Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 5ης Ιουνίου του 1968, όταν οι σφαίρες ενός… αυτοπροσδιορισθέντος αφελούς έκοψαν το νήμα της ζωής του τελευταίου πολιτικού που έμοιαζε προορισμένος να ενσαρκώσει την ελπίδα.
Μερικές ώρες αργότερα, το πρωί της 6ης Ιουνίου, ο Γερουσιαστής Ρόμπερτ Κένεντι θα υπέκυπτε στα τραύματα που του προκάλεσαν οι πυροβολισμοί του 24χρονου Παλαιστινίου Σιρχάν Σιρχάν, και θα είχε έτσι μια εξόδιο διαδρομή από τη ζωή, το ίδιο βίαιη με εκείνη του αδελφού του, Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι.
Σε σύγκριση με τον φωτογενή JFK, ο “Μπόμπι” όπως τον αποκαλούσαν, διόλου υποτιμητικά αλλά περισσότερο σε ένδειξη οικειότητας, ήταν το μυαλό πίσω από την βιτρίνα του Κάμελοτ. Ο στρατηγικός σύμβουλος, επικοινωνιολόγος και λογογράφος του αδελφού του, επομένως ο φυσικός συνεχιστής των Νέων Συνόρων, και ο αυθεντικότερος εκφραστής μιας άλλης Αμερικής.
Μιας Αμερικής συμπονετικής, έτοιμης να κάνει την ιστορική υπέρβαση και να αποδεχτεί στην πράξη ότι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι, και πρόθυμης να ακολουθήσει τον μικρό Κένεντι στο στοίχημα της μεγάλης επιστροφής. Στην οραματική ενατένιση του μέλλοντος, που τόσο άγαρμπα είχε τσαλακώσει ο Λίντον Τζόνσον.
Το σοκ από τη δολοφονία του πολιτικού που έκανε την Αμερική να βουρκώσει για δεύτερη φορά, με την εμπνευσμένη και χωρίς χειρόγραφο ομιλία του για τη δολοφονία του δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, η υπερδύναμη δεν το ξεπέρασε ποτέ. Ούτε η ανθρωπότητα, σε επίπεδο δημιουργικής διεκδίκησης μιας κοινωνίας αξιών και ανατροφοδοτούμενων προτεραιοτήτων.
Ο Ρόμπερτ Κένεντι ήταν το τελευταίο χαμόγελο της ελπίδας. Η μεγάλη, χαμένη ευκαιρία. Και ο πολιτικός που ενέπνευσε τον Μπιλ Κλίντον και τον Μπαράκ Ομπάμα να μιλήσουν για τη μεσαία τάξη και τη φυσική ηγεμονία της. Αναζητώντας μέσω της Θεωρίας της Τριγωνοποίησης, στον εμβληματικό μεσαίο χώρο, την κινητήρια δύναμη για την αλλαγή. Πώς το έλεγε ο Μπόμπι; Α, ναι: “Η πρόοδος είναι μια πολύ όμορφη λέξη. Κινητήρια δύναμή της ωστόσο είναι η αλλαγή. Και η αλλαγή έχει τους εχθρούς της”.
Η ακόμη πιο τραγική ιστορική διαπίστωση είναι ότι τον πυρήνα της πολιτικής ρητορικής του για την “ειρηνική επανάσταση” της μεσαίας τάξης, δηλαδή την εξέγερση των μετριοπαθών κυττάρων της κοινωνίας, τον εξέλιξε ο Ρίτσαρντ Νίξον στην ιστορικά ανίκητης αλήθειας επιχειρηματολογία περί της “σιωπηλής πλειοψηφίας”. Από την αυτοπειθαρχία της οποίας και το αίσθημα εθνικής ευθύνης, εξαρτάται κάθε φορά αν τα άκρα, οι ακρότητες και ο λαϊκισμός θα επέμβουν βάναυσα στο dna μιας χώρας και τη φυσική ροή της προς την πρόοδο.
Τη στιγμή που ο Ρόμπερτ Κένεντι έκλεινε τα ματιά του, ήταν λες και η πολιτική σταμάτησε να γεννάει συναρπαστικές ιδέες. Με αποτέλεσμα να καθηλωθεί στη μιζέρια της διαχείρισης και την αναζήτηση ευνουχισμένων συναινέσεων, αντί να παλεύει και να προκαλεί την επικράτησή της στην αρένα των ιδεών. Εκεί όπου κερδίζονται οι κοινωνίες και το μέλλον.
Ξεπερνώντας τη… μελαγχολία της στιγμής βέβαια, μπορούμε να διατηρούμε στο μυαλό και την καρδιά, ως διαρκές εφαλτήριο κινητροδότησης για μάχες με τον κακό εαυτό μας, την πλέον εμβληματική πολιτική αποστροφή που επικαλέστηκε ο Ρόμπερτ Κένεντι: “Ονειρεύομαι πράγματα που ποτέ δεν υπήρξαν και ρωτώ: Γιατί όχι;”
Πολλές δεκαετίες αργότερα, το πιο δημιουργικό μυαλό της εποχής μας, ο Στιβ Τζομπς, θα το διατύπωνε με τη δική του εσωτερική ευφυία: “Όσοι είναι αρκετά τρελοί για να πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, είναι τελικά εκείνοι που τα καταφέρνουν”.
Κάπως έτσι γινόμαστε κοινωνοί του “μικροσκοπικού κυματισμού της ελπίδας”. Κάθε φορά που στεκόμαστε αγέρωχοι, υπερασπιζόμενοι μια ιδέα. Και οι ιδέες, ως γνωστόν, είναι αλεξίσφαιρες…
Του Μάνου Οικονομίδη