Γράφει ο Κώστας Λάβδας
Το καλοκαίρι του 2023 θα μείνει τόσο στα ευρωπαϊκά όσο και, ειδικότερα, τα ελληνικά χρονικά ως περίοδος που επανέφερε στο προσκήνιο τρεις κρίσιμες διαστάσεις: ανθεκτικότητα, διεύρυνση, αποτροπή και διαχείριση της αποτυχίας της. Ας επικεντρωθούμε, διαδοχικά, στις τρεις διαστάσεις μεταβαίνοντας από τα σχετικά απλούστερα στα μακράν συνθετότερα ζητήματα, για τα οποία έχουν μαζευτεί πυκνά σύννεφα σύγχυσης και παρανοήσεων.
Ανθεκτικότητα και πολιτικοί δισταγμοί
Στο πλαίσιο της ΕΕ, η ανθεκτικότητα (resilience) αναφέρεται τόσο στην ικανότητα αποτελεσματικής ανταπόκρισης απέναντι σε κρίσεις και προκλήσεις όσο και, ευρύτερα, στη γενικότερη δυνατότητα διαχείρισης κρίσιμων αλλαγών και μεταβάσεων. Η κρίση της πανδημίας οδήγησε σε πρωτοφανή δραστηριοποίηση τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Π.χ. το παράδειγμα του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την Ελλάδα που εγκρίθηκε το 2021 συγκεντρώνει 31,16 δισ. ευρώ εκ των οποίων ευρωπαϊκοί πόροι 30,5 δισ. ευρώ (17,8 δισ. ευρώ καθαρές ενισχύσεις και 12,7 δισ. ευρώ δάνεια) με στόχο να κινητοποιήσει 60 δισ. ευρώ συνολικές επενδύσεις για την Ελλάδα μέσα στην πενταετία.
Οι μεγάλης κλίμακας πυρκαγιές στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γαλλία και αλλού αποτελούν πεδίο στο οποίο δοκιμάζεται η ευρωπαϊκή ικανότητα ανταπόκρισης. Αλλά και πράξεις όπως π.χ. η δολιοφθορά στον αγωγό Nord Stream – ανεξαρτήτως της εξέλιξης της έρευνας αναφορικά με τα αίτια – έχουν αποτελέσει αφορμή για κινητοποίηση στο πλαίσιο της προστασίας κρίσιμων για την ΕΕ οντοτήτων.
Πράγματι, τον Ιούνιο του 2022, το Συμβούλιο της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με την ανθεκτικότητα των «κρίσιμων οντοτήτων», οι οποίες ορίζονται ως οντότητες που παρέχουν ζωτικές υπηρεσίες από τις οποίες εξαρτώνται τα μέσα διαβίωσης των πολιτών της ΕΕ και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η σχετική οδηγία που εκδόθηκε από το Συμβούλιο τον Δεκέμβρη του 2022 ορίζει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να προετοιμάζονται και να αντιμετωπίζουν φυσικές καταστροφές, τρομοκρατικές απειλές, υγειονομικές κρίσεις και υβριδικές επιθέσεις. Πρόληψη, αντιμετώπιση, ανάκαμψη: αυτό είναι το βασικό τρίπτυχο της ανθεκτικότητας.
Για την ΕΕ, είναι σαφές ότι η ανθεκτικότητα θα αποτελέσει κεντρικής σημασίας έννοια και πλαίσιο λειτουργίας τα επόμενα χρόνια. Με τα λόγια του Vít Rakušan, αναπληρωτή πρωθυπουργού της Τσεχίας, η ανθεκτικότητα αφορά τόσο τις υβριδικές απειλές και επιθέσεις όσο και τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής των τελευταίων ετών, ενώ είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί και ως πλαίσιο για τη γενικότερη αντιμετώπιση διαταράξεων της ασφάλειας και των οικονομιών της ΕΕ στη σημερινή, ρευστή διεθνή συγκυρία.
Κατά συνέπεια, η ανθεκτικότητα αναφέρεται σε πολλούς τομείς πολιτικής: υγεία, ενέργεια, μεταφορές, κυβερνοασφάλεια, πόσιμο νερό, ρύποι και λύματα, πολιτική προστασία. Τα κράτη μέλη οφείλουν να αναπτύσσουν εθνικές στρατηγικές για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων και να διενεργούν εκτίμηση κινδύνου ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Οι πυρκαγιές αποτελούν πρόκληση που δοκιμάζει τόσο την ανθεκτικότητα όσο και την αλληλεγγύη. Διότι δεν είναι μόνο θέμα λεπτομερούς και αποτελεσματικού συντονισμού αλλά και άμεσης αρωγής.
