκωσης από κάποιους και (β) πλήθους μη ηθελημένων συνεπειών επιμέρους δράσεων και επιλογών.
Έχοντας ακούσει άπειρες ανοησίες έκτοτε, δυστυχώς όχι μόνον από “διεθνολόγους” αγνώστων λοιπών στοιχείων αλλά και από ορισμένους συναδέλφους, εμμένω στα όσα έγραψα στις 6 Μαρτίου.