Του Μάνου Οικονομίδη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα One Voice, την Κυριακή 21 Ιουλίου 2024
Οι λαοί που ξεχνούν. Που επιλέγουν να ξεχάσουν. Που δυσκολεύονται να σηκώσουν το βάρος της διατήρησης μιας ζώσας εθνικής μνήμης, επειδή η σημερινή εκδοχή τους φαντάζει αφόρητα ανισοβαρής, σε σχέση με εκείνο το περήφανο εθνικό παρελθόν.
Ο δικός μας λαός, ο… εξυπνότερος του κόσμου, όπως αποδεικνύουμε σε πλείστες περιπτώσεις με την επιπολαιότητα που μας διακρίνει και την ελαφρότητα που χαρακτηρίζει τις επιλογές μας, ανήκει σε αυτή ακριβώς την κατηγορία.
Με επίκεντρο και αφετηρία την εποχή της εθνικής καταστροφής των Μνημονίων, η ελληνική κοινωνία αυτοακυρώθηκε. Επέλεξε τον συμβιβασμό με τη μετριότητα. Ανέχτηκε τους λίγους και ολίγιστους, τους χειρότερους μεταξύ μας, να μας εκπροσωπούν και να έχουν δικαίωμα υπογραφής για το παρόν και, κυρίως, για τη διαμόρφωση του κοινού μέλλοντός μας.
Μια αχρείαστη συνθηκολόγηση με τη φθορά. Που δεν διαθέτει αιτιολογική βάση. Φαντάζει και είναι ασυγχώρητη. Και το μέλλον θα το υπενθυμίζει στις αγέννητες γενιές των Ελλήνων που θα μας διαδεχθούν.
Ο (ματωμένος) Ιούλιος
Στο εθνικό ιστορικό ημερολόγιο, ο Ιούλιος είναι ένας μήνας με «ματωμένο» αποτύπωμα. Και με επιπτώσεις που επιδρούν πολλαπλασιαστικά για την εθνική διαδρομή, αλλοιώνοντας τον γενετικό κώδικα των κοινωνικών προτεραιοτήτων.
Δυο ακραία χαρακτηριστικά παραδείγματα από την προ-Μεταπολιτευτική περίοδο, που «γέννησαν» τη Μεταπολίτευση και την αδιατάρακτη περίοδο Δημοκρατίας που βιώνει η χώρα μας τον τελευταίο μισό αιώνα. Η εθνική τραγωδία της Κύπρου, με τον ακρωτηριασμό του Ελληνισμού, που μέχρι και σήμερα παραμένει ατιμώρητος από μια διεθνή κοινότητα η οποία δεν επέδειξε αντίστοιχη ηθική αναισθησία με το δράμα του ουκρανικού λαού. Και η Αποκατάσταση της Δημοκρατίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αναίμακτα και συμπεριληπτικά, με την ελληνική κοινωνία να παραμερίζει, έστω περιστασιακά και προσωρινά, τη σχεδόν ακατανίκητη γοητεία που της ασκεί η τάση προς τον εθνικό διχασμό.
Το δέος της ανάμνησης μιας Ιστορίας σε κίνηση και συγγραφή σε ενεστώτα χρόνο, απέναντι στη σημερινή παθητική και ασθμαίνουσα παρακολούθηση των γεγονότων.
Δεν υπάρχουν επόμενες εκλογές.
Υπάρχουν (μόνο) επόμενες γενιές
Μια αγαπημένη ιστορική ρήση για την επιστήμη της πολιτικής επικοινωνίας αφορά στην αναγκαιότητα και υποχρέωση του πολιτικού συστήματος, να στρέφει το ενδιαφέρον τους στις επόμενες γενιές, παραμερίζοντας τις επόμενες εκλογές, που κάθε φορά λειτουργούν παραπλανητικά.
Η ζώσα εμπειρία από τη χώρα μας, αλλά και από την καινούρια κοινή πατρίδα μας, την Ευρώπη, δεν επιβεβαιώνει την επιβίωση της σχετικής ιστορικής προτροπής.
Η ηχηρή υποβάθμιση της ποιότητας του πολιτικού δυναμικού της χώρας μας, τα τελευταία 15 χρόνια, συμβιώνει αναπόφευκτα και συμβαδίζει αχρείαστα με την απουσία εθνικού και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού.
Το πολιτικό σύστημα το ενδιαφέρει η εξασφάλισης της επανεκλογής του. Ακόμη και σε βάρος των επόμενων γενεών. Ίσως γι’ αυτό το βάρος της απάντησης, ηχηρής και αποστομωτικής, πέφτει σε εκείνες τις επόμενες γενιές, οι οποίες βλέπουν να τις υποτιμούν. Ίσως και να καταδικάζουν το μέλλον τους.