Έτσι π.χ. η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε το Φεβρουάριο του 2023 μια σύσταση για τον καθορισμό κοινών στόχων για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας στις καταστροφές στον τομέα της πολιτικής προστασίας, αναφορικά με την προετοιμασία έναντι φυσικών κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των σεισμών και των δασικών πυρκαγιών. Αλλά παράλληλα, η Επιτροπή σχεδιάζει να αναπτύξει πλήρως έναν κοινό στόλο αεροσκαφών Canadair για παρέμβαση όπου χρειάζεται, προγραμματίζοντας την αγορά 12 νέων αεροσκαφών (που αρχίζουν να παράγονται και πάλι) μέχρι το 2027. Τα νέα Canadair θα αγοραστούν από την ΕΕ και θα σταθμεύουν σε Γαλλία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Κροατία και Πορτογαλία, χώρες οι οποίες θα τα στελεχώσουν και θα τα υποστηρίξουν.
Βλέπουμε ότι πέρα από την κατά περίπτωση ενεργοποίηση του γνωστού από παλαιότερα μηχανισμού πολιτικής προστασίας, η ΕΕ προσπαθεί, με επιτυχίες, λάθη και κενά, να αναπτύξει ένα πλαίσιο περιεκτικής αντιμετώπισης. Το οποίο περιλαμβάνει, όπως είναι αναμενόμενο, και το κρίσιμο ζήτημα των υβριδικών απειλών.
Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, η Ελλάδα διστάζει. Δυστυχώς η αγελαία σκέψη και η αντίστοιχη πολιτική κουλτούρα έχουν εξαπλωθεί από τους θύλακες του παρελθόντος σε ευρύτερα πεδία δημόσιου λόγου και πρακτικής. Η όποια άλλη άποψη καταγγέλλεται πλέον εκατέρωθεν ως ενδοτική ή εθνικιστική, ανθελληνική ή ρατσιστική, προδοτική ή ρωσόφιλη, αριστερίστικη ή «τραμπική» (το διαβάσαμε και αυτό). Όσο επικίνδυνη είναι η συνωμοσιολογία, άλλο τόσο καταστροφική μπορεί να αποβεί η αγνόηση (λόγω ιδεολογικού πρίσματος, κομματικού τακτικισμού ή απλής ανοησίας) των υπαρκτών υβριδικών απειλών και επιθέσεων.
Η κλιματική αλλαγή, υπαρκτό φαινόμενο με επιστημονική τεκμηρίωση, αποτελεί ευνοϊκή συνθήκη για τις πυρκαγιές. Όμως στη συντριπτική πλειοψηφία τους, οι πυρκαγιές έχουν ως αίτιο την ανθρώπινη ενέργεια, όχι την αυτανάφλεξη. Το δε φαινόμενο των κεραυνών από ξηρή καταιγίδα είναι σχετικά συχνότερο στην Καλιφόρνια, αλλά πολύ σπανιότερο στην Ελλάδα λόγω κλιματολογικών συνθηκών. Η συμβολή του ανθρώπινου παράγοντα είναι σημαντική, από αμέλεια (δυστυχώς συχνά) αλλά και από δόλο. Αυτό που βιώσαμε το καλοκαίρι του 2023 είναι ιδιαίτερα προβληματικό από την άποψη της γεωγραφικής διασποράς και των πιθανών «στόχων», όπως είδαμε στον Έβρο αλλά και στην Αγχίαλο. Πόσες από αυτές τις πυρκαγιές οφείλονται σε οργανωμένο σχέδιο εμπρησμού; Θα πρέπει να διερευνηθεί σε βάθος το ερώτημα αναφορικά και με την ενδεχόμενη εμπλοκή εξωτερικών παραγόντων. Εάν τυχόν τα αποτελέσματα της διερεύνησης εμπλέξουν εξωτερικούς παράγοντες και άσπονδους γείτονες, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη εξαιρετικά σοβαρά και να συνυπολογιστούν, εξίσου σοβαρά, στην ευρωπαϊκή εξίσωση της ανθεκτικότητας.
Διεύρυνση και διλήμματα της συγκυρίας
Πριν λίγες ημέρες, η άτυπη διάσκεψη της Αθήνας για τα Δυτικά Βαλκάνια, μια αξιόλογη διπλωματική πρωτοβουλία σε μια κρίσιμη συγκυρία, έδωσε τη δυνατότητα για σαφή διατύπωση και της ελληνικής θέσης για τη στήριξη της Ουκρανίας ενώ επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα του χρονισμού της διεύρυνσης της ΕΕ.
