Του Νίκου Φυλάγγελου
Το ιστορικό ημερολόγιο κοντοστέκεται στην 7η Απριλίου, ως ημέρα μνήμης για την απώλεια ενός εμβληματικά διαφορετικού Έλληνα πολιτικού. Ήταν το 1992, όταν ο Αντώνης Τρίτσης “έφευγε” από τη ζωή, σε ηλικία 55 ετών.
Πρόωρα και άγαρμπα, λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου. Ενώ είχε ακόμη πολλά να δώσει. Στην Αθήνα, της οποίας είχε εκλεγεί δήμαρχος. Αλλά και στην Ελλάδα συνολικά, σε μια μεταβατική εποχή για την πατρίδα μας.
Ο Αντώνης Τρίτσης μνημονεύεται μέχρι και σήμερα ως οραματιστής και καινοτόμος. Ως πολιτικός της πράξης, της ουσίας, των έργων.
Έτσι ήταν. Ήταν όμως και κάτι ακόμη. Πολιτικός της σύνθεσης. Της συνεννόησης. Της συμφιλίωσης. Πέρα, μακριά και απέναντι από τα άκρα και τις ακρότητες που τα συνοδεύουν, όπως θα έλεγε αρκετά χρόνια αργότερα ο Κώστας Καραμανλής, στο πολιτικό κάλεσμα του οποίου ανταποκρίθηκε μια πλατιά κοινωνική πλειοψηφία.
Η ανάμνηση της παρουσίας του Αντώνη Τρίτση στον δημόσιο βίο του τόπου, επιτείνει την εθνική μελαγχολία για το διολισθητικό κατάντημα του πολιτικού κόσμου ειδικά την τελευταία δεκαετία. Στα χρόνια της εθνικής τραγωδίας των Μνημονίων, όταν ζήσαμε την επέλαση των άκρων. Με τους ακραίους να κυριαρχούν απέναντι στους μετριοπαθείς, αξιοποιώντας και τη διάχυση μίσους που μπορεί να εξασφαλίσει κάποιους, με… καλοπληρωμένους πρόθυμους μισθοφόρους στα social media.
Από τον Αντώνη Τρίτση της εθνικής συμφιλίωσης, στους… εισοδηματίες του εθνικού διχασμού. Πόσο άδικο και διαβρωτικό για το έθνος μας.