Είκοσι χρόνια μετά την ιστορική Σύνοδο Κορυφής ΕΕ-Δυτικών Βαλκανίων στη Θεσσαλονίκη, η διακήρυξη της άτυπης συνόδου της Αθήνας επιχείρησε να συνδυάσει το ζήτημα των Δυτικών Βαλκανίων με το διακριτό αλλά επείγον ζήτημα της Ουκρανίας. Πολύ σωστά, η διακήρυξη της Αθήνας εκφράζει την υποστήριξη των συμμετεχόντων στην ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας εντός των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων της, με βάση τις αξίες της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
Το ζήτημα του μέλλοντος της Ουκρανίας στην ΕΕ είναι όμως περισσότερο σύνθετο, με την έννοια ότι τοποθετεί την ευρύτερη συζήτηση για τη διεύρυνση της ΕΕ σε ένα επείγον, δραματικό και ταχύτατα μεταβαλλόμενο πολεμικό σκηνικό, ως προς το οποίο θα επανέλθω πιο κάτω. Αφενός, όπως εύστοχα σημειώνει η νέα διακήρυξη, ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας αναδεικνύει την ανάγκη για μια ισχυρή και ανθεκτική ΕΕ ως ακρογωνιαίο λίθο της ειρήνης και της ευημερίας στην περιοχή. Επίσης, σωστά επισημαίνεται ότι τα Δυτικά Βαλκάνια, η Ουκρανία και η Μολδαβία, που γειτνιάζουν γεωγραφικά με τα κράτη μέλη της ΕΕ, έχουν κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά, ιστορία και ένα μέλλον που μπορεί να επηρεαστεί από κοινές ευκαιρίες και προκλήσεις.
Όμως από την άλλη πλευρά, η καταγραφή (α) της γεωπολιτικής διάστασης και (β) του επείγοντος σε σχέση με την ίδια τη διαδικασία της διεύρυνσης («ως στρατηγική επένδυση στην ειρήνη, την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην Ευρώπη, είναι σημαντικό οι περιοχές αυτές να αγκαλιαστούν ως πλήρη μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας» και «έχει έρθει η ώρα να υιοθετηθεί ένας τολμηρός και φιλόδοξος τελικός στόχος που θα χρησιμεύσει ως οδηγός, έμπνευση και πλαίσιο») διακινδυνεύει να καθυποτάξει – και πάλι – την εμβάθυνση στη διεύρυνση. Και μάλιστα, αυτή τη φορά, με αυξημένη διακινδύνευση.
Το ζήτημα δεν είναι μόνον η πραγματική εκπλήρωση των όρων για την ένταξη και η εφαρμογή της οικονομικής, τεχνικής και πολιτικής αιρεσιμότητας (άλλωστε η διακήρυξη αναφέρεται σε ένα σημείο και σε «προϋποθέσεις» που δεν θα πρέπει να παρακαμφθούν). Ούτε το ασύλληπτο κόστος της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας, το οποίο θα πρέπει να αναλάβει συνολικά η «διεθνής κοινότητα» και όχι αποκλειστικά η ΕΕ.
Το βαθύτερο ζήτημα είναι ότι, με τη συνεχή διαδικασία διευρύνσεων μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την υιοθέτηση των γενικών κριτηρίων της Κοπεγχάγης, η ΕΕ ανέλαβε – όπως έχω γράψει από χρόνια – τον ρόλο του περιφερειακού σταθεροποιητή. Από το 1957 (με τους αρχικούς έξι) μέχρι το 2013 (όταν η Κροατία έγινε το 28ο μέλος) και το 2020 (όταν με το Brexit τα μέλη μειώθηκαν σε 27), η ευρωπαϊκή ενοποίηση πέρασε από διακυμάνσεις και περιπέτειες αυξάνοντας, όμως, τα μέλη της – με την μοναδική, μέχρι σήμερα, εξαίρεση της Βρετανίας. Από τις επιμέρους διαπραγματεύσεις ένταξης κρατών περάσαμε στη γενικευμένη «πολιτική διεύρυνσης», όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στην Κοπεγχάγη (1993) συναίνεσε – με ισχυρή αμερικανική ώθηση – στην ανάληψη του ρόλου του σταθεροποιητή της ανατολικής Ευρώπης μετά την κατάρρευση του Σοβιετικού μπλόκ.
Η ΕΕ ως μηχανισμός διασφάλισης περιφερειακής σταθερότητας κλήθηκε να συνυπάρξει με το όραμα της ΕΕ ως «ολοένα στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης». Μια χορωδία πολιτικών, τεχνοκρατικών, ακαδημαϊκών και δημοσιογραφικών φωνών ανέλαβε να πείσει τους πάντες ότι το δίλημμα «διεύρυνση – εμβάθυνση» δεν ήταν «πραγματικό» δίλημμα αλλά εξέφραζε, υποτίθεται, δυο απόλυτα συμβατές πλευρές του ίδιου νομίσματος.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι διαδικασίες εξευρωπαϊσμού (σχηματικά, οι διαδικασίες μεταρρυθμίσεων, προσαρμογής και συμμόρφωσης με το ενωσιακό κεκτημένο) φάνηκαν τόσο σημαντικότερες, όσο περισσότερο τις είχαν ανάγκη οι νέες χώρες. Κατά κανόνα, όσο μεγαλύτερες οι διαφορές, τόσο δυσκολότερο το έδαφος που πρέπει να καλύψουμε αλλά και τόσο κρισιμότερη η σημασία του εξευρωπαϊσμού.
Όμως ενώ οι διαδικασίες εξευρωπαϊσμού υπήρξαν, σε γενικές γραμμές, επιτυχείς, ο περιφερειακός σταθεροποιητικός ρόλος της ΕΕ μπόρεσε να λειτουργήσει στο μέτρο που το ΝΑΤΟ εξακολουθούσε να παρέχει το πλαίσιο ασφάλειας. Παράλληλα, στο εσωτερικό της ΕΕ, η αύξηση των περιπτώσεων με μεγάλες αποστάσεις από τον ενωσιακό μέσο όρο εντείνει αντίστοιχα και τη συστημική υπερφόρτωση μέσω – κατ’ ελάχιστο – των ασυμμετριών. Όταν επιπλέον προκύψουν εξωγενείς κρίσεις, όπως π.χ. μετά το 2008, τότε οι ασυμμετρίες οδηγούν σε προβλήματα ακόμη και στα κυρίαρχα υποδείγματα συμπεριφοράς και διάδρασης, οπότε η διάβρωση στο ενωσιακό οικοδόμημα γίνεται βαθύτερη. Οι σχέσεις προχωρημένης συνεργασίας εξασθενίζουν και η αποτίμηση κόστους – οφέλους επιστρέφει σε πρωτόλειες αποτιμήσεις άμεσου κόστους και άμεσου οφέλους.
Με δυο λόγια, σε περιβάλλον κρίσης, οι συνεχείς διευρύνσεις (βάσει του ρόλου της ΕΕ ως περιφερειακού σταθεροποιητή) υπονόμευσαν την ωρίμανση υποδειγμάτων διάχυτης αμοιβαιότητας στο εσωτερικό της (τον ρόλο της ΕΕ στην επίτευξη της «ολοένα στενότερης ένωσης των λαών»).
Όμως αν μη τι άλλο, η περίπτωση της Τουρκίας καταδεικνύει ότι η «μαγική λύση» των συνεχών διευρύνσεων που είχε υποτεθεί, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ότι θα θεραπεύσει κάθε νόσο, θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Υπάρχουν άλλες δυνατότητες, ειδικά καθεστώτα και νέου τύπου εταιρικές σχέσεις που θα πρέπει να διερευνηθούν διεξοδικά.
Διαχειριζόμενοι την αποτυχία της αποτροπής
Όπως εξήγησα εξαρχής, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία σήμανε τη αποτυχία της δυτικής αποτροπής έναντι της Ρωσίας. Οι λόγοι πολλοί και όχι του παρόντος. Οι τρόποι αντίδρασης στις κρίσεις της Γεωργίας και της Κριμαίας έχουν διαδραματίσει τον ρόλο τους. Το ίδιο ισχύει, από την άλλη πλευρά, για τους τρόπους με τους οποίους προωθήθηκε η συνεχής διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Αλλά βρισκόμαστε στο 2023. Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος δημιούργησε νέες συνθήκες και εξακολουθεί να διαμορφώνει την διεθνή πραγματικότητα.
Παρά τα όσα – ατελείωτα – λέγονται και γράφονται, το ζήτημα παραμένει, στον πυρήνα του, πρωτίστως ζήτημα εντοπισμού της λεπτής γραμμής μεταξύ έναρξης μιας διαπραγματευτικής πορείας και αποφυγής αναγνώρισης τετελεσμένων. Είναι προφανές ότι όσοι γνωρίζουν την ιστορία των διενέξεων μεταξύ των διαδόχων κρατών της ΕΣΣΔ αποφεύγουν να προσεγγίζουν τη σημερινή κρίση με εύκολους όρους άσπρου – μαύρου. Εξίσου προφανής είναι η ανάγκη, ανεξαρτήτως του υπόβαθρου και της ιστορίας των σχέσεων, να καταστεί σαφές ότι η πολιτική των τετελεσμένων, στην οποία επενδύει τώρα το Κρεμλίνο, δεν θα πρέπει να γίνει αποδεκτή με κανένα τρόπο.
Στο σημερινό, μέσω κρίσεων αναδυόμενο μετα-μονοπολικό κόσμο, οι ισχυροί περιφερειακοί δρώντες έχουν αναβαθμισμένο ρόλο, οι περιφερειακές συγκρούσεις είναι πιθανότερες και συχνότερες και κάποιες από τις συμμαχίες είναι εύπλαστες και εξαρτώμενες από τα επιμέρους ζητήματα και προκλήσεις που ανακύπτουν (γεωπολιτικά, ενεργειακά, διαθέσιμων πόρων, δημογραφικά, ταυτοτικά, μεταναστευτικών ροών, κλπ).
Στον αναδυόμενο κόσμο, ούτε ο πλανήτης ταυτίζεται με τη Δύση ούτε ο ορθολογική εκτίμηση των εθνικών συμφερόντων παραχωρεί εύκολα τη θέση της στη συνήθη, σχηματική επίκληση του Καλού εναντίον του Κακού. Είναι αδύνατον να υιοθετηθεί ο πολιτικός λόγος και η κουλτούρα ενός (επιδιωκόμενου από κάποιους) νέου διπολισμού στην Ινδία, την Κίνα, τη Νότια Αφρική, τη Σαουδική Αραβία, την Ινδονησία, την Αργεντινή ή την Βραζιλία.
Η πρόσφατη προσπάθεια της Δύσης για συμπερίληψη της Ινδίας σε σχεδιασμούς εξισορρόπησης της Κίνας, αποτελεί κατά βάση ορθή αλλά και εντελώς μερική προσέγγιση του ζητήματος. Διότι η Ινδία, τη στενή σχέση με την οποία υποστηρίζω από πολλά χρόνια, δεν έχει κανένα λόγο να επιθυμεί να δει την Ρωσία απολύτως ηττημένη και άρα ακόμη περισσότερο εγκλωβισμένη στην ασφυκτική αγκαλιά της Κίνας. Παρότι η Ινδία έγινε σταδιακά – και μέσω της Quad – εταίρος των ΗΠΑ, ο πόλεμος στην Ουκρανία σημαίνει κάτι διαφορετικό για το Νέο Δελχί σε σχέση με αυτό που σημαίνει για την Ουάσιγκτον.
Η Ινδία βλέπει τις τυχοδιωκτικές περιπέτειες του Κρεμλίνου μέσα από το συνδυαστικό πρίσμα της ανόδου της Κίνας και της αυξανόμενης εξάρτησης της Μόσχας από το Πεκίνο. Η τελευταία εξέλιξη (μια Ρωσία παράρτημα της Κίνας) αποτελεί ανάθεμα για την Ινδία και θα έπρεπε βέβαια να αντιμετωπίζεται ως εξόχως προβληματική και για την Ευρώπη.
Το αναδυόμενο διεθνές πλαίσιο, το οποίο είχαμε σκιαγραφήσει από το περασμένο έτος, οδηγεί στη σταδιακή συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι παρά τα φαινόμενα, η Δύση είναι ολοένα και λιγότερο σε θέση να καθορίσει την ατζέντα παγκοσμίως, ενώ συγκλίσεις και συμμαχίες καθίστανται περισσότερο εύπλαστες και εξαρτώμενες από επιμέρους θεματικές, προκλήσεις και πεδία συμφερόντων.
Σε ένα τέτοιο κόσμο, οι πληροφορίες, η διεξοδική ανάλυσή τους και η πραγματική γνώση του υπόβαθρου, πέρα από εφήμερες υπεραπλουστεύσεις, αναδεικνύονται ως παράγοντες όχι απλά σημαντικοί αλλά κρίσιμοι για την επιβίωση. Είναι π.χ. εντελώς απαραίτητο να γίνει κατανοητό το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσονται οι σύνθετες σχέσεις Δύσης – Τουρκίας και διαγράφονται τα μελλοντικά σενάρια για την Ανατολική Μεσόγειο.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics, κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Κωνσταντίνος Καραμανλής στη Fletcher School of Law and Diplomacy της Βοστώνης και Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